«Όπως είναι γνωστό, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων
Ελλάδος έχει από την πρώτη στιγμή υποβάλει, κατ’ άρθρον 90 ζ’ Κώδικα Δικηγόρων,
Δήλωση Παράστασης προς Υποστήριξη της Κατηγορίας κατά των ήδη κατηγορούμενων
και κάθε άλλου υπευθύνου για την τυχόν αξιόποινη συμπεριφορά τους που είχε ως
αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό επιβαινόντων στις αμαξοστοιχίες που
συγκρούστηκαν στα Τέμπη στις 28.02.2023. Χθες, κατά την συμπλήρωση ενός έτους
από τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα, συνεισφέροντας στη δικαστική διερεύνηση της
υπόθεσης, καταθέσαμε ενώπιον του αρμόδιου Ειδικού Εφέτη Ανακριτή συμπληρωματικό
υπόμνημα συνοδευόμενο από έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης.
Στο πλαίσιο του ενεργού δικονομικού μας ρόλου στην υπόθεση, αλλά
και κατ’ ενάσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων
για τους τους δικηγορικούς συλλόγους και την Ολομέλεια (άρθρα 90 & 134
ΚωδΔικ), έχουμε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση δημόσιας παρέμβασης προς τον
σκοπό της πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης, της ταχείας και απρόσκοπτης
απονομής της δικαιοσύνης και της κατάγνωσης των τυχόν ποινικών ευθυνών στη
συγκεκριμένη υπόθεση.
Στο πλαίσιο αυτό σχολιάσαμε δημόσια την παρέμβαση της Εισαγγελέως του
Αρείου Πάγου, η οποία προέβη σε δημόσια προτροπή, όχι μόνο προς την
εισαγγελική, αλλά και προς την ανακριτική αρχή, που έχει επιληφθεί της
υπόθεσης. Την ενέργεια αυτή χαρακτηρίσαμε «ατελέσφορη, απρόσφορη και ατυχή»
καθώς ισχύουν τα ακόλουθα:
Ο ορισμός του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή στην εν λόγω υπόθεση
πραγματοποιήθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου σε Συμβούλιο, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι με την συνήθη εισαγγελική
παραγγελία για την διεξαγωγή ανάκρισης του άρθρου 43 ΚΠΔ.
Η διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης ασκείται μόνο από τον αρμόδιο
Ανακριτή (ΚΠΔ 246 παρ. 1) , εν προκειμένω, τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, που έχει
οριστεί, κατά τα προεκτεθέντα
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 ΚΠΔ, η ανώτατη εποπτεία στην
ανάκριση ανήκει στον Εισαγγελέα Εφετών. Ο Εισαγγελέας Εφετών έχει μεν την
εποπτεία του ανακριτικού έργου αλλά όχι την διεύθυνση αυτού. Αυτό
προκύπτει και από την Αιτιολογική Εκθεση του ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία, «ο
Εισαγγελέας Εφετών δεν μπορεί να δίνει ειδικές εντολές και κατευθύνσεις στον
ανακριτή σχετικά με τον χειρισμό συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και η παρέμβασή
του στο ανακριτικό έργο περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις σχετικές με την
οργάνωση του ανακριτικού έργου και τη λειτουργία του ανκριτικού γραφείου.
Επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα εφετών που αφορά σε συγκεριμένη
υπόθεση λχ. σε σχέση με το περιεχόμενο ή την σειρά διενέργειας των ανακριτικών
πράξεων ή με τον τρόπο χειρισμού ορισμένης υπόθεσης, βρίσκεται εκτός του
πνεύματος της διάταξης του άρθρου 32 ΣχΚΠΔ και είναι απαγορευμένη».
Με τις διατάξεις εξάλλου του άρθρου 32 ΚΠΔ, στον Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου παρέχεται κατ’εξαίρεση το δικαίωμα να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση
(εκ παραλλήλου με τον Εισαγγελέα Εφετών ή Πλημμελειοδικών), καθώς επίσης, σε
υποθέσεις εξαιρετικής φύσης (όπως η παρούσα), να διατάξει την κατά απόλυτη
προτεραιότητα διεξαγωγή ανάκρισης ή εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η
ανώτατη εποπτεία της ανάκρισης παραμένει σε κάθε περίπτωση αποκλειστικά στον
Εισαγγελέα Εφετών.
Επομένως η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ουδεμία αρμοδιότητα, ή δικαίωμα
είχε να απευθύνει εγκύκλιο – οδηγία, στην Εισαγγελέα Εφετών και ουσιαστικά και
στον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, με συγκεκριμένες υποδείξεις επί του περιεχομένου
της ανάκρισης, , η δε κατ’αρθρον 32 ΚΠΔ εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών από το
νόμο, πρέπει να περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις και οδηγίες για την
οργάνωση του ανακριτικού έργου και σε καμμία περίπτωση σε ειδικές παραγγελίες,
κατευθύνσεις ή εντολές σχετικά με τον χειρισμό συγκεκριμένης υπόθεσης.
Ως εκ τούτου, η αποστολή εγκυκλίου - οδηγίας προς την Εισαγγελέα Εφετών
και ουσιαστικά προς τον Ανακριτή είναι θεσμικά αδόκιμη, αλυσιτελής και
εξόχως προβληματική.
Κατανοούμε τη σπουδή του νέου Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης
Εισαγγελέων να τοποθετηθεί δίκην υπερασπίσεως της κ. Εισαγγελέως του ΑΠ, αλλά
θα πρέπει να γίνει δεκτό από όλους ότι ουδείς εξαιρείται της κριτικής.
Επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις θα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλες
κατευθύνσεις και δη σε όψιμες πρωτοβουλίες που υπερβαίνουν, μάλιστα, το πλαίσιο
της εποπτείας της ανάκρισης και υποδεικνύουν συγκεκριμένες ενέργειες.
Υποδείξεις προς το δικηγορικό σώμα να απεκδυθεί της θεσμικής του
συμβολής στην βελτίωση της λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης δεν είναι
αποδεκτές».