Το δέσιμο μητέρας-παιδιού δε
συγκρίνεται με τίποτα άλλο στον κόσμο. Η γυναίκα η οποία γίνεται μητέρα νιώθει
την ακατανίκητη επιθυμία να προστατεύσει το παιδί της από όλων των ειδών τις
απειλές.
Η τάση αυτή συνδέεται με
αρχέγονα ένστικτα προστασίας του παιδιού και μέχρι ενός βαθμού είναι θετική. Τι
γίνεται όμως όταν οι γονείς ξεπερνούν τα όρια της προστατευτικότητας και
γίνονται υπερπροστατευτικοί;
Όταν ένα μωρό έρχεται στον κόσμο, είναι παντελώς αδύναμο και ανυπεράσπιστο και έχει απόλυτη ανάγκη τους γονείς του προκειμένου να επιβιώσει. Οι γονείς, και ιδιαιτέρως η μητέρα, νιώθουν έντονο άγχος κατά κύριο λόγο σχετικά με τη σωματική υγεία του παιδιού τους και κάνουν το παν για την προστατεύσουν. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, αυτού του είδους η τάση για προστασία του νεογέννητου παιδιού είναι φυσιολογική και αναγκαία.
Εντούτοις, η τάση αυτή, εάν
συνεχίζει να έχει την ίδια μορφή και όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται
προβληματική. Για παράδειγμα, μία μητέρα είναι λογικό να φοβάται ότι το λίγων
μηνών μωρό της, το οποίο δεν διαθέτει ακόμα καλό ανοσοποιητικό σύστημα, θα
εκτεθεί σε κάποιο μικρόβιο που θα το οδηγήσει στο να αρρωστήσει. Όμως, με το να
κρατάμε το περιβάλλον ενός μωρού ή μικρού παιδιού υπερβολικά αποστειρωμένο-για
παράδειγμα, με το να μην το αφήνουμε ποτέ να παίξει έξω και να λερωθεί, να
έρθει σε επαφή με κατοικίδια ζώα κ.ο.κ.-δεν του δίνουμε τη δυνατότητα και να
χτίσει το ανοσοποιητικό το οποίο αρχικά λείπει.
Έτσι, παρότι έχουμε
οπωσδήποτε τις καλύτερες προθέσεις, η υπερπροστασία του παιδιού σε αυτή την
περίπτωση έχει τελικά αρνητικό αποτέλεσμα, καθώς το «καταδικάζουμε» στο να έχει
πολύ πιο ανίσχυρο ανοσοποιητικό, και άρα να είναι πιο φιλάσθενο γενικά.
Όσο το παιδί μας μεγαλώνει
και βγαίνει στον κόσμο , αρχίζει, περά από τις καθαρά σωματικές, να
αντιμετωπίζει και άλλων ειδών απειλές. Για παράδειγμα, ένα παιδάκι που ξεκινάει
το νηπιαγωγείο ή το δημοτικό αρχίζει να κοινωνικοποιείται και να έρχεται σε
επαφή με άλλα παιδάκια, κάποια από τα οποία ενδεχομένως να το πειράξουν με
κάποιον τρόπο. Αντιπαραθέσεις μπορεί να προκύψουν επίσης με δασκάλους, ενώ αλλά
θέματα μπορεί να έχουν να κάνουν με τις επιδόσεις σε διάφορους τομείς (π.χ. ένα
παιδάκι να μην επιλεγεί για το θεατρικό του σχολείου).
Η αυτόματη αντίδραση ενός
γονιού, ο οποίος έχει άλλωστε συνηθίσει να προστατεύει το παιδί του, θα είναι
να το προστατεύσει και σε αυτή την περίπτωση, λύνοντας με κάποιον τρόπο ο ίδιος
το πρόβλημα (π.χ. με το να επέμβει μιλώντας στη μαμά του παιδιού με το οποίο
τσακώθηκε το δικός τους ή με τη δασκάλα). Παρότι αυτή η τακτική βραχυπρόθεσμα
μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα, το πιθανότερο είναι δυνητικά να αποδειχθεί
επιζήμια.
Ο λόγος είναι ότι, με το να
λύνουμε όλα τα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο το παιδί μας, τού
στερούμε την ευκαιρία να δοκιμάσει να τα λύσει μόνο του, καλλιεργώντας έτσι
δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων καθώς και αυτοπεποίθηση, αφού θα έχει
διαπιστώσει ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια του.
Κατά την Ainsworth, η υγιής
σχέση μητέρας-παιδιού περιλαμβάνει το να χρησιμοποιεί το παιδί τη μητέρα σαν
«ασφαλή βάση» εξερεύνησης του κόσμου. Παίρνοντας αυτό σαν αρχή θα πρέπει οι
γονείς να έχουν υπόψη τους ότι, όσο το παιδί τους μεγαλώνει και ωριμάζει
σωματικά και ψυχικά, θα πρέπει να μειώνουν σταδιακά το βαθμό στον οποίο το
προστατεύουν από τα προβλήματα τα οποία θα συναντά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
θα το αφήνουν και τελείως ανυπεράσπιστο.
Ιδανικά, μέσα από συζήτηση
αλλά και συγκεκριμένα παραδείγματα, και πάντα με βάση την ηλικία και τις
ικανότητες, ένας γονιός θα πρέπει να καθοδηγεί το παιδί του για το πώς μπορεί
το ίδιο να δοκιμάσει να λύσει τα προβλήματά του. Στο παιδί θα πρέπει να
μεταδίδουμε τη σιγουριά ότι είμαστε εκεί για αυτό εάν πραγματικά χρειαστεί να
λύσουμε το πρόβλημα, αλλά παράλληλα να το ενθαρρύνουμε δείχνοντάς του ότι
πιστεύουμε ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα. Άλλωστε, όταν τελικά το παιδί μας μπει
στον κόσμο των ενηλίκων, θα κληθεί να αντιμετωπίσει μόνο του διαφόρων ειδών
προβλήματα, κάτι το οποίο θα βιώσει σαν ψυχρολουσία εάν δεν εκπαιδεύεται
σταδιακά σε αυτό κατά τα παιδικά του χρόνια.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο
προκύπτει συχνά έχει να κάνει με το πόση ελευθερία δίνουμε σε ένα παιδί όσον
αφορά τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Ένα παιδί του δημοτικού μπορεί να
ζητήσει κάποια στιγμή να πάει να μείνει στο σπίτι ενός φίλου του το βράδυ, ενώ
ένας έφηβος κάποια στιγμή θα θελήσει να βγει έξω το βράδυ με φίλους και χωρίς
συνοδεία ενηλίκου. Η πρώτη αντίδραση των περισσοτέρων γονιών σε τέτοιες
περιπτώσεις συνήθως είναι αρνητική, όχι λόγω διάθεσης να περιορίσουν τη
διασκέδαση του παιδιού τους, αλλά επειδή φοβούνται τους διάφορους αστάθμητους
παράγοντες και ενδεχόμενους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει εκτός σφαίρας
απόλυτου ελέγχου τους.
Αυτό είναι απολύτως
φυσιολογικό και κατανοητό-εντούτοις, θα πρέπει οι γονείς να καταπολεμούν όσο
είναι δυνατόν τους φόβους τους (πάντα σε συνθήκες όπου λογικά τα παιδιά δεν
διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο) και να δίνουν ελευθερία στα παιδιά τους, ώστε
αυτά να αρχίσουν να εξελίσσουν και τις κοινωνικές τους δεξιότητες και να
γίνονται ανεξάρτητες οντότητες.
Όπως συμβαίνει με τα
περισσότερα θέματα που προκύπτουν κατά την ανατροφή ενός παιδιού, το μέτρο
είναι και εδώ το σημείο-κλειδί. Ασφαλώς και πρέπει να προστατεύουμε τα παιδιά
μας, προσέχουμε όμως ώστε αυτή η προστασία να μην είναι υπερβολική.
Μυρτώ Κογεβίνα, MSc
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
University of Oxford, University of Surrey
Πηγή: mothersblog.gr