Οι άνθρωποι αυτοί φαίνεται
πως προστατεύονται από συγκεκριμένες «τυχερές» μεταλλάξεις στο DNA τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής
τον καθηγητή Μάρτιν Τόμπιν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λέστερ, οι οποίοι
έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Lancet Respiratory
Medicine", σύμφωνα με το BBC, ανέλυσαν γενετικά δείγματα που πήραν από
50.000 ανθρώπους και βρήκαν προστατευτικές μεταλλάξεις σε ορισμένους, οι οποίες
έχουν ως αποτέλεσμα να βελτιώνεται η λειτουργία των πνευμόνων και να
αντισταθμίζεται η δυνητικά θανατηφόρα επίπτωση του καπνίσματος.
Οι επιστήμονες δηλώνουν
αισιόδοξοι ότι η ανακάλυψή τους μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων
για τους πνεύμονες. Όμως τόνισαν ότι ακόμη και για τους ανθρώπους με ευνοϊκό
DNA, το κάπνισμα δεν συνιστά την καλύτερη επιλογή.
Πολλοί καπνιστές - αλλά όχι όλοι- θα αναπτύξουν κάποια πάθηση των πνευμόνων,
όπως το ίδιο θα συμβεί και σε μερικούς που ποτέ δεν κάπνισαν στη ζωή τους. Η
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) προκαλεί δύσπνοια, βήχα και συχνές
λοιμώξεις των πνευμόνων.
Η σύγκριση του DNA καπνιστών
και μη, καθώς και όσων πάσχουν από ΧΑΠ και όσων όχι, έδειξε ότι σε μερικούς
ανθρώπους υπάρχουν τμήματα του γονιδιώματός τους που μειώνουν τον κίνδυνο για
την εμφάνιση ΧΑΠ. Έτσι, οι καπνιστές με αυτά τα «καλά» γονίδια έχουν μικρότερο
κίνδυνο για ΧΑΠ, σε σχέση με όσους έχουν «κακά» γονίδια.
Όμως, όπως είπε ο Τόμπιν,
«δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο είδος μαγικής σφαίρας που παρέχει στον
οποιονδήποτε εγγυημένη προστασία έναντι του καπνίσματος - οι άνθρωποι αυτοί
(σ.σ. με τα «καλά» γονίδια») θα συνεχίσουν να έχουν πνεύμονες λιγότερο υγιείς
από ό,τι θα είχαν, αν δεν ήσαν καπνιστές».
Εκτός από την ΧΑΠ, το
κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο των πνευμόνων και για καρδιοπάθειες.
Μια άλλη διεθνής επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή
περιβαλλοντικής γενετικής Ντέηβιντ Κριστιάνι της Σχολής Δημόσιας Υγείας του
Πανεπιστημίου Χάρβαντ των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό
"EbioMedicine", δείχνει ότι οι καπνιστές με ΧΑΠ έχουν σχεδόν διπλάσιο
κίνδυνο να αναπτύξουν την πιο επιθετική μορφή καρκίνου των πνευμόνων.
Ο λεγόμενος «μικροκυτταρικός
καρκίνος του πνεύμονα» αποτελεί το 15% έως 18% του συνόλου των καρκίνων των
πνευμόνων παγκοσμίως και είναι η πιο θανατηφόρα μορφή. Παρά την αρχική
θεραπεία, πολλοί ασθενείς υποτροπιάζουν μέσα σε ένα έτος. Το μέσο προσδόκιμο
ζωής του ασθενούς είναι εννέα έως 20 μήνες μετά τη διάγνωση.
Τέσσερις ελληνικής καταγωγής
επιστήμονες που εργάζονται στη Βρετανία, συμμετείχαν στις δύο νέες έρευνες.
Στην πρώτη οι Πάνος Δελούκας (Πανεπιστήμιο Queen Mary Λονδίνου), (Ιωάννα
Ντάλλα, Πανεπιστήμιο Λέστερ) και Ελευθερία Ζεγγίνη (Ινστιτούτο Wellcome Trust
Sanger Λονδίνου), ενώ στη δεύτερη έρευνα συμμετείχε ο Τριαντάφυλλος Λιλόγλου,
καθηγητής μοριακής ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
ΠΗΓΗ: iefimerida.gr