-Η
ζέστη έδωσε την θέση της στο κρύο, ο καιρός προμήνυε βροχή,
ένα
σπουργίτη πέταξε προς το παράθυρο χτύπησε το τζάμι με το ράμφος του και η
μεγάλη κόρη άνοιξε.
Κρυώνω,
άσε με να μπω είπε, η κόρη έκλεισε το παράθυρο χωρίς δεύτερη σκέψη.
-Το
σπουργίτη ξανά πέταξε στο διπλανό παράθυρο χτύπησε το τζάμι και είπε τα ίδια
στην μικρή κόρη.
Η
μικρή κόρη το καλωσόρισε, το άφησε να κάτσει δίπλα στην φωτιά, θα πεινάς του
είπε κακόμοιρο σπουργιτάκι κάτσε θα σου δώσω λίγους σπόρους να φας.
-Το
σπουργίτι αφού έφαγε και ζεστάθηκε άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς το
παράθυρο, πριν φύγει κουτσούλισε στο περβάζι, ένα διαμάντι έλαμψε και η κόρη
έτρεξε να το πάρει, η χαρά της ήταν απερίγραπτη, άμεσος πήγε στην μεγάλη αδελφή
και της είπε την ιστορία.
-Από
τότε η μεγάλη κόρη ξημεροβραδιάζεται στο παράθυρο περιμένοντας την επιστροφή
του σπουργιτιού, μάταια όμως το σπουργίτη δεν ξαναγύρισε ποτέ.-
Κεντρική ιδέα: Η τύχη είναι συνήθως μεταμφιεσμένη, γι’
αυτό ο άνθρωπος δεν την αναγνωρίζει!.
Σπύρος Α.
Ηλιάδης
Δημοσιογράφος - Εκδότης
iliadisspiros@hotmail.com