Ερευνητές από το τμήμα
Ψυχολογίας του Λουθηρανικού πανεπιστήμιου του Ειρηνικού με επικεφαλής την
καθηγήτρια Κρίστιν Μουρ, μελέτησαν 40 βρέφη από τις ΗΠΑ και από τη Σουηδία,
μιας ημέρας (δηλαδή είχαν γεννηθεί το πολύ πριν από 30 ώρες) και έκαναν τη
δημοσίευση των διαπιστώσεων τους στο περιοδικό παιδιατρικής, Acta
Paediatrica. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη, τα μωράκια μπορούσαν να
ξεχωρίσουν τους ήχους της γλώσσας που μιλούσε η μητέρα τους πολύ πιο εύκολα από
όσο πιστευόταν.
Τα βρέφη, από το μαιευτήριο
ακόμη, άκουγαν διάφορες ηχογραφημένες φωνές τόσο στη μητρική γλώσσα τους, όσο
και σε άλλες ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια οι γιατροί παρατηρούσαν πόση ώρα τα
μωράκια ρουφούσαν την πιπίλα τους με το στοματάκι τους. Όταν το μωράκι άκουγε
τη μητρική του γλώσσα (δηλαδή τη γλώσσα που είχε συνηθίσει να ακούει από την
κοιλιά της μητέρας του) δεν κρατούσε την πιπίλα στο στόμα του για πολύ ώρα.
Όταν άκουγε ξένες γλώσσες, δεν αποχωριζόταν την πιπίλα του.
Τη διαδικασία αυτή οι
επιστήμονες την ερμήνευσαν ότι στο άκουσμα οικείων ήχων το βρέφος νιώθει πιο
άνετα. Μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο εγκέφαλος αναπτύσσει τους μηχανισμούς της
ακοής κατά την 30η εβδομάδα της κύησης και 10 εβδομάδες πριν γεννηθούν ακούνε
και ξεχωρίζουν την ομιλία της μητέρας τους. Διαπίστωσαν επίσης ότι τα φωνήεντα
της μητρικής γλώσσας είναι πιο οικεία από τα σύμφωνα.
«Είναι η πρώτη έρευνα που
δείχνει ότι τα έμβρυα μαθαίνουν, προτού γεννηθούν, τους ιδιαίτερους ήχους της
μητρικής γλώσσας. Έτσι, η μελέτη μας μετατοπίζει την μετρήσιμη αναγνώριση των
ήχων της γλώσσας από τους έξι περίπου μήνες της ζωής του μωρού στο προγεννητικό
στάδιο», δήλωσε η Μουν.