Οι
αντιδράσεις μας σε πράγματα που μας τρομάζουν είναι γενετικά προγραμματισμένες
να ενεργοποιούνται σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μας. Αυτό τουλάχιστον
υποστηρίζουν δύο μελέτες για την επίδραση των γονιδίων στις φοβίες.
Οι
επιστήμονες γνωρίζουν ήδη ότι οι φόβοι και οι φοβίες προσδιορίζονται εν μέρει
από τα γονίδια. Οι μονοζυγώτες δίδυμοι, παραδείγματος χάριν, είναι πιο πιθανό
να αναπτύξουν τις ίδιες φοβίες απ’ ό,τι οι ετεροζυγώτες δίδυμοι. Αλλά δεν είναι
σαφές πότε ενεργοποιούνται τα σχετικά γονίδια και ποιες είναι οι επιπτώσεις τους.
Ο
David Rakison από το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon στο Πίτσμπουργκ, έδειξε σε
μωρά πέντε μηνών απλές αναπαραστάσεις αραχνών και πιο μπερδεμένες εικόνες,
φτιαγμένες όμως από τα ίδια τετραγωνισμένα σχήματα. Τα μωρά κοίταξαν τις
σχηματοποιημένες εικόνες των αραχνών κατά μέσο όρο για 24 δευτερόλεπτα, 8
περίπου δευτερόλεπτα λιγότερο απ’ ό,τι τις πιο ετερόκλητες εικόνες.
Αυτό,
σύμφωνα με τον Rakison και τον συνάδελφό του Jaime Derringer από το
Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, υποδεικνύει ότι τα μωρά γεννιούνται με ένα «νοητικό
οδηγό» για το σχήμα των αραχνών και πιθανόν και άλλων αντικειμένων που μπορούν
να τα βλάψουν, καθώς είναι μάλλον απίθανο να αναπτύσσουν τα μωρά ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για τις αράχνες λίγους μόλις μήνες μετά τη γέννησή τους.
Για
τα ασφαλή αντικείμενα, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοιος «οδηγός». Όταν ο Rakison
επανέλαβε το πείραμα χρησιμοποιώντας μια αναπαράσταση λουλουδιού και ένα πιο
ετερόκλητο ισοδύναμο, τα μωρά κοίταξαν τις εικόνες περίπου τον ίδιο χρόνο.
Από
τη στιγμή της αναγνώρισής τους, οι αράχνες προκαλούν φόβο και αηδία σε πολλούς
ανθρώπους. Αλλά αυτή η αντίδραση και τα γονίδια που την διαμορφώνουν, αλλάζουν
κατά τη νεότητά μας, σύμφωνα με ξεχωριστή έρευνα του Kenneth Kendler από το
Πανεπιστήμιο Virginia Commonwealth.
Στην
εν λόγω μελέτη, οι επιστήμονες παρακολούθησαν περίπου 1.250 ζεύγη διδύμων,
μονοζυγωτών και μη, κατά την παιδική τους ηλικία και την εφηβεία, και έκαναν
ερωτήσεις σχετικά με τα πράγματα που τους τρόμαζαν.
Η
ομάδα του Kendler εντόπισε διακυμάνσεις στις γονιδιακές επιδράσεις καθώς τα
παιδιά μεγάλωναν. Παραδείγματος χάριν, η γενετική συμβολή σε φοβίες αναφορικά
με το αίμα και τους τραυματισμούς, κορυφωνόταν στις ηλικίες μεταξύ 13 και 17.
Τα
αποτελέσματα δεν υποστηρίζουν ότι διαφορετικά γονίδια δραστηριοποιούνται σε
διαφορετικές ηλικίες, αλλά, σύμφωνα με τον Kendler, πιο αληθοφανής είναι η
εξήγηση ότι οι πρόγονοί μας αντιμετώπιζαν διαφορετικά είδη απειλών σε
διαφορετικές περιόδους της ζωής τους. Το να χαθεί στο σκοτάδι μπορεί, για
παράδειγμα, να ήταν πιο επικίνδυνο για ένα τετράχρονο παιδί. Ένας νεαρός
ενήλικος δεν χρειαζόταν να ανησυχεί τόσο για το αν θα χαθεί αλλά θα έπρεπε να
φοβάται τους ξένους, από τη στιγμή που κινδύνευε να δεχθεί επίθεση από μέλη
κάποιας άλλης φυλής.
Η
έρευνα του Kendler επιβεβαιώνει προηγούμενες μελέτες που έχουν δείξει ότι οι
ένα σημαντικό κομμάτι των φόβων είναι κληρονομητό, επισημαίνει ο Elliot Nelson,
ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Λούις.