Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Παρουσίαση βιβλίου: «Κρίσεις και προκλήσεις: Η νέα κανονικότητα»

Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου «Κρίσεις και προκλήσεις: Η νέα κανονικότητα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2022) του ομότιμου καθηγητή του ΕΚΠΑ Κωστή Βαΐτσου και του ερευνητή του ΚΕΠΕ Βλάση Μισσού, την Τρίτη 10 Ιανουαρίου στο βιβλιοπωλείο Ιανός.

Για το βιβλίο μίλησαν η Μαρία Καραμεσίνη, Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Γιώργος Σταθάκης, πρώην Υπουργός. Παρέμβαση στη συζήτηση έκαναν οι συγγραφείς, ενώ το πάνελ συντόνισε η Ειρήνη Νταή, Συντονίστρια της Ομάδας Κοινωνικών Αναλύσεων του ΕΝΑ.

Υπέρβαση της κοινωνικής κρίσης με αντιμετώπιση του αναπτυξιακού ελλείμματος και ριζική φορολογική μεταρρύθμιση που να μειώνει τις ανισότητες

H Mαρία Καραμεσίνη επισήμανε στην εισήγησή της ότι, σύμφωνα με τους συγγραφείς, η Ελλάδα βρίσκεται σε μόνιμη κρίση μετά την κρίση του 2009-2016, που με τη σειρά της κυοφορήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες: «Η βαθιά κρίση στην οποία εισήλθε η ελληνική οικονομία το 2009 με την κρίση δημόσιου χρέους πρέπει να κατανοηθεί πρωτίστως ως παραγωγική-αναπτυξιακή, δευτερευόντως ως δημοσιονομική και οπωσδήποτε ως κατεξοχήν πολιτική», υποστήριξε η κυρία Καραμεσίνη. Σύμφωνα με την εισηγήτρια, «η εύκολη ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990, με τον τουρισμό, τη ναυτιλία, τις ιδιωτικοποιήσεις, την κατασπατάληση των πόρων των ΚΠΣ, τις επενδύσεις των ιδιωτών στο χρηματιστήριο και στις κατοικίες και του κράτους στις κατασκευές των Ολυμπιακών Αγώνων και σε εξοπλισμούς με φτηνό δανεικό χρήμα, κατέληξε στα δίδυμα ελλείμματα (εξωτερικό και δημοσιονομικό) και είναι αποτέλεσμα της αμεριμνησίας όλων των ελληνικών κυβερνήσεων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) και όλων των πολιτικών ελίτ της χώρας που προσχώρησαν στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανάπτυξης χωρίς σοβαρή βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική και επένδυση στη δημιουργία αντίστοιχων θεσμών, μιας ανάπτυξης μέσα από το άνοιγμα στις αγορές και στο ξένο τραπεζικό και πολυεθνικό κεφάλαιο, που αθρόα εξαγόραζε ιδιωτικές κερδοφόρες και κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα», ενώ «μετά το 2010 τα Μνημόνια δεν προκάλεσαν μόνο τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε καιρό ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία των κρίσεων, αλλά και μια τεράστια κοινωνική κρίση, με την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και τη ραγδαία επέκταση της φτώχειας».

Η κυρία Καραμεσίνη συνέχισε υποστηρίζοντας ότι «σήμερα, μετά την εμπειρία και της κρίσης της πανδημίας, μπορούμε να αποφανθούμε με σχετική βεβαιότητα ότι δεν υπήρξε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία καμία άλλη περίοδος κατά την οποία να είναι τόσο εμφανές ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού και η ανόρθωση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα σε μονιμότερη βάση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την παραγωγική ανασυγκρότηση και αναβάθμιση της οικονομίας της χώρας και με ριζικές αλλαγές στη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου». Κατά την εισηγήτρια, η υπέρβαση της κοινωνικής κρίσης προϋποθέτει συνοπτικά «την αντιμετώπιση του αναπτυξιακού ελλείμματος και μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση που να μειώνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες».

Σύμφωνα με την Μ. Καραμεσίνη, «οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ αποτελούν την τελευταία ευκαιρία για τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της και το επενδυτικό κενό, προσανατολίζοντας τις δημόσιες επενδύσεις στην προώθηση της κοινωνικά δίκαιης και οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης». Έχει λοιπόν σημασία, όπως επισήμανε, το «ποια κυβέρνηση διαχειρίζεται τους πόρους και με ποιο πρόγραμμα», καθώς εντέλει «το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας μας είναι και παραμένει πολιτικό, ενώ η αντιμετώπισή του αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα. Η βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών προτάσεων για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας περνάει σήμερα αναγκαστικά από τι προβλέπουν για τη θέση του κόσμου της εργασίας σε αυτό».

Αίτια της ελληνικής κρίσης και ο καθοριστικός ρόλος της Γερμανίας

Ο Γιώργος Σταθάκης έδωσε έμφαση στην τεράστια συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας ότι «με διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης καταδεικνύεται η έκταση της πτώχευσης της οικονομίας, η οποία δεν έχει προηγούμενο εν καιρώ ειρήνης». Όπως τόνισε ο κύριος Σταθάκης, «δεν αρκεί η δεκαετία των μνημονίων για να εξηγήσουμε αυτή τη δραματική συρρίκνωση. Πρέπει να πάμε πολύ πιο παλιά και να ανακαλύψουμε τις δυναμικές οι οποίες διαμόρφωσαν όλα αυτά τα εύθραυστα στοιχεία, με τα οποία οδηγηθήκαμε στην κατάρρευση».

Ο πρώην υπουργός συνέχισε επισημαίνοντας ότι «σύμφωνα με το ισοζύγιο πληρωμών, στις καλές περιόδους, όταν αναπτυσσόταν η ελληνική οικονομία, το εμπορικό έλλειμμα αυξανόταν. Και όχι μόνο αυξανόταν, αλλά το ισοζύγιο πληρωμών άφηνε μια μεγάλη τρύπα την οποία καλύπταμε με δανεισμό», γεγονός που υποδηλώνει ότι «η εσωτερική οικονομία είχε αποδιαρθρωθεί σε διάφορα επίπεδα, κι έτσι ό,τι καλό και να γινόταν στο εσωτερικό μετατρεπόταν σε ένα εξωτερικό έλλειμμα».

Αναφερόμενος στις ευρωπαϊκές πτυχές της κρίσης, ο Γ. Σταθάκης υπογράμμισε στη συνέχεια ότι «η Γερμανία μετά την ενοποίηση επικαθορίζει τις εξελίξεις στην Ευρώπη», διαμορφώνοντας ένα «ασφυκτικό πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας», το οποίο, όπως εξήγησε, σημαίνει ότι «όλες οι κρίσεις και τα ευρωπαϊκά ζητήματα κλήθηκε να τα λύσει μια ατελής Κεντρική Τράπεζα με τη νομισματική πολιτική, έχοντας αφαιρέσει τη δημόσια οικονομική ως εργαλείο». Ο πρώην υπουργός υπενθύμισε εν συνεχεία την «καταστατική θέση ότι “δεν θα σώσουμε καμία χώρα”, που μετατράπηκε σε απειλή εξόδου στην ελληνική κρίση», ενώ υπογράμμισε, μεταξύ άλλων την «τιμωρητική επιλογή της Γερμανίας μετά την κρίση του 2008 να ακολουθήσει αυστηρή πολιτική, έχοντας κατά νου την Ισπανία και την Ιταλία».

Όπως υποστήριξε ο κύριος Σταθάκης, «η κεντρική ιδέα του βιβλίου λέει ότι η ερμηνεία της κρίσης δεν αφορά την περίοδο της κρίσης, αλλά πρέπει να πάμε πολύ πιο πίσω· η έκταση της κρίσης και η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι νομίζουμε». Ο μηχανισμός «έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και η διέξοδος από αυτήν έχει επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά», υπογράμμισε ο εισηγητής, κάνοντας μνεία στο επενδυτικό κομμάτι.

Τόνισε δε ότι η προσέγγιση του βιβλίου «αποκαθηλώνει πλήρως την ανάλαφρη οπτική που χαρακτήρισε την περίοδο της “άνθησης” της ελληνικής οικονομίας (1995-2004), κατά την οποία πήγαινε “καλά” η ελληνική οικονομία, αλλά ταυτόχρονα είχε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά (κατασκευές, τουρισμός, πλήρης απεμπλοκή του κράτους από οποιαδήποτε αναπτυξιακή διαδικασία, κ.ά.) από τα οποία δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα καλό στο εσωτερικό, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνονταν όλα τα πλεονεκτήματα που διέθετε».

Τιμωρητικές αντιαναπτυξιακές πολιτικές στην Ευρώπη ενίσχυσαν τις ανισότητες

O Κωστής Βαΐτσος ανέφερε ότι «στο τέλος εποχής της Μεταπολίτευσης, που είχε διάρκεια σχεδόν μισού αιώνα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, προέκυψε μια ομοβροντία εκρήξεων από πολυεπίπεδες και διαφορετικών αιτιάσεων κρίσεις. Κατ’ επέκταση, διαρθρώνονται και μεταλλάσσονται ουσιαστικά οι δομές των ελληνικών πραγματολογικών οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων, με εντεινόμενες ανισότητες, κυρίως για τα κατώτερα και ενδιάμεσα πληθυσμιακά σύνολα στην εισοδηματική διαστρωμάτωση της χώρας».

Όπως υποστήριξε ο συγγραφέας, «οι προκαλούμενες δυναμικές διεργασίες ενεργοποιούνται εντός της εγχώριας και διεθνούς αγοραίας αρένας και με επιπτώσεις οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την ελληνική περίπτωση στο ευρωπαϊκό και διεθνές σκηνικό όπου είναι ενταγμένη. Καταληκτικά πάντως καταγράφεται και μια συνολική επιστροφή στα πραγματικά επίπεδα διαθέσιμων εισοδημάτων, όπως και στα μεγέθη καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών εκεί όπου βρίσκονταν τουλάχιστον πριν από δυόμισι περίπου δεκαετίες».

Σύμφωνα με τον Κ. Βαΐτσο, «η προέλευση της βαθιάς οικονομικής κρίσης είχε αρχικά ως καίρια σημεία αναφοράς τις συνθήκες υπερχρέωσης των αντιπροσωπευτικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας και των φορέων της. Πριν ακόμη από τα ανεξέλεγκτα πληθωριστικά φαινόμενα από την αρχή της τρίτης δεκαετίας του νέου αιώνα, τα καθοριστικά φαινόμενα μετεξέλιξης συγκροτήθηκαν σωρευτικά μετά την ένταξη της χώρας στο κοινό νόμισμα του ευρώ (2002), επηρεάζοντας στο σύνολό τους κρίσιμες συμπεριφορές τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα. Επιπρόσθετα, υποθηκεύτηκαν διαρθρωτικά και οι προοπτικές ρεαλιστικών επιλογών υπέρβασης των καθοριστικών συστατικών της κρίσης».

Οπως υπογράμμισε, καταλήγοντας, ο ομιλητής, «σε καιρούς ειρήνης στην Ευρώπη επιβάλλονται μεθοδευμένα τιμωρητικές αντιαναπτυξιακές πολιτικές που συγκροτούνται θεσμικά και συμβατικά από κρίσιμους ενωσιακούς φορείς στη Γηραιά Ήπειρο, σε συνδυασμό και με την άσκηση διακρατικής βίας από τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της ΟΝΕ. Τέτοιες δυσλειτουργικές καταστάσεις εδραιώνουν τη μονιμότητα γενικευμένων συνθηκών φτωχοποίησης και ανατροπής συνετών μέτρων στην υπέρβαση πολλαπλών κρίσεων. Σε αντιδιαστολή, ενισχύονται διαχρονικά οι καταγραμμένες ανισότητες εντός και μεταξύ εθνικών οικονομιών στο ευρωπαϊκό κεκτημένο». 

Η μεταλλαγή του κοινωνικού κράτους σε δίχτυ προστασίας

Ο Βλάσης Μισσός, μιλώντας για το βιβλίο, επισήμανε, πρώτον, ότι το διεθνές πλαίσιο παίζει τον κατεξοχήν ρόλο, ειδικότερα στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, και, δεύτερον, ότι το ζήτημα του χρέους δεν τίθεται ως το κεντρικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, αφού «είναι ένα επιφαινόμενο, το οποίο αντανακλάται σε άλλα, πιο βαθιά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά». Τρίτον, όπως υπογράμμισε, οι κρίσεις δεν είναι κάτι συγκυριακό, αλλά «είναι συνεχείς, θα υπάρχουν και στο μέλλον» και άρα το ζήτημα είναι «τι μπορούμε να κάνουμε για να τις διαχειριζόμαστε και να προσπαθούμε να αμβλύνουμε ορισμένες από τις επιδράσεις τους», δεδομένου ότι «η κανονικότητα περιλαμβάνει μέσα της, στο εσωτερικό της, και την παρουσία κρίσεων».

Στο βιβλίο, συνέχισε ο συγγραφέας, επιχειρήθηκε να τονιστεί η έννοια της ανάπτυξης. «Η ανάπτυξη είναι το ποιοτικό στοιχείο της ποσότητας», γι’ αυτό και πρέπει, όπως υποστήριξε, «να κοιτάμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της», φέρνοντας ως παράδειγμα την αγορά εργασίας και το ερώτημα «τι είδους θέσεις εργασίας θέλουμε;».

Ο Β. Μισσός επισήμανε ότι «στο βιβλίο δεν θέλαμε να συζητήσουμε συγκυριακά. Μας ενδιαφέρουν τα διαρθρωτικά, διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αυτά τα οποία -ειδικότερα όταν εφαρμόζονται τέτοιες οικονομικές πολιτικές όπως αυτές που ακολουθήθηκαν- αναπαράγονται». Και συμπλήρωσε ότι αυτές οι οικονομικές πολιτικές που ασκήθηκαν δεν επιτρέπουν να έχουμε μία διαφορετική εκκίνηση.

Ο συγγραφέας έκανε, τέλος, λόγο για ποιοτική μεταβολή/μετάλλαξη της έννοιας του κοινωνικού κράτους: «Έχει υποστεί μια ποιοτική μετάλλαξη, την οποία εμείς ονομάζουμε “δίχτυ προστασίας”. Έχει πάψει πια το κοινωνικό κράτος να στηρίζει τα εισοδήματα με έναν τρόπο οριζόντιο, καθολικό, και έχει περιοριστεί, λόγω της βασικής πολιτικής της δημοσιονομικής προσαρμογής και της θέσης ότι “οι δημόσιοι πόροι είναι περιορισμένοι”, σε ένα δίχτυ για τους πολύ φτωχούς, για την ακραία φτώχεια», σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Μισσός.

Όλη η εκδήλωση σε βίντεο: https://youtu.be/MpaSrACGVI0