Ὁ Ἑλισσαῖος διάδοχος τοῦ προφήτου Ἠλιού (Δ΄. Βασ. 2,13-25)
2,13 Καὶ ὕψωσε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν Ἑλισαιέ, καὶ
ἐπέστρεψεν Ἑλισαιὲ καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ Ἰορδάνου·
2,13 Καὶ ὁ Ἑλισσαῖος σήκωσε ἀπὸ
κάτω τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλιού, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ ψηλά, καὶ ἐπέστρεφε ἔχοντας τὴν μηλωτὴ
καὶ στάθηκε στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου.
Ὁ Ἠλιοὺ ἀναλήφθηκε μὲ τρόπο θαυμαστό, ὅπως εἴδαμε, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ
Ἑλισσαῖος, ἔχοντας ὅμως τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλιοὺ στὰ χέρια του. Σὰν νὰ εἶχε ὅλον
τὸν προφήτη μαζί του. Ἐμεῖς σήμερα λαχταροῦμε νὰ ἔχωμε πάνω μας δεῖγμα, κάποιο
ἀπότμημα λειψάνου ἁγίου ἢ τμῆμα ἀπὸ τὸ κατασάρκιο ἐγκαινίων ναοῦ, καὶ τὸ
θεωροῦμε μεγάλη εὐλογία. Τί νὰ πῆ ὁ Ἑλισσαῖος ποὺ ἔχει πάνω του ὅλη τὴν μηλωτὴ
τοῦ Ἠλιού;
2,14 Καὶ ἔλαβε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού,
ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ καὶ οὐ διέστη· καὶ εἶπε· ποῦ ὁ
Θεὸς Ἠλιοὺ ἀφφώ; καὶ ἐπάταξε τὰ ὕδατα, καὶ διεῤῥάγησαν ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβη
Ἑλισαιέ.
2,14 Πῆρε τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλιού,
ποὺ ἔπεσε πάνω του, κτύπησε τὸ ὕδωρ, ἀλλ' ἐκεῖνο δὲν διαιρέθηκε, ὅπως
προηγουμένως. Ὁ Ἑλισσαῖος εἶπε τότε· “Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλιού, ποῦ εἶναι;”
Κατόπιν ὅμως κτύπησε πάλιν τὰ ὕδατα καὶ ἐκεῖνα χωρίσθηκαν στὰ δὐο, ἀπὸ ἐδῶ καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ὁ Ἑλισσαῖος διάβηκε τὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ἔχοντας λοιπὸν ὁ Ἑλισσαῖος τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλιού, γύρισε πρὸς τὸν
Ἰορδάνη, καὶ μὲ τὴν μηλωτὴ κτύπησε τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ. Ἀπάντησι στὸ αἴτημά του, γιὰ διπλῆ ἀπὸ τὸν Ἠλιοὺ χάρι,
πῆρε, ἐφ’ ὅσον εἶδε τὸν προφήτη του νὰ ἀναλαμβάνεται ὡς εἰς τὸν οὐρανό. Μένει
νὰ ἐπιβεβαιωθῆ στὴν πρᾶξι. Κτύπησε μὲ τὴν μηλωτὴ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου, ἀλλ’ ἐνῶ
περίμενε νὰ διαιρεθοῦν ὅπως πρῶτα τὰ νερά, δὲν ἔγινε τίποτε. Ὥστόσο δὲν
ἀπογοητεύθηκε, δὲν ἀπελπίσθηκε, ἀλλὰ προσέτρεξε πάλι πρὸς τὸν διδάσκαλο-προφήτη
του, καὶ αὐτὸν ἐπικαλεῖται. Ἡ ἐπίκλησις γίνεται πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ μὲ μεσίτη
τὸν Ἠλιού. Νομίζω ὅτι μᾶς δίνει ἕνα δυνατὸ μάθημα, διότι ἐμεῖς κατὰ κανόνα,
ὅταν σὲ πρῶτο αἴτημα μας δὲν παίρνουμε ἀπάντησι ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδηγούμαστε
συνήθως στὴν ἄρνησι ἢ ἀπογοήτευσι. Ἐδῶ ὁ Ἑλισσαῖος ἐπιμένει στὴν ἐπίκλησι τοῦ
Θεοῦ, παρ’ ὅλο ποὺ τώρα δὲν ἔγινε ἐπιβεβαίωσις τοῦ ἀναμενομένου χαρίσματος. Μᾶς
δίνει καὶ ἄλλο ἕνα μάθημα. Δὲν περιμένει τὸ θαῦμα ἀπὸ τὸν Ἠλιού, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν
Θεὸ τοῦ Ἠλιού. Ἔχομε μία διήγησι ἀπὸ ἱστορικὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ
μέσα ἀπὸ τὴν διήγησι ἱστοριῶν ἀναφύονται οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεώ μας. Τὰ θαύματα
τὰ κάνει ὁ Κύριος, ἀλλὰ μέσω τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Ἠλιοὺ
τοῦ χάρισε τὴν μηλωτή, ἀλλὰ τὸ θαῦμα τὸ κάνει ὁ Θεός.
Στὸ κείμενο ὑπάρχει ἡ φρᾶσις· «Ποῦ ὁ Θεὸς Ἠλιοὺ ἀφφώ;». Στὰ Μηναῖο
Ἰουλίου, καὶ γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, εἶναι καταγραμμένα τὰ κείμενα
αὐτὰ τῶν Βασιλειῶν, καὶ ἀναγινώσκονται στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἐκεῖ ἡ
φρᾶσις εἶναι, «ποῦ ὁ Θεὸς Ἠλιοὺ ἀπφώ;». Ἡ λέξις ἀπφὼ ἢ ἀφφώ εἶναι μία ἀπὸ τὶς
λίγες λέξεις ποὺ κατὰ τὴν μετάφρασι ἀπὸ τοὺς ἑβδομήντα δύο – καὶ γιὰ συντομία
ἑβδομήκοντα- σοφοὺς , ποὺ μετέφρασαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ στὰ
ἑλληνικά, ἄφησαν κάποιες λέξεις ἀμετάφραστες. Δηλαδὴ ἡ λέξις ἀπφὼ ἢ ἀφφώ εἶναι
ἑβραϊκή. Ὑπάρχει μάλιστα βιβλίο, ποὺ ἔγραψε ὁ καθηγητὴς τῶν ἑβραϊκῶν Παναγιώτης
Σιμωτὰς, μὲ ὅλες τὶς ἀμετάφραστες λέξεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν μετάφρασι τῶν Ο΄,
δηλαδὴ τὸ κανονικὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ἀναφέρεται καὶ ἡ λέξις
«ἀφφώ».
Στὴν σκέψι τοῦ Ἑλισσαίου δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἀμφιβολιῶν, ἀφοῦ πρῶτα
μᾶς ἔδωσε μάθημα ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ἀμέσως ξανακτύπησε τὸ νερὸ μὲ τὴν
μηλωτή, καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν δρόμο τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ περάση ὁ
Ἑλισσαῖος καὶ νὰ γυρίση ἔτσι στοὺς προφῆτες, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ θαυμαστὰ
γεγονότα ποὺ ἐκτυλίσσονταν μπροστά στὰ μάτια τους. Ἐπανέλαβε τὸ θαῦμα τοῦ
διδασκάλου του. Καὶ ὁ Ἑλισσαῖος πέρασε τὸν Ἰορδάνη «ἀβρόχοις ποσί». Καὶ ὁ
Ἑλισσαῖος σταμάτησε τὴν ροὴ τοῦ Ἰορδάνου. Ἄξιος μαθητὴς τοῦ Ἠλιοὺ καὶ ἄξιος συνεχιστὴς
τοῦ ἔργου του.
2,15 Καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ υἱοὶ τῶν
προφητῶν οἱ ἐν Ἱεριχὼ ἐξεναντίας καὶ εἶπον· ἐπαναπέπαυται τὸ πνεῦμα Ἠλιοὺ ἐπὶ
Ἑλισαιέ· καὶ ἦλθον εἰς συναντὴν αὐτοῦ καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν.
2,15 Καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα οἱ
προφῆτες, ποὺ ἦσαν στὴν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, πρὸς τὴν Ἱεριχώ, καὶ εἶπαν·
“Πράγματι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀναπαύθηκε στὸν Ἑλισσαῖο”. Καὶ ἦρθαν νὰ τὸν
συναντήσουν, καὶ τὸν προσκύνησαν μέχρις ἐδάφους.
Οἱ προφῆτες, μάρτυρες τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, χάρηκαν ποὺ εἶδαν νὰ ἀναπαύεται
τὸ πνεῦμα τοῦ Ἠλιοὺ στὸν Ἑλισσαῖο, γιὰ τὸν ὁποῖο βεβαιώθηκαν ὅτι πράγματι εἶναι
ὁ διάδοχος τοῦ Ἠλιού. Καὶ ὅταν ἔφτασε κοντά τους, ἔπεσαν ὅλοι καὶ τὸν
προσκύνησαν μὲ ἐδαφιαία προσκύνησι.
2,16 Καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ
δὴ μετὰ τῶν παίδων σου πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ δυνάμεως· πορευθέντες δὴ
ζητησάτωσαν τὸν κύριόν σου, μή ποτε ᾖρεν αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν
ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ἢ ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων ἢ ἐφ᾿ ἕνα τῶν βουνῶν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· οὐκ
ἀποστελεῖτε.
2,16 Καὶ τοῦ εἶπαν· “Ίδού, μαζὶ
μὲ ἐμᾶς τοὺς προφῆτες, τοὺς δούλους σου, ὑπάρχουν πεντήκοντα δυνατοὶ νέοι. Σὲ
παρακαλούμε, ἂς μεταβοῦν νὰ ἀναζητήσουν τὸν κύριό σου τὸν Ἠλιού, μήπως, τυχὸν
καὶ ἄνεμος τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔρριψεν στὸν Ἰορδάνη ἢ σὲ κανένα ὄρος ἢ σὲ κανένα
ἀπὸ τοὺς λόφους”. Ὁ Ἑλισσαῖος τοὺς εἶπε· “Νὰ μὴ τοὺς στείλετε”.
Καὶ ἀφοῦ τὸν προσκύνησαν, τοῦ ἔκαναν μία πρότασι. Εἶπαν ὅτι ἔχουν
πενήντα νέους δυνατούς, γιὰ νὰ τοὺς στείλουν σὲ ἀναζήτησι τοῦ Ἠλιού. Διότι
ὑπεθεσαν πὼς μπορεῖ νὰ τὸν ἔρριξε κάπου τὸ πύρινο ἅρμα, στὸ Ἰορδάνη ἢ σὲ κάποιο
βουνό. Ὁ Ἑλισσαῖος, ὄντας ἐνημερωμένος γιὰ τὸν Ἠλιού, τοὺς ἀπέτρεψε καὶ εἶπε νὰ
μὴ σταλοῦν ἄνδρες σὲ ἀναζήτησι τοῦ προφήτου.
2,17 Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν ἕως
οὗ ᾐσχύνετο. καὶ εἶπεν· ἀποστείλατε. καὶ ἀπέστειλαν πεντήκοντα ἄνδρας, καὶ
ἐζήτησαν τρεῖς ἡμέρας καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν.
2,17 Αὐτοὶ ὅμως ἐπέμεναν, ὥστε ὁ
Ἑλισσαῖος, ἀπὸ ἐντροπὴ πλέον, ὑποχώρησε καὶ εἶπε· “Νὰ τοὺς στείλετε”. Οἱ
Προφῆτες ἔστειλαν τοὺς πεντήκοντα νέους καὶ ἀναζήτησαν τὸν Ἠλία ἐπὶ τρεῖς
ἡμέρες, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν τόσο ποὺ στὸ τέλος ντράπηκε, καὶ συναίνεσε,
ὑποχώρησε καὶ εἶπε νὰ σταλοῦν. Τοὺς ἔστειλαν τοὺς πενήντα ἄνδρες καὶ τὸν
ἀναζητοῦσαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες καὶ δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Τὸν ἔψαχναν στὴ γῆ,
στὸ ποτάμι, στὰ βουνά, δὲν τὸν βρῆκαν, διότι αὐτὸς ἦταν σὲ οὐράνιο τόπο.
2,18 Καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο
ἐν Ἱεριχώ, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· οὐκ εἶπον πρὸς ὑμᾶς, μὴ πορευθῆτε;
2,18 Ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι πρὸς τὸν Ἑλισσαῖο, ποὺ
καθόταν στὴν Ἱεριχώ, καὶ τοὺς εἶπε· “Δὲ σᾶς εἶπα νὰ μὴ πᾶτε πρὸς ἀναζήτησι τοῦ
Ἠλιού;”
Ἐπέστρεψαν λοιπὸν ἀπρακτοι, καὶ ἀνήγγειλαν στὸν Ἑλισσαῖο ποὺ βρισκόταν
στὴν Ἱεριχώ, ὅτι δὲν τὸν βρῆκαν. Καὶ τοὺς ἀπάντησε τὸ αὐτονόητο· Δὲν σᾶς εἶπα
νὰ μὴν πᾶτε;
Ἄλλο μάθημα αὐτό. Πότε θὰ μάθουμε νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στοὺς ἁγίους
Πατέρες; Στοὺς πνευματικούς μας ὑπακοὴ μὲ ἐμπιστοσύνη; Διότι ὅσο κάνουμε αὐτὸ
ποὺ ἐμεῖς θέλομε, κάνομε τὸ δικό μας, θὰ εἴμαστε ἀναποτελεσματικοί, καὶ μὲ
χαμένο τὸν κόπο.
Ἐδῶ θὰ σταματήσουμε. Ὁλοκληρώθηκε ἡ παρουσίασις τοῦ προφήτου Ἠλιού. Αὐτὸς ἦταν ἐξ ὑπαρχῆς ὁ στόχος μας. Καὶ τὸν παρουσιάσαμε «κατὰ τὴν Γραφήν» καὶ μὲ συμπαρουσίασι τῶν σημαντικῶν προσώπων τῆς ἐποχῆς του, δηλ. τὸν Ἀχαάβ, τὴν Ἰεζάβελ καὶ τὸν Ἑλισσαῖο. Ἀκολουθεῖ στὸ βιβλίο Δ΄. Βασιλειῶν τὸ πλούσιο προφητικὸ ἔργο τοῦ Ἑλισσαίου, ποὺ δὲν θὰ παρουσιάσουμε. Μᾶς ἐνδιέφερε ὁ προφήτης Ἠλίας, καὶ πιστεύω ὅτι αὐτὸ τὸ πετύχαμε.