Πέντε
φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν καρδιακό ή εγκεφαλικό, έχουν αυτοί που
αφήνουν το θυμό τους, να τους καταβάλλει.
Μία
καινούργια έρευνα που δημοσιεύτικε στο «European Heart Journal», αποδεικνύει
ότι τα έντονα συναισθήματα μπορεί να προκαλέσουν καρδιακά προβλήματα χωρίς
όμως να είναι σαφείς οι βιολογικές αιτίες. Μάλιστα σύμφωνα με την
έρευνα είναι εξαιρετικά κρίσιμο το επόμενο χρονικό διάστημα των δύο ωρών
που ακολουθεί το ξέσπασμα του θυμού για την εκδήλωση καρδιακών αρρυθμιών.
Δύο ώρες μετά το ξέσπασμα ο κίνδυνος για καρδιακό αυξανόταν 4,6
φορές περισσότερο σε σχέση με τις στιγμές που το άτομο ήταν ήρεμο, ενώ ο
κίνδυνος για εγκεφαλικό ήταν 3,6 φορές μεγαλύτερος.
Οι
επιστήμονες στο Beth Israel Deaconess Medical Center στη Βοστώνη που κατέληξαν
στα συγκεκριμένα συμπεράσματα, ανέλυσαν 9 έρευνες, που αφορούσαν ευρείες ομάδες
ανθρώπων, των οποίων το «προφίλ οργής» ήταν γνωστό στους επιστήμονες.
Η
επικεφαλής της έρευνας, Ελίζαμπεθ Μοστόφσκι, αναφέρει ότι τα
ευρήματα πρεπει να παρακινήσουν τους ανθρώπους να διαχειριστούν με διαφορετικό
τρόπο τα ξεσπάσματα οργής σε καθημερινές καταστάσεις και να ωθήσουν τους
θεραπευτές να συμβάλλουν στη φαρμακευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη
ανθρώπων, που υποφέρουν από τέτοια ξεσπάσματα. Πάντως όπως διευκρινίζει η
Ελίζαμπεθ Μοστόφσκι, αν και ο κίνδυνος να υποστεί κάποιος ένα καρδιακό
επεισόδιο με κάθε έκρηξη οργής είναι σχετικά μικρός, η απειλή για την υγεία
του, πολλαπλασιάζεται όταν έχει συχνά τέτοιες οργισμένες
αντιδράσεις. "Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ανθρώπους με υψηλό
βαθμό κινδύνου λόγω επιβαρυντικών παραγόντων ή για εκείνους που έχουν ήδη
υποστεί καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό ή διαβήτη", αναφέρει η κα Μοστόφσκι,
προσθέτωντας ότι "Στους ανθρώπους που εκνευρίζονται συχνά, πέντε επεισόδια
οργής την ημέρα θα μπορούσαν να προκαλέσουν 158 καρδιακές προσβολές ανά
10.000 ανθρώπους με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο τον χρόνο. Σε όσους έχουν ήδη
βεβαρημένο ιστορικό, ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να εκτοξευτεί στις 657
πρόσθετες καρδιακές προσβολές".
Οι
ερευνητές όμως πιστεύουν ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες προκειμένου οι
γιατροί να αποφασίσουν ότι πρέπει να καταφύγουν σε φάρμακα κατά της υψηλής
χοληστερόλης και αρτηριακής πίεσης ή να προτείνουν ψυχολογική βοήθεια για τον
περιορισμό των κινδύνων στα συγκεκριμένα άτομα.
Πηγή: www.healthview.gr