Η αλήθεια είναι ότι
κανείς δεν της είχε πει πόσο ωραίο όνομα είχε. Κανείς δεν την είχε
βοηθήσει να δει ότι από μόνο του το όνομα της, είχε υπόσταση. Αντίθετα, όλοι
της έλεγαν ότι για να μπορέσουν να την αποδεχτούν στον κόσμο που γεννήθηκε,
έπρεπε πρώτα από όλα να αλλάξει το όνομα της.
Πάλεψε, είναι η
αλήθεια. Πάλεψε μόνη της στην αρχή να αποδείξει ότι το πρόβλημα δεν ήταν
στο όνομά της, αλλά στην ουσία του.
Όλοι γύρω της όμως επέμεναν ότι η αλλαγή του ονόματος θα έφερνε και την πολυπόθητη αλλαγή στην ουσία.
Τους άκουσε. Και έτσι από «μου»,
μετονομάστηκε σε «μας».
Όχι αυθόρμητα, όχι με φυσικό
τρόπο. Λίγο βίαια, λίγο κατ’ ανάγκη, (ή πολύ, τελικά), χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς
να είναι σίγουρη γι' αυτό που θα ακολουθούσε.
Ξαφνικά μαζί μ’
αυτήν, όλα γύρω της άλλαξαν όνομα. Έγιναν «μας»!
Το σπίτι μας, η δουλειά μας,
ο κήπος μας, το φαγητό μας, τα βιβλία μας, η ζωή μας.
Το αυτοκίνητό μας, οι
καναπέδες μας, οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, τα γέλια μας, τα δάκρυά
μας, η ουσία μας.
Ήρθε το «μου» και
εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Κρύφτηκε κάτω από εκείνα τα «θέλω» που μεγάλωνε,
και σβήστηκε από παντού. Από χαρτιά, από πίνακες, από επίσημα έγγραφα, από την
ίδια την ψυχή του.
Σβήστρα τη λέγανε τη
γόμα κάποτε. Με σβήστρα, σβήστηκε. Με εκείνο το μπλε, το άγριο, το σκληρό, που
μπορούσε να εξαφανίσει το μελάνι, αλλά και να αλλοιώσει το χαρτί.
Το όνομα άλλαξε. Και η ουσία
σιγά-σιγά. Άλλωστε, βοήθησαν και όλοι αυτοί που επέμεναν ότι έτσι θα είναι
καλύτερα τα πράγματα.
Μα η ζωή του ανθρώπου, δεν
ξεκινάει με το «μας». Ξεκινάει με το «μου».
Καθένας γεννιέται μόνος
του, μεγαλώνει μόνος του, βελτιώνεται μόνος του, πορεύεται μόνος του.
Και όταν επιλέγει να γίνει
«μας», αυτό γίνεται αυθόρμητα.
Όχι γιατί του το επιβάλλουν
άλλοι, αλλά γιατί το χρειάζεται. Όχι για να αποκτήσει οντότητα, αλλά για να
προσθέσει στη δική του οντότητα άλλη μία, που πιστεύει ότι θα τον κάνει
καλύτερο άνθρωπο.
Όχι για να ευχαριστήσει τους
άλλους, αλλά για να ευχαριστήσει τον εαυτό του.
Δεν έχει σημασία το όνομα.
Υπάρχουν παρά πολλά «μου» που
συμπεριφέρονται από μόνα τους σαν «μας». Και πάρα πολλά «μας», που θα έδιναν τη
μισή τους ζωή για να ξαναγυρίσουν στο «μου».
Είναι τόσο δύσκολο όμως να
ξαναφέρεις εκείνο το σβησμένο χαρτί στην αρχική του κατάσταση. Τόσο δύσκολο να
προσπαθήσεις να ξαναγράψεις πάνω σ' αυτό, χωρίς να το καταστρέψεις τελείως.
Ακόμα πιο δύσκολο, να
καταλάβεις ότι χωρίς ένα ολοκληρωμένο «μου», το «μας» θα χτυπήσει σε τοίχο και
θα σε διαλύσει.
Στο τέλος, δεν θα έχεις ούτε
«μας», άλλα κυρίως δεν θα έχεις ούτε «μου».
Θα βρεθείς σε ένα μεταίχμιο
που η ζωή σου δεν θα έχει καμία σημασία, αφού το μόνο που θα μπορείς να κάνεις
είναι να ακροβατείς σ' αυτό που θέλεις, και σ' αυτό που επέλεξες να θέλεις
ακυρώνοντας αυτό που κάποτε ήθελες.
Τόσο ξεκάθαρα τα
πράγματα.
Ήτανε μια φορά μια κτητική
αντωνυμία που της άρεσε το όνομα της και δεν ήθελε να το αλλάξει.
Ήθελε απλώς να βρει άλλη μία
και να δημιουργήσουν μαζί μια καινούργια, με το ίδιο ακριβώς όνομα:«ΜΟΥ».
ΠΗΓΗ: eyedoll