Ο φόβος, ένα από τα πιο αρχέγονα συναισθήματα,
αποτέλεσε αντικείμενο παρατήρησης και ερμηνείας από τους επιστήμονες του
University College του Λονδίνου.
Ενώ μια ομάδα εθελοντών έπαιζαν ένα βιντεοπαιχνίδι
παρόμοιο με το Pac Man, η εγκεφαλική δραστηριότητά τους καταγραφόταν με τη
βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας. Παρατηρήθηκε ότι ο φόβος ενεργοποιεί πολύ
σημαντικούς μηχανισμούς άμυνας. Όσο πιο κοντινός είναι ο κίνδυνος, τόσο
περισσότερο η δραστηριοποίηση του εγκέφαλου μετατοπίζεται σε περιοχές που
ελέγχουν ενστικτώδεις μηχανισμούς. Αυτό το πείραμα είναι χρήσιμο για τη μελέτη
των διάφορων ψυχικών διαταραχών που σχετίζονται με το φόβο, όπως είναι οι
κρίσεις άγχους και πανικού. Όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος της έρευνας, Δρ Ντιν
Μομπς, ο εγκεφαλικός φλοιός του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ μεγαλύτερος από
των προγόνων μας: αυτό μας επιτρέπει να αποφεύγουμε ασυνείδητα τις καταστάσεις
κινδύνου, ενώ επίσης υποδηλώνει ότι ο Homo sapiens ήταν πολύ πιο εκπαιδευμένος
από εμάς στην επιβίωση και επέλεγε αστραπιαία αν έπρεπε να πολεμήσει ή να
ξεφύγει.
Ποιοι γνωρίζουν καλύτερα τα παιδιά, οι δάσκαλοι ή οι
γονείς τους;
Πολλοί πιστεύουν ότι οι δάσκαλοι βρίσκονται σε καλύτερη θέση για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των παιδιών σχολικής ηλικίας. Το βασικό επιχείρημα για αυτή τη θέση, είναι το ότι οι δάσκαλοιμπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν καλύτερα ένα παιδί με συνομήλικους του, επειδή αυτοί είναι συνεχώς σε επαφή με μεγαλύτερες ομάδες παιδιών.Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;Ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Βιργινίας μας δίνουν μια πιο αναλυτική εικόνα του τι συμβαίνει. Οι γονείς είναι καλύτεροι στην αξιολόγηση της συναισθηματικής κατάστασης των παιδιών τους ενώ οι δάσκαλοι είναι καλύτεροι στην αξιολόγηση των κακών συμπεριφορών των παιδιών.
Πολλοί πιστεύουν ότι οι δάσκαλοι βρίσκονται σε καλύτερη θέση για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των παιδιών σχολικής ηλικίας. Το βασικό επιχείρημα για αυτή τη θέση, είναι το ότι οι δάσκαλοιμπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν καλύτερα ένα παιδί με συνομήλικους του, επειδή αυτοί είναι συνεχώς σε επαφή με μεγαλύτερες ομάδες παιδιών.Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;Ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Βιργινίας μας δίνουν μια πιο αναλυτική εικόνα του τι συμβαίνει. Οι γονείς είναι καλύτεροι στην αξιολόγηση της συναισθηματικής κατάστασης των παιδιών τους ενώ οι δάσκαλοι είναι καλύτεροι στην αξιολόγηση των κακών συμπεριφορών των παιδιών.
Σε έρευνα με 562 παιδιά σχολικής ηλικίας που
διήρκεσε 15 χρόνια, οι ερευνητές κατέγραφαν την εκτίμηση που έδιναν οι γονείς των
παιδιών και οι δάσκαλοι τους. Χρησιμοποίησαν ερωτηματολόγια τα οποία μεταξύ
άλλων αξιολογούσαν μέχρι και 96 διάφορες πτυχές της συμπεριφοράς των παιδιών.
Υπήρχαν διαφορές στις εκτιμήσεις που έδιναν ο πατέρας, η μητέρα και οι δάσκαλοι
αναφορικά με τη συμπεριφορά ενός παιδιού. Οι ερευνητές προσπαθούσαν να
αναγνωρίσουν ποια από τις αξιολογήσεις αυτές ήταν η ορθότερη χρησιμοποιώντας
σύγχρονες μεθόδους που αναπτύχθηκαν ειδικά για το σκοπό αυτό. Διαπίστωσαν ότι
οι εκτιμήσεις των γονιών ήσαν καλύτερες σε ότι αφορούσε στη συναισθηματική
συμπεριφορά των παιδιών τους σε τομείς όπως το άγχος, η μοναξιά, η λύπη και οι
σωματικές ενοχλήσεις, πραγματικές ή όχι. Οι γονείς καταλαβαίνουν καλύτερα τα
παιδιά τους σε συμπεριφορές που αυτά εσωτερικεύουν.
Αντίθετα οι δάσκαλοι των παιδιών είναι σε θέση να
εκτιμούν καλύτερα συμπεριφορές που εξωτερικεύουν τα παιδιά όπως επιθετικότητα
και εγκληματικότητα. Συγκεκριμένα μπορούσαν να αξιολογούν καλύτερα τα παιδιά
όταν συζητούσαν σε διαφωνίες, όταν πείραζαν άλλα παιδιά, σε συμπεριφορές απειλών,
ψεμάτων και βρισιών. Στην έκφραση των συμπεριφορών αυτού του είδους, υπάρχει
πιθανόν γονικός επηρεασμός. Δηλαδή τα παιδιά μπορεί να έβλεπαν του γονείς τους
να κάνουν ανάλογα πράγματα και από εκείνους έμαθαν να συμπεριφέρονται έτσι.
Έτσι οι
γονείς μπορεί να μην εκτιμούν με την ίδια αυστηρότητα όπως οι δάσκαλοι τις εν
λόγω συμπεριφορές. Βασικά βλέπουμε ότι για τη σωστή αξιολόγηση και αναγνώριση
πιθανών προβλημάτων που παρουσιάζει ένα παιδί, είναι απαραίτητη όχι μόνο η
γονική εκτίμηση αλλά και αυτή των εκπαιδευτικών του. Η ορθή αυτή πληροφόρηση
από τις δύο εν λόγω σημαντικές πηγές, επιτρέπει την καλύτερη βοήθεια για την
παροχή της κατάλληλης καθοδήγησης και συμβουλευτικής προσέγγισης σε παιδιά που
παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς ή άλλα σε σχέση με τη κοινωνικότητα και
την εκπαίδευση τους.