“Γνωρίζω ὑμῖν τὸ
εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον·
οὐδὲ γὰρ παρὰ ἀνθρώπου
παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ”
«Γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ
ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’
ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα. Λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνακοινώνει ὅτι ὅσα κήρυξε,
αὐτὸ εἶναι τὸ εὐαγγέλιο, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις. Ὅσα
κήρυξε δὲν τὰ παρέλαβε ἀπὸ ἄνθρωπο οὔτε τὰ διδάχθηκε σὲ κανένα σχολεῖο. Τὰ
γνωρίζει ἐπειδὴ τοῦ τὰ ἀποκάλυψε, τοῦ τὰ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ
πιστεύσωμε, δὲν εἶναι σύστημα τὸ ὁποῖο σκέφθηκε κάποιος ἄνθρωπος, δὲν πρόκειται
γιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόησι. Κανένα σχολεῖο δὲν τὴν εἶχε περιλάβει στὰ μαθήματά του
γιὰ νὰ τὴν διδαχθῆ ὁ ἀπόστολος. Ὁ Παῦλος, ὅπως καὶ κάθε ἀπόστολος, διδάσκει ὅσα
τοῦ ἀποκάλυψε, τοῦ φανέρωσε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι
ἡ χριστιανικὴ θρησκεία λέγεται «θρησκεία ἐξ ἀποκαλύψεως». Εἶναι ἑπομένως θείας
προελεύσεως ἡ πίστις μας. Πιστεύομε μόνον ὅσα ἀποκάλυψε καὶ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ
Θεός.
Ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος κινούμενος μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο
καταδέχθηκε νὰ ταπεινωθῆ τόσο, ὥστε, ἐνῶ εἶναι Θεός, νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ
συναναστραφῆ μὲ ἐμᾶς. Ὁ σαρκωμένος Λόγος, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι
ὁ μόνος Θεάνθρωπος, ποὺ δίδαξε γιὰ τρία χρόνια, θαυματούργησε καὶ στὸ τέλος
ἔπαθε. Ἔπαθε σταυρικὸ θάνατο, ἀλλ’ ἀναστήθηκε μετὰ τριήμερη παραμονὴ στὸν τάφο.
Φανέρωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποκάλυψε τὸν Πατέρα του καὶ προετοίμασε τὸν κόσμο γιὰ
τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος μπροστά του ὅλη τὴν
Θεότητα ἀποκαλυμένη. Πιστεύομε ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι ἔκανε καὶ ὅσα ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ
ἀποστόλου Παύλου. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύομε. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις μας. Ἡ
μόνη πίστις ποὺ σώζει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ρωμαῖος πολίτης, βαρύνουσα ἰδιότητα γιὰ τὴν
ἐποχή του. Ἦταν Ἰουδαῖος ὡς πρὸς τὸ θρήσκευμα, πρὶν τὸν καλέση ὁ Κύριος,
στοιχεῖο ἐπίσης τιμητικό. Ἦταν καὶ κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, δηλαδὴ εἶχε
τὴν ἀνώτερη τῆς ἐποχῆς του μόρφωσι. Ὅταν ὅμως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, κανένα
ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ δὲν ἐπικα-λεῖται. Παραμερίζει τὴν δική του γνῶσι καὶ βεβαιώνει
ὅτι ὅσα κηρύττει δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἰδέες, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις
οὔτε διδάσκονται σὲ κανένα σχολεῖο. Δάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου του εἶναι ὁ
Χριστός. Ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἐνδιάμεσος, ποὺ μεταφέρει στὸν κόσμο τὴν διδασκαλία
τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ διαμορφώση δική του διδασκαλία, πέρα ἀπὸ
αὐτὴν ποὺ τοῦ φανέρωσε ὁ Χριστός. Καὶ ἂν καμμία φορὰ λέγει δικά του λόγια, τὸ
ξεκαθαρίζει καὶ τὸ δηλώνει. Ὅσοι μελετοῦν Παῦλο συναντοῦν αὐτὴν τὴν
διευκρίνισι. Διότι ὅταν ἀναφέρει δικά του λόγια, σημειώνει· «Αὐτὸ δὲν μοῦ τὸ
εἶπε ὁ Κύριος, ἀλλὰ νομίζω καὶ ἐγὼ ὡς ἐλεημένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς
τὸ πῶ».
Φωνάζει λοιπὸν ὁ Παῦλος ὅτι τὸ κήρυγμά του, τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ τρέχει νὰ
τὸ μεταφέρη σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. Καὶ ἀναγκάζεται νὰ κάνη
αὐτὴν τὴν διευκρίνισι, διότι ἀμφισβητήθηκε, ἀπὸ κάποιους ἐχθροὺς τοῦ
κηρύγματος, τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Εἶπαν κάποιοι ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν
γνωστὸ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶδε τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος.
Δὲν ἄκουσε τὴν διδασκαλία του, οὔτε εἶναι μάρτυρας τῶν παθῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον
εἶχε τὴν φήμη τρομεροῦ διώκτου τῶν ἀνθρώπων ποὺ πίστευαν στὸν Χριστό. Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος τὰ δέχεται ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ὁμολογεῖ. Δὲν κρύβει τὸ παρελθόν
του, ὅτι δηλαδή «ἐδίωκε τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», καὶ μάλιστα μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο.
Ὅμως, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν
υἱό του, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γράφει· «Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ
κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τὴς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν
ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζομαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν». Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφει ἐδῶ
φαίνεται ὅτι, ὄχι μόνον τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν
ἐντολὴ νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο στὰ ἔθνη.
Μερικοὶ ἐρωτοῦν, πότε τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν ἀποκάλυψι τῶν ἀληθειῶν, γιὰ
νὰ τὶς κηρύξη στὴν συνέχεια; Θυμηθεῖτε ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ὅπου πήγαινε μὲ
ἐντολὴ νὰ συλλάβη τοὺς χριστιανούς, τὸν συνάντησε ὁ Κύριος μέσα σὲ μία λάμψι
λαμπρότερη ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τότε ὁ Παῦλος ἔχασε τὸ φῶς του. Τυφλὸς μπῆκε στὴν
Δαμασκὸ, ὅπου συνάντησε τὸν Ἀνανία, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε. Καὶ τὸτε ἔπεσαν ἀπὸ
τὰ μάτια του «ὡσεὶ λεπίδες», καὶ ἄρχισε νὰ βλέπη. Αὐτὸ ἔχει καὶ ἕναν
συμβολισμό. Στὴν συνάντησι μὲ τὸν Κύριο «ἄνοιξαν» τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸ φῶς
τὸ ἀληθινό. Τότε τοῦ ἔγινε μυστικὴ ἀποκάλυψι τῶν μεγαλειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γνώρισε
ὅλη τὴν ἀλήθεια, τοῦ ἀποκαλύφθηκαν τὰ μυστήρια καὶ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ
ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως στὴν Πεντηκοστὴ φώτισε τοὺς μαθητὰς τοῦ
Κυρίου, ἔτσι φώτισε καὶ τὸν πρώην διώκτη Σαούλ, τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε Παῦλο ἀπόστολο
τῶν ἐθνῶν. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, οὔτε ἡ Ἐκκλησία κάνει λάθος, ὅτι στὴν
ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, ὅταν ἁγιογραφεῖται ἡ Πεντηκοστή, ἀνάμεσα στοὺς
φωτιζομένους ἀποστόλους περιλαμβάνεται καὶ ὁ Παῦλος, παρ’ ὅλο ποὺ τότε ἦταν
ἀκόμη διώκτης καὶ δὲν μετεῖχε στὴν ἱστορικὴ Πεντηκοστή. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν
θαυμαστή, καὶ ἀσύληπτη στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
ὁμολογεῖ ὀ Παῦλος ὅτι μετὰ τὴν κλῆσι, ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος στὴν Δαμασκό,
ἀποσύρθηκε γιὰ τρία χρόνια στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Γιὰ τρία χρόνια ἦταν στὴν
ἄσκησι μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν
θόρυβο τοῦ κόσμου. Καταλαβαίνετε τὶ σημαίνει αὐτό. Εἶναι ἡ πρακτικὴ ποὺ
ἀκολουθοῦν καὶ ἐφαρμόζουν, πρὶν μποῦν στὸ ἔργο, ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Παῦλος ὅταν κηρύττει παραμερίζει τὸν Παῦλο, δὲν μιλάει αὐτός, ἀλλὰ μιλάει ὁ Χριστός. Ἡ διδασκαλία του εἶναι διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου. Τοῦ τὴν ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.