Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

ΜΗΝ ΚΟΥΡΑΖΕΣΑΙ. Της Δημοσιογράφου Κατερίνας Ράγιου


Το κατάλαβα πια μην κάνεις τον κόπο να το πεις, μην κουράζεσαι χαραμίζοντας λόγια, έτσι σκέφτηκε. «Ε χαζό που τρέχει ο λογισμό σου;» της είπα, αμ ήξερε και εκείνη να μου απαντήσει. Με κοίταξε, μου έγνεψε με ένα βλέμμα απορίας και συνέχιζε να κοιτάει, στο βάθος του δρόμου που ήταν μέσα στον ήλιο, διότι ήταν και ντάλα μεσημέρι. Την άφησα για λίγο αλλά όσο περνούσε η ώρα και την κοίταζα άρχιζα να ανησυχώ, δεν μιλούσε, δεν κουνιότανε, παρά μόνο κοιτούσε, ακόμα αναρωτιέμαι που, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους τι; «Θα μιλήσεις η θα σηκωθώ να φύγω, δεν βρεθήκαμε για να κοιτάς σαν τον Βούδα τα αυτοκίνητα!» της είπα με έντονη φωνή, σαν να είχα παρεξηγηθεί και ήμουν έτοιμη να φύγω. Έβαλε τα κλάματα, έκλαιγε με λυγμούς, αφού σε κάποια στιγμή δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Πραγματικά εκεί ανησύχησα πάρα πολύ, την ρώτησα « τι έγινε κοριτσάκι μου, έπαθες κανένας σπίτι τίποτα;» Ίσα ίσα κατάφερε να ψελλίσει ένα όχι» και συνέχισε να κλαίει. Πρέπει να την άφησα γύρω στην μισή ώρα να κλάψει και να ηρεμήσει, να δω τουλάχιστον ότι αναπνέει κανονικά. «Τελείωσε.» γύρισε και μου αποκρίθηκε, «τι τελείωσε βρε;» της λέω. Με κοίταξε έτρεξε ένα δάκρυ σαν να δείχνει ότι πλέον είχε κουραστεί να κλαίει «τελείωσε το όνειρο, πάνε όλα.» Κατάλαβα για τι έλεγε, όπως την ήξερα εγώ τόσα χρόνια ήταν μια κοπέλα πολύ κλειστή, που πράγματι η ζωή της φέρθηκε πολύ άσχημα για πολλούς λόγους. Είπε και εκείνη να πάει κόντρα στην τύχη της ανοίγοντας την καρδιά της σε κάποιον και. ειδου το αποτέλεσμα. «Έλα καλέ αυτά έτσι είναι, δεν τα ξέρεις έρχονται και παρέρχονται,» μέσα μου ήξερα όμως πως είχε πληγωθεί πολύ, την είχαν βρει όλα επανωτά που λέμε, οπότε η θέση της ήταν πολύ άσχημη και η δική μου δύσκολη. Δεν γύρισε ούτε καν να με κοιτάξει λέγοντα μου « όχι δεν μπορώ να σου πω πως δεν με πειράζει, όσο εγωίστρια και να είμαι, ναι πειράχτηκα. Μου μίλησε μου ανοίχτηκε και τώρα παίζει με άλλη;» Είχε δίκιο αλλά που να το βρει, εγώ να της το δώσω τι σημασία θα είχε, το θέμα ήταν να το έβρισκε από τον ίδιο, από μένα χίλια δίκια να της δώσω. Άφησα για λίγο την σιωπή να πει όσα εγώ δεν είχα δικαίωμα, δεν μπορούσα να ανακατευτώ παρά μόνο να παρακολουθώ. Δεν ξανά έκλαψε αλλά από το βλέμμα της και μόνο φαινόταν ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και να βράζει στο καβούκι της. «Τι θα γίνει έτσι θα την βγάλουμε;» την ρώτησα με τσαμπουκά και καλά, αφού μέσα μου έλεγα τώρα θα με βρίσει και θα πάω και εγώ και αυτός στο διάολο και ακόμα παρά πέρα. «Πάμε σπίτι δεν αισθάνομαι άνετα έξω, θέλω να πάω να κοιμηθώ.» Πήγαμε σπίτι, την άφησα στο κρεβάτι της έδωσα ένα γλυκό φιλί στο βρεγμένο μάγουλο της και πήγα και έκατσα μέσα στην μητέρα της. Και φυσικά η μητέρας της τα ήξερε όλα, αλλά ότι και να έλεγε εκείνη ότι και να έλεγα εγώ ήταν μάταια εκείνη είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Όταν ξύπνησε κάτσαμε και οι τρεις μας και ήπιαμε καφέ και γυρίζει με τόσα νεύρα να μας πει « τι ήθελα και το έψαξα η ηλίθια δεν τον άφηνα να με κοροϊδεύει, τώρα πάει η σταχτοπούτα, το βασιλόπουλο και το όνειρο.» Πήγα να προσθέσω και τον βάτραχο στο παραμύθι αλλά είπα να μην το γελοιοποιήσω, η κοπέλα υπέφερε και εγώ το χαβά μου που λένε. Τελικά αυτήν την λέξη ποτέ δεν θα την καταλάβω. Εγώ δεν θα καταλάβω τον χαβά και εκείνη δεν θα καταλάβει γιατί της έπεσαν τόσο μαζεμένα όλα, γιατί την κοροϊδεύουν όλοι παρόλο που μισεί το ψέμα. Δεν ξέρω αν έχασε τον πρίγκιπα, το μόνο που έχω καταλάβει πια είναι, πως δεν είναι εποχή για ιππότες αλλά για πότες.