Συνηθίζουμε την πρώτη μέρα του Μάρτη να
φοράμε στο χέρι ένα βραχιόλι από κόκκινη και άσπρη κλωστή που έχουν πλεχτεί.
Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο
έθιμο, με βαλκανική διασπορά. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία
Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι μύστες των Ελευσίνιων
Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους
πόδι.
Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, τα παιδιά
φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη
και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης
προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην
καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη
μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Σε μερικές περιοχές ο Μάρτης φοριέται στο
μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σαν δαχτυλίδι για να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του. Το
βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις
τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να
χτίσουν τη φωλιά τους.
Συμβολικά το λευκό και το κόκκινο χρώμα τα
συναντάμε συχνά στη δεισιδαιμονία όταν είναι να αποτρέψουμε κάποιο κακό. Αυτό
μνημονεύεται και από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο Αρτεμίδωρος στα
«Ονειροκριτικά» συσχετίζει τους διάφορους στεφάνους των μαγισσών, ο Βιργίλιος
στα «Βουκολικά» αναφέρει πολύχρωμους μίτους περιδεμένους τρεις φορές σε εικόνα
ερωμένου για να τον σαγηνέψουμε. Ο Πετρώνιος αναφέρει όμοιες μαγγανείες, όπου
δένουμε πολύχρωμο στήμονα στον τράχηλο. Οι Βυζαντινοί αναφέρουν τη χρήση
βαμμένης κλωστής κατά της βασκανίας. Στα Ελευσίνια μυστήρια κατά την αρχαιότητα
οι νεαροί μύστες φορούσαν κρόκους στο δεξί χέρι και στο πόδι. Πρόκειται λοιπόν
για έθιμο πανάρχαιο, ή όμοιο με πανάρχαια έθιμα.
Το ιδιότυπο αυτό ασπροκόκκινο βραχιολάκι,
όταν έφευγε ο Μάρτιος, στην κεντρική Ελλάδα τουλάχιστον το έβγαζαν και το
κρεμούσαν στο πιο ψηλό κλαδί των δένδρων που ήταν κοντά στα σπίτια με τις
χελιδονοφωλιές, διότι ο Μάρτιος είναι ο μήνας της εαρινής μετανάστευσης πτηνών
από την Αφρικανική ήπειρο στην Ελλάδα κυρίως και στα Βαλκάνια κατ’ επέκταση.
Τα πτηνά αυτά μεταφέρουν συχνότατα
ασθένειες των θερμότερων κλιμάτων που με την αυξημένη υγρασία της άνοιξης
επωάζονται. Στη λαογραφία αναφέρεται πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται, να
αγαπούν και να μην πειράζουν τα χελιδόνια, επειδή λειτουργούσαν ως «οικόσιτα»
πτηνά που έκτιζαν τις φωλιές τους στους τοίχους των σπιτιών, με το σκεπτικό ότι
ήταν χρήσιμα αφού εξολόθρευαν τα έντομα, κυρίως κουνούπια, που ήταν βλαβερά για
τον άνθρωπο και τα οποία κουνούπια τα ίδια τα χελιδόνια μετέφεραν στο πτίλωμα
τους από το ταξίδι τους από την Αφρική. Ο ένας λόγος ήταν εν μέρει αυτός, ο
δεύτερος λόγος ήταν ότι οι παλαιότεροι γνώριζαν για τις ασθένειες αυτές και δεν
ήθελαν να τις πάθουν τα παιδιά τους.
Μαζί με τα υγιή χελιδόνια και άλλα πουλιά
μεταναστεύουν και ασθενή. Ειδικά το ασθενές χελιδόνι εάν δει κόκκινο χρώμα, το
αποφεύγει και δεν πλησιάζει, αντιθέτως το υγιές χελιδόνι μαζεύει την
ασπροκόκκινη κλωστίτσα που την βρίσκει στο ψηλό κλαδί του δένδρου και τη
μεταφέρει στη φωλιά του για να αποτρέψει την χρήση της από τον ασθενή εισβολέα
και να κλωσήσει τα υγιή αυγά του. Για τον λόγο αυτό της υγείας οι παλαιότεροι
είχαν σκαρφιστεί την χρησιμότητα των χελιδονιών, κυρίως, και απέτρεπαν τα
παιδιά να παίζουν μαζί τους και να πλησιάζουν τις χελιδονοφωλιές.
www.makeleio.gr