Εάν
οι γονείς έχουν υγιείς προσωπικότητες, ανοίγεται για κείνον διάπλατα ένας
δρόμος, όπου οι επιλογές είναι ξεκάθαρες και οι εσωτερικές συγκρούσεις αφορούν
υποτυπώδη θέματα που δεν μπορούν να αναστείλουν την ομαλή του λειτουργία.
Εάν οι γονείς έχουν αντιμετωπίσει τις δικές τους ψυχικές δυσκολίες, αυτό θα γίνει πηγή ευτυχίας για το παιδί τους, γιατί θα χτίσει, πάνω σε γερά θεμέλια, ένα υγιή εαυτό με υλικά σταθερότητας, συνέχειας και συνοχής που θα μπορεί να αποδέχεται το θετικό στη ζωή του και να το αξιοποιεί, ενώ το αρνητικό θα το επεξεργάζεται και θα καλλιεργεί τα μαθήματά του.
Εάν
αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον ψυχικής ηρεμίας, εσωτερικεύει ανενόχλητο τα
χαρακτηριστικά των γονιών του και στη συνέχεια δημιουργεί ένα καμβά, όπου
αναδεικνύεται μια σύνθεση στοιχείων και από επιρροές άλλων σημαντικών ανθρώπων,
που μπορούν να επιδράσουν θετικά στη διαμόρφωση του ψυχισμού του.
Τι συμβαίνει όμως άραγε όταν οι ταυτίσεις με τους γονείς γίνονται σε μια
τραυματική βάση;
Όταν οι γονείς δεν μπορούν να συγκρατήσουν τις παρορμήσεις τους και εγκαταλείπονται
σε αυτές, αρνούμενοι να βάλουν ένα πλαίσιο σε συγκρούσεις που τους κυριεύουν
και καθιστούν δύσκολη τη σχέση με τον εαυτό τους, τη σχέση με τον σύντροφο τους
και τελικά με το παιδί τους;
Όταν
προβάλουν στο παιδί τους τις δικές τους δυσκολίες (αρνούμαι να δω τα λάθη μου,
αλλά κρίνω μόνο τα δικά σου, αποφεύγω να διακρίνω τις αποτυχίες μου και σου
καταλογίζω εσένα ότι αποτυγχάνεις σε ό,τι προσπαθείς, δυσκολεύομαι να σταθώ
μόνος μου, αλλά κατηγορώ εσένα για αυτό κ.α), τότε το παιδί αποκτά μια εικόνα
που δεν είναι δική του, αλλά των δυσκολιών των γονιών του.
Αυτό
μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, την ψυχική
του υγεία, τη σεξουαλική του ταυτότητα.
Το παιδί υφαίνει την προσωπικότητα του με νήματα που ενσωματώνει από τους
γονείς του. Όσο πιο διαταραγμένοι είναι οι γονείς, τόσο το αποτέλεσμα που θα
αποτυπώνεται στο παιδί θα είναι τραυματικό για το ίδιο, καταστροφικό για τις
επιλογές του, αλλά και για την πορεία της ζωής του.
Υποδύεται
ρόλους που δεν τον εκφράζουν, αλλά είναι αναπαραστάσεις των προβολών των γονιών
του προς αυτόν. Σκηνοθετεί τη ζωή του, η οποία είναι βασισμένη σε ξένο
σενάριο, πιστεύοντας όμως πως αυτή είναι η αλήθεια του.
Η αντήχηση μέσα του της σύγκρουσης των γονιών τον κάνουν να νιώθει μετέωρος σε
ένα κενό που δεν μπορεί να ορίσει μόνος του. Αισθάνεται ότι δεν μπορεί να
βασιστεί σε εκείνους, αλλά και ότι δεν μπορεί να τους αποχωριστεί.
Ο υγιής αποχωρισμός του παιδιού από τους γονείς του και η ανάληψη της ευθύνης
του σαν ενήλικας γίνεται όταν νιώσει ασφαλής. Έχοντας τοποθετήσει μέσα του υγιή
στοιχεία από τους γονείς του, δημιουργεί μέσα του μια νοητή φωλιά που την
παίρνει μαζί του, κατοικεί με ασφάλεια σε αυτήν και οργανώνει τα ταξίδια
του.
Αισθάνεται
γεμάτος από εικόνες σιγουριάς από εκείνους, νιώθει ότι έχει την άδεια να
πετάξει ελεύθερα και έτσι απλώνει τα φτερά του και δοκιμάζει με εμπιστοσύνη και
ασφάλεια τις δυνάμεις του.
Αν όμως τον παρεμποδίσουν οι ψυχικές δυσκολίες των γονιών του, εξαρτάται από
κείνους με νοσηρό τρόπο, αδυνατώντας να κάνει βήματα, μη μπορώντας να αντέξει
τις ματαιώσεις τις ζωής.
Μένει
κοντά τους με ένα νοσηρό τρόπο προσπαθώντας να τους θεραπεύσει, ώστε να
μπορέσει να κατακτήσει την πολυπόθητη σταθερότητα και ελευθερία του μέσα από
εκείνους. Θυσιάζεται για εκείνους προσμένοντας να αλλάξουν και στη συνέχεια
θυσιάζει τον εαυτό τους στους άλλους.
Γίνεται
ένας Ιάσονας, ανάμεσα σε δυο συμπληγάδες πέτρες, όπου είναι
ακινητοποιημένος να αντιδράσει, γιατί δεν μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό του και
το δικαίωμα στην ελευθερία του, αλλά εκείνους και τα προβλήματά τους, οπότε η
σύνθλιψη του εαυτού του είναι μοιραία.
Κάθε
που απομακρύνεται από εκείνους ανησυχεί για τη ζωή τους, για τα συναισθήματά
τους, φοβάται πως χωρίς εκείνον δεν θα τα καταφέρουν. Σαν Ιφιγένεια που
του ζητούν να θυσιαστεί για το δικό τους ταξίδι παραιτείται από τα δικά του
όνειρα και αργοπεθαίνει ψυχικά.
Τα όνειρά του χάνουν το νόημά τους, γιατί η επιθυμία του αποτελεί βάρος για
εκείνον, μια που ορισμός της επιθυμίας είναι η εξυπηρέτηση της επιθυμίας των
άλλων. Κάθε θέλω του μαραίνεται, κάτω από το αφρόντιστο βλέμμα του, στη σκέψη
της κούρασης που θα επακολουθήσει η ανάληψη μιας επιθυμίας που, και μόνο το
άκουσμά της, τον βαραίνει.
Και
όταν καταφεύγει στο μαγικό κόσμο της φαντασίας και ξεδιπλώνει το δημιουργό μέσα
του, εκείνο που τον αποτρέπει είναι η ιδέα ότι πρέπει να πλάσει τα όνειρά του
με υλικά που θα γαληνέψουν τους γονείς τους, για να μπορέσει και εκείνος να
αποδεχτεί την πολυπόθητη ειρήνη στην ψυχή του.
Δεν
έχει μάθει να σκέφτεται τον εαυτό του, οπότε οτιδήποτε κάνει το κάνει για τους
άλλους και δεν αποτελεί χαρά για τον ίδιο. Προσφέρεται στους άλλους, προσφέρει
και τη χαρά από τη δημιουργικότητά του και για εκείνον δεν μένουν παρά μόνο
κάτι ψίχουλα, που δεν αρκούν για να χορτάσουν τη συναισθηματική του πείνα.
Ματαιωμένος καθηλώνεται ή αναβάλλει, αδυνατώντας να εμπιστευτεί τον εαυτό του
και να χαράξει καινούργιους δρόμους. Βαδίζει στα χνάρια των γονιών του,
υποκύπτει στις προσδοκίες τους, νιώθει ανασφάλεια και αβεβαιότητα στην ιδέα της
αλλαγής και κάθε αεράκι ελευθερίας το αισθάνεται ως απειλή οπότε το
αποφεύγει.
Το
φράγμα του ψυχισμού του διάχυτο από συναισθηματική δυσφορία δεν μπορεί να
συγκρατήσει τα συναισθήματά του και να αποτελέσει ασπίδα που θα επεξεργάζεται
τα εξωτερικά ερεθίσματα, ώστε να καλοδέχεται τα θετικά, να απαγκιστρώνεται από
τα αρνητικά και να φιλτράρει τα μαθήματα από τις εμπειρίες του.
Έχοντας
την ψυχική του φυσαλίδα διαρρηγμένη από τις παρορμήσεις των γονιών του, καθετί
που αφουγκράζεται, ακόμα κι αν είναι θετικό, το απωθεί, για να μην κινδυνεύσει
άλλο ο ψυχικός του κόσμος. Σαν η χωρητικότητα του ψυχικού του σάκου να είναι
κατειλημμένη από οδύνη, οπότε οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να είναι ευπρόσδεκτο.
Όταν ένας άνθρωπος ματαιώνεται συνεχώς κάτω από μια ψυχική δυσφορία, η οποία
αναπαράγεται στο περιβάλλον του, τότε δεν μπορεί να νιώσει ασφάλεια και να
εμπιστευτεί τον εαυτό του και τους άλλους.
Παραμένει
δέσμιος των ανασφαλειών του και προβάλλει ή μεταθέτει στους άλλους τους φόβους
του, ενώ ο ψυχικός του κόσμος είναι αλωμένος από φαντάσματα του παρελθόντος που
τον εμποδίζουν να ζήσει. Νιώθει εγκλωβισμένος και θέλει τεράστιο ψυχικό αγώνα,
για να βγει από τα αδιέξοδα που πλέον τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του.
Εκείνο που το τρομάζει περισσότερο είναι ότι όσο μεγαλώνει και από παιδί
γίνεται έφηβος και στη συνέχεια ενήλικας, διαπιστώνει ότι οικειοποιείται
συμπεριφορές που τον είχαν πληγώσει στο παρελθόν και τις υιοθετεί στις σχέσεις
του με τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του.
Αναπαράγει
λάθη τα οποία τον είχαν τραυματίσει ή επιδιώκει καταστάσεις όπου αναβιώνει τα
ίδια συναισθήματα, αλλά η ηχώ της απαξίωσης αντηχεί μέσα του και σαν να του
κάνει υποδείξεις για ένα τρόπο που θα πρέπει να ακολουθήσει.
Κάποια παιδιά ή έφηβοι, στην προσπάθεια τους να μην αποδιοργανωθούν ψυχικά,
αποσχίζονται πρόωρα από τον γονιό που πάσχει, με σοβαρό κίνδυνο για τη
σεξουαλική τους ταυτότητα, αν είναι του ίδιου φύλου, ενώ, αν είναι
διαφορετικού, καταδικάζονται σε μια μοναξιά, αναζητώντας εκείνο που τους έλειψε
σε πρόσωπα, όπου εκείνο που τους ελκύει είναι η οικειότητα με τον γονιό που πάσχει.
Γίνονται
δέσμιοι των νοσηρών τους επιλογών και εκείνες πλέον γίνονται ένας μονόδρομος,
από τις οποίες δεν μπορούν να ξεφύγει. Όταν ο πίνακας πάνω στον οποίο
έχει τοποθετηθεί η ζωή τους είναι διαποτισμένος από μια ψυχική δυσφορία, τότε
οι επιλογές που ακολουθούν είναι το ίδιο διαποτισμένες από νοσηρότητα.
Οι γονείς θα πρέπει να σκύψουν στον εαυτό τους, στη μεταξύ τους σχέση, να
αναζητήσουν τους λόγους που καταφεύγουν σε παρορμητικές συμπεριφορές και να
προσπαθήσουν να τις αλλάξουν, γιατί αυτές οι συμπεριφορές καθρεφτίζονται στο
παιδί τους. Τις υιοθετεί και τις αναπαράγει.
Οι
γονείς ενός παιδιού είτε είναι μαζί είτε αποφασίσουν να ακολουθήσουν
διαφορετικούς δρόμους είναι πάντα γονείς. Η ευθύνη για ένα παιδί δε σταματά,
επειδή υπάρχουν προβλήματα σε μια σχέση.
Και
βέβαια το ζευγάρι, που η σχέση του ραγίζει, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να δουν ο
καθένας στο παιδί τους χαρακτηριστικά του πρώην συντρόφου και να νιώσουν
συναισθήματα απογοήτευσης, ματαίωσης, απόρριψης, θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουν
θεραπευτικά, γιατί ένα παιδί, αν το κοιτάμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μοιραία
υιοθετεί αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν είναι αναστρέψιμα, όταν υπάρχει η διάθεση
από εκείνους να τα αναγνωρίσουν, να προσπαθήσουν να τα διορθώσουν και να ζητήσουν
απλόχερα συγνώμη από το παιδί τους.
Τα
τραύματα του παρελθόντος μπορούν να επουλωθούν, εάν οι γονείς τα παραδεχτούν
και αποφασίσουν να αλλάξουν τις συμπεριφορές τους, εκφράζοντας με ένα υγιή
τρόπο το ενδιαφέρον προς τον εαυτό τους και κατ’ επέκταση για τους
ανθρώπους που είναι σημαντικοί για εκείνους.
Οι άνθρωποι, που έχουν μεγαλώσει με γονείς οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθεί στις
παρορμήσεις τους, καλούνται να επουλώσουν τα τραύματά τους, μετά που θα
τολμήσουν να τα αναγνωρίσουν και να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματα που
είχαν απωθηθεί στον ψυχισμό τους. Η ζωή μας δεν είναι μονόδρομος.
Όσο
δύσκολες κι αν ήταν οι συγκυρίες του παρελθόντος, μπορεί ο καθένας μας να
διαφοροποιηθεί από την εικόνα που σχημάτισε για τον εαυτό του ως παιδί, μέσα
από λάθος καθρεφτίσματα που δεν εξέφραζαν αυτόν, αλλά δυσκολίες άλλων. Μπορεί
να αλλάξει τον τρόπο που σχετίζεται με τον εαυτό του και με τους άλλους, αν
τολμήσει να κοιτάξει την αλήθεια του, χωρίς φόβο ή πάθος.
Το
παρελθόν μας μπορεί να είναι ο χάρτης μας, όμως εμείς είμαστε οι δημιουργοί της
ζωής μας. Μπορούμε αποφασιστικά να τολμήσουμε να χαράξουμε νέα μονοπάτια,
αδοκίμαστες αλλά γοητευτικές διαδρομές, που θα τις διασχίζουμε είτε μόνοι μας
απολαμβάνοντας την πορεία της ζωής μας είτε με άλλους ελκυστικούς συνοδοιπόρους
που θα μας ενώνει μαζί τους η επιθυμία για ζωή.
Αν θα αναπαράγουμε το παρελθόν μας ή αν θα δημιουργήσουμε ένα νέο παρόν και ένα
νέο μέλλον μέσα από τη σύνθεση αλλά και μέσα από τη διαφοροποίηση, εξαρτάται
από μας. Από την αποφασιστικότητά μας, από την τόλμη μας, από την επιθυμία μας
να υπάρξουμε ως οραματιστές ενός καλύτερου αύριο, ως καλλιτέχνες των στόχων
μας, ως πομποί και δέκτες ζωής.
Γράφει η Αγγελική
Μπολουδάκη
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του
Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως
Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με
κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι.
ΠΗΓΗ: Thessaloniki