Αγαπητοί
διοργανωτές, αξιότιμοι προσκεκλημένοι ομιλητές, εκλεκτές κυρίες και αγαπητοί
κύριοι
Εκπροσωπώντας
τον Δήμαρχο Φλώρινας, κ. Ιωάννη Βοσκόπουλο, σας εκφράζω προσδοκίες κι ευχές για
τη διοργάνωση της σημερινής Ημερίδας με τη θεματική του Εμφυλίου στο πλαίσιο
των φετινών εκδηλώσεων «Πρέσπες 2018». Εκδηλώσεις που θεωρώ πως υπερβαίνουν
κάθε προηγούμενη διοργάνωση, όχι μόνο στο καλλιτεχνικό τους μέρος, αλλά και στο
κομμάτι της συνεισφοράς μιας κοινωνικής ενδοσκόπησης με την πραγματοποίηση ενός
δημόσιου διαλόγου για ένα θέμα που 70 χρόνια μετά έχει αφήσει ισχυρό το
αποτύπωμά του στη συνείδηση, αλλά και στη συλλογική μας μνήμη.
Καλωσορίσω
στη Φλώρινα ιδιαιτέρως τους διακεκριμένους ομιλητές της Ημερίδας, τον κ. Σάββα
Καλεντερίδη, απόστρατο Αξιωματικό και Συγγραφέα, τον κ. Νικόλαο Μέρτζο,
Δημοσιογράφο και Συγγραφέα, και τον κ. Ηλία Νικολακόπουλο, Καθηγητή
Πανεπιστημίου και Αναλυτή, καθώς και τον Συντονιστή Δημοσιογράφο, κ. Σάββα
Σαββίδη.
Η
σπουδαιότητα της ημερίδας έγκειται στο ότι η περιοχή μας ήταν το θέατρο του
παραλόγου όπου διαδραματίστηκε η μεγάλη τραγωδία του εμφυλίου που ακολούθησε τη
γερμανική κατοχή. Μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο… ακολουθεί ο πόλεμος της μνήμης…
Έτσι, για σαράντα περίπου χρόνια ως το 1990 δεν υπήρχε θέση για τον εμφύλιο
στον δημόσιο λόγο και διάλογο, και παρότι επισκιάστηκε από την αφήγηση της
«εθνικής αντίστασης», ο Εμφύλιος δεν έπαψε να αποτελεί ένα παροντικό παρελθόν, ως
μια διαγενεακή οδύνη, που στην ελληνική δημόσια σφαίρα αντιμετωπίστηκε αρχικά
με την «λήθη» και την αποσιώπηση, περνώντας στη φάση της «εθνικής συμφιλίωσης»
και στη συνέχεια σήμερα στην «αναστοχαστική επεξεργασία» του εμφύλιου
παρελθόντος μας.
Μάλιστα,
από τη δεκαετία του '90 πρωταγωνιστές, πολιτικά κόμματα, κυβερνήσεις,
διανοούμενοι, ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, καλλιτέχνες,
δημοσιογράφοι,… έχουν ανασύρει τον Εμφύλιο από την αφάνεια, κι επιχειρηματολογούν εναντιωματικά με πολλαπλές
εγγραφές γύρω από το πώς και το γιατί, μετατρέποντας έτσι τη συλλογική
διαγενεακή οδύνη σε «πολιτισμικό τραύμα» που στάζει αίμα κάποιες φορές.
Από
την εποχή του Κάιν και του Άβελ, οι Αδερφοφάδες προβαίνουν από καιρό σε καιρό
σε αιματηρά ξεκαθαρίσματα των λογαριασμών τους, επιβεβαιώνοντας τις ποιητικές
ρήσεις για το αλυσιτελές ενός εμφύλιου πολέμου, που φαίνεται να είναι
εγγεγραμμένος στην ενδοψυχική πραγματικότητα της κοινωνίας. Ο Εμφύλιος δεν είναι ένα
οποιοδήποτε διχαστικό βίωμα. Δεν είναι απλώς μια αμφιθυμική προσέγγιση
της πραγματικότητας, εμπεριέχει την ολοκληρωτική εξάλειψη του άλλου, την πλήρη
απο-ανθρωποποίηση του αδερφού.
Οι
σύγχρονες κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις αναφέρονται στη θεωρία
του «πολιτισμικού τραύματος» του εμφυλίου, υποστηρίζοντας πως ένα πυρηνικό
σημείο της κοινωνικής μας ταυτότητας μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά με
λανθάνουσες, αλλά πολύ ισχυρές εγγραφές, και εκδηλώνεται όταν
οι κοινωνικές συνθήκες το ευνοούν. Κι έτσι, η ιστορία μάς επηρεάζει ακόμη
κι όταν δεν τη γνωρίζουμε, κι ίσως μας επηρεάζει περισσότερο όταν δεν τη
γνωρίζουμε μέσα από τις υπόρρητες εγραφές της, μιας και «η παράδοση δεν μας
παραδίδεται… αλλά της παραδιδόμαστε». Και για τον λόγο αυτόν είναι διπλά
σημαντικός ο ιστορικός διάλογος για τις νεότερες γενιές, που δεν γνωρίζουν
άμεσα, αλλά ούτε αρέσκονται ιδιαίτερα στη μελέτη του παρελθόντος.
Γιατί
το βίωμα και το τραύμα του Εμφυλίου, όπως
έχουν λειτουργήσει διαγενεακά, συνεχίζουν να
προκαλούν ρήξεις στην ίδια την οντότητα του κοινωνικού μας δεσμού, στην
ταυτότητά μας και στην ταυτότητα των
κοινωνικών ομάδων που επικαλούνται τη μια ή την άλλη εκδοχή της εμφύλιας
σύρραξης.
Έχουμε
πλέον υπερβεί την εκδοχή της μιας και μοναδικής ιστορίας, της μιας και
μοναδικής αλήθειας, που συνήθως είναι η εκδοχή του νικητή, αλλά κατανοούμε την
πολλαπλότητα των ιστορικών οπτικών μέσα από διαφορετικά ιστορικά, κοινωνικά,
πολιτισμικά πλαίσια, που καταγράφουν όψεις της αλήθειας και καταλήγουν σε
συμπεράσματα μέσα από τη διυποκειμενική επικοινωνία. Η ιστορία πλέον
εστιάζει στις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων, που μέσα στο δράμα τους
αποτυπώνεται η μέγιστη αλήθεια… ο ανθρώπινος πόνος.
Ο
Horkheimer αναφέρει πως το περιεχόμενο της κριτικής συνείδησης δεν βρίσκεται
στη γνώση των νόμων της ιστορίας, αλλά στη βίωση και την εμπειρία της οδύνης
του απομονωμένου ατόμου που δεν προστατεύεται από καμία δύναμη, συμβολική ή
πραγματική. Η συνάντηση με την απομονωμένη κι απροστάτευτη οδύνη μόνο επιφέρει
την «καθολικοποίηση της αντίστασης» (Balibar), κι ενεργοποιεί την προοπτική για
μια νέα εξανθρωπιστική καθολικότητα.
Και
ασφαλώς όλες οι συζητήσεις για το θέμα οφείλουν να έχουν ως στόχευση την
υπέρβαση του πολιτισμικού και κοινωνικού μας ελλείμματος προκειμένου να
επιβιώσουμε στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης με όρους βελτιωμένης
συναινετικής κοινωνικής λειτουργίας. Κι αυτό θα γίνει μέσα από μια νέα
νοηματοδότηση κι έναν κριτικό
αναστοχασμό. Εφόσον δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, μπορούμε να
αλλάξουμε το νόημα που έχει για εμάς. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ιστορία,
αλλά μπορούμε να αντλήσουμε από αυτήν όσα μας βοηθούν να αναπτύξουμε την
αλληλεγγύη και τη συνοχή μας, προτάσσοντας μια λογική αλήθειας και συμφιλίωσης
κι αντιμετωπίζοντας με ανοιχτό πνεύμα το μέλλον.
Οφείλουμε
να δημιουργήσουμε ένα νέο κοινωνικό δίχτυ, ένα πλέγμα ικανό να συγκρατεί,
να επεξεργάζεται και να μετασχηματίζει αυτό που μεταφέρεται μέχρι τώρα και στη
νέα γενιά ως ακατέργαστο διαγενεακό τραύμα και έναν διάλογο με
ουσιαστική αυτοκριτική που ξεκινά από τις βιογραφίες των ανθρώπων κι
εξελίσσεται μακριά από την πόλωση και την πατριδοκαπηλία.
Να
«μιλήσουμε για τελευταία σαλπίσματα…» ως αναστοχασμό μνήμης συναισθήματος και
ταυτότητας. Η συγγνώμη και η συγχώρεση μπορούν να λειτουργήσουν λυτρωτικά για
την επούλωση του συλλογικού μας τραύματος. Και ο προνομιακός τόπος για τη
λύτρωση αυτή είναι ο διάλογος, αλλά και η τέχνη. Από τη «Βασιλική» του
Σερντάρη ως την «Ψυχή βαθιά» του
Βούλγαρη, την «Ελένη» του Γκατζογιάννη και τη «Νίκη» του Χωμενίδη… κι από την «Ορθοκωστά» του Βαλτινού ως «Τα
δάκρυα των αγγέλων» του Παπαθεοδώρου και τη «Γυναίκα που πέθανε δυο φορές» του
Ελευθερίου, έχουμε μια πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή για τον εμφύλιο που μας
βοηθά να προχωρήσουμε στην αμοιβαία κατανόηση και την ενσυναίσθηση, στην αποδοχή της
διαφορετικότητας, της γλωσσικής πολυμορφίας και της ποικιλότητας… να φτάσουμε
στην αδελφοσύνη… να περάσουμε «από τον εμφύλιο πόλεμο στον εμφύλιο έρωτα».
Κυρίες
και κύριοι,
Η
ψυχαναλυτική προσέγγιση της επιλεκτικής κατασκευής της μνήμης (J. Hassoun) μας υπογραμμίζει πως «Η μνήμη ξεχνά για να
θυμάται και θυμάται για να ξεχνά». Είναι μία αέναη σύνθετη διαδικασία απώθησης,
απόρριψης και λησμοσύνης, και συγχρόνως παρακράτησης και επεξεργασίας στοιχείων
του παρελθόντος, στο πλαίσιο της ζωντανής κουλτούρας του παρόντος. Ξεχνώ,
λοιπόν για να θυμάμαι… και θυμάμαι για να ξεχνώ…
Γιατί όπως λέει η Αντιγόνη Σοφοκλή, «Οὒτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν
ἔφυν», «Δεν
γεννήθηκα για να μισώ. Γεννήθηκα για να αγαπώ…»
Σας
ευχαριστώ!