Η κατάσταση άγχους είναι η πιο απλή νεύρωση. Τη χαρακτηρίζει ένα διάχυτο άγχος, που μπορεί να είναι λίγο-πολύ μόνιμο ή να συμβαίνει παροδικά, κάτω από πιεστικές συνθήκες ή, ακόμα και, χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Γενικά χαρακτηρίζεται ως μία ψυχοσωματική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νιώθει πίεση από το βάρος των υποχρεώσεών του, φόβο και ανησυχία, πολλές φορές αόριστη, κάτι που μπορεί να εξελιχθεί και σε μόνιμη ψυχοπαθολογική κατάσταση.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική
θεωρία, το άγχος θεωρείται από τον Φρόυντ ως το αποτέλεσμα μεταλλαγής της
λιμπιντικής ενέργειας. Αργότερα υποστηρίχτηκε, πως η εκδήλωση του άγχους
γίνεται λόγω της αποτυχημένης προσπάθειας απώθησης και δόμησης νευρωσικών
συμπτωμάτων. Γενικά πάντως είναι κοινά αποδεκτό, ότι το άγχος οφείλεται σε μία
εσωτερική διαμάχη, κρυφές επιθυμίες ή ανάγκες που έρχονται σε σύγκρουση με την
συνείδησή του. Και επειδή ακριβώς παραμένουν κρυφές κι από αυτόν τον ίδιο, του
προξενούν αμηχανία και φόβο δυσανάλογο προς εκείνον που ένιωθε αν ο κίνδυνος
ήταν εξωτερικός. Το άγχος αντιπροσωπεύει φόβους της παιδικής ηλικίας, που
βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια, χωρίς συνείδηση των εμπειριών που τις προκάλεσαν.
Γι' αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι το άγχος έχει την προέλευσή του σε μία παιδική νεύρωση
που δεν ξεπεράστηκε, αλλά απωθήθηκε στο ασυνείδητο.
Το άγχος εμφανίζεται σε δύο
κλινικές εικόνες. Στην πρώτη παρουσιάζεται ως μία διαταραχή πανικού, με
δύσπνοια, ταχυπαλμία, στηθάγχη, ζάλη, ίλιγγο, εφίδρωση, λιποθυμία, τρέμουλο,
παραισθήσεις, εξάψεις κ.λ.π. Ενώ στην δεύτερη παρουσιάζεται ως μία γενικευμένη
αγχώδης διαταραχή, με σωματικούς πόνους (στο κεφάλι, στην καρδιά, στο στομάχι,
στους σπονδύλους κ.α.), και μία υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος, που
προκαλεί ένα συναίσθημα περίφοβης προσδοκίας, μία κατάσταση εγρήγορσης, με
αυξημένη ερεθιστικότητα, υπερκινητικότητα, κούραση ή αϋπνία.
Υπολογίζεται ότι ένα 10%
περίπου του γενικού πληθυσμού εμφανίζει κάποια στιγμή ψυχικές διαταραχές, και
από αυτές το 70% είναι αγχώδεις ή αγχώδεις καταθλιπτικές καταστάσεις.
Συναισθήματα, θυμού,
απογοήτευσης και φόβου, όπως επίσης, οξυθυμία, κούραση και κατάθλιψη,
κυριαρχούν τόσο στο ανδρικό όσο και στο γυναικείο φύλο. Επιπλέον το άγχος που
επικρατεί σε αρκετούς γονείς, τους κάνει ιδιαίτερα απαιτητικούς, ανυπόμονους
και ευερέθιστους με ιδιαίτερα χαμηλή διάθεση για συνεργασία. Διατρέχουν μάλιστα
τον κίνδυνο να κακοποιήσουν λεκτικά ή ακόμη και σωματικά τα παιδιά τους.
Λειτουργώντας κάτω από άγχος, οι σύγχρονοι γονείς, έχουν την τάση να παρεξηγούν
συμπεριφορές των παιδιών τους, πιστεύοντας ότι για παράδειγμα έκαναν κάτι από
πρόθεση, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μία απλή απροσεξία.
Ανεξάρτητα πάντως από το
φύλο, το άγχος εξαρτάται ως έναν βαθμό και από τον τρόπο ζωής του κάθε
ανθρώπου, καθώς και τον τρόπο αντίληψης του. Στην πραγματικότητα κάθε άτομο
έχει ένα ορισμένο βαθμό άγχους, ο οποίος θεωρείται φυσιολογικός κάτω από
ορισμένες περιστάσεις. Αλλά αξίζει να σημειωθεί, ότι στις γυναίκες κυριαρχούν
οι περιπτώσεις αυξημένου άγχους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η γυναίκα έχει
να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα "προσαρμογής" γύρω από την
εμμηνόρροια, την εγκυμοσύνη και την μητρότητα.
Κάποιο συνταρακτικό γεγονός,
εξάλλου, μπορεί να προκαλέσει ένα τραυματικό άγχος, μία αγχώδη κατάσταση, που
να έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αγχώδους νευρώσεως. Η αγχώδης νεύρωση μπορεί
να εξαφανιστεί από μόνη της ύστερα από μερικές εβδομάδες ή μήνες, αλλά μπορεί
και να γίνει μία χρόνια κατάσταση. Επίσης μπορεί ακόμα να εξελιχθεί σε κάποια
άλλη μορφή νεύρωσης. Η πρόγνωση εξαρτάται από τις συνθήκες ζωής του ατόμου, την
προσωπικότητά του προτού δημιουργηθεί η αγχώδης διαταραχή και από το πόσο
ειλικρινά και επίμονα θέλει να αντιμετωπίσει τα ψυχολογικά αίτια της κατάστασής
του.
Αν και η αγχώδης νεύρωση
οφείλεται σε κάποια ανάλογη παιδική νεύρωση, δηλαδή σε κάποια απωθημένη
συναισθηματική σύγκρουσή, που ανάγεται στην παιδική ηλικία, ωστόσο ο
"πολιτισμός" της εποχής μας, η ισοπέδωση των κοινωνικών συνθηκών, η
γρήγορη-αέναη εναλλαγή των ορίων της ηθικής και της φαντασίας, συντείνουν στην
δημιουργία ενός κλίματος ανασφάλειας, αποπροσωποποίησης και αυτοματισμού, που
ευνοούν την εμφάνιση άγχους.
Αρκετοί υποστηρίζουν, ότι ο
πιο απλός και άμεσος τρόπος θεραπείας μιας κατάστασης άγχους είναι οι
βιολογικές μέθοδοι: όπως τα αντί-αγχολυτικά φάρμακα. Βέβαια, τα περισσότερα από
αυτά έχουν μακρόχρονες αρνητικές επιπτώσεις στον οργανισμό των πασχόντων, γι’
αυτό και αποφεύγεται η άσκοπη χρήση τους. Εξάλλου, είναι πλέον επιστημονικά
αποδεδειγμένο, ότι η αποτελεσματικότητά τους, ύστερα από μία πρώτη εντυπωσιακή
φάση, μειώνεται προοδευτικά και η κατάσταση συνήθως επανέρχεται μετά την
διακοπή τους. Συχνά μία μεταβολή του νοσογόνου περιβάλλοντος με την συμβουλή ή
την άμεση επέμβαση ενός ειδικού, μπορεί να φέρει βελτίωση στην κατάσταση. Μία
σύντομη ψυχοθεραπεία ή μία θεραπεία συμπεριφοράς μπορεί να έχουν καλά
αποτελέσματα. Φυσικά, εάν η κατάσταση είναι περιστασιακή, χωρίς άμεση σύνδεση
με κάποια νευρωτική διαταραχή, όπως την παραμονή κάποιας δοκιμασίας για την
οποία δεν θεωρούμε τον εαυτό μας απολύτως έτοιμο, το άγχος εξαφανίζεται από
μόνο του, μόλις πάψει να υπάρχει η περίσταση που το προκαλεί. Σε διαφορετική
περίπτωση, και εφόσον οι συνθήκες και η ψυχολογική ικανότητα του αγχωτικού
ατόμου το επιτρέπουν, ενδείκνυται η ψυχανάλυση ή η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία.
Ζωγραφιά Αντωνιάδου MSc, υπ.
PhD
Ψυχαναλύτρια, Σύμβουλος
ψυχικής υγείας.