Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Η «αόρατη» κρίση στα ελληνικά ορεινά οικοσυστήματα και ο κίνδυνος για το νερό |ΤΟ ΒΗΜΑ το blog των αποκαλύψεων!


* Σπύρος Θεοδωρίδης, Ερευνητής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών με ειδίκευση στα πρότυπα βιοποικιλότητας (biodiversitypatterns) – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Η έκρηξη της εκβιομηχάνισης, της κατανάλωσης και της ασύστολης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα οδήγησε σε σημαντική αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κοινωνίες μας αντιμετωπίζουν πλέον μια πρωτόγνωρη συγκυρία περιβαλλοντικών πιέσεων, οι επιπτώσεις των οποίων αποτυπώνονται καθημερινά στην υγεία και την ευημερία των πολιτών όλων των κοινωνικών ομάδων, με τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να είναι πιο εκτεθειμένα σε αυτές.

Συσσώρευση απειλών και αποδυνάμωση φυσικών πόρων

Από τη μια πλευρά, η παγίδευση της ηλιακής ακτινοβολίας στην ατμόσφαιρα της Γης, εξαιτίας της αυξημένης εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων για παραγωγή ενέργειας, έχει οδηγήσει στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη. Καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, αποσταθεροποιείται το κλιματικό σύστημα, με αποτέλεσμα την ολοένα συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πλημμύρες, καύσωνες, ξηρασίες και πυρκαγιές. Από την άλλη, τα οικοσυστήματα και οι υδατικοί πόροι επιβαρύνονται από ρυπογόνες ουσίες και πλαστικά, με άμεσες επιπτώσεις στην υγεία τόσο του ανθρώπου όσο και των φυσικών συστημάτων. Στις περιβαλλοντικές αυτές πιέσεις προστίθενται και οι επιπτώσεις της αστυφιλίας, δηλαδή ο δημογραφικός μαρασμός της υπαίθρου και η εγκατάλειψη παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων από τις τοπικές κοινωνίες, δραστηριότητες που κατά κανόνα εφάρμοζαν πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον και συνέβαλλαν στην αειφόρο συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης. Οι παραπάνω απειλές δρουν συνεργατικά, οδηγώντας στη σταδιακή διάβρωση της βιοποικιλότητας και στην κατάρρευση των φυσικών οικοσυστημάτων και των πόρων που πηγάζουν από αυτά. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαία η ενιαία και ολιστική αντιμετώπισή τους και όχι η αποσπασματική ή μονοδιάστατη προσέγγιση. Η ανάγκη αυτή αναγνωρίζεται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω των στενά συνδεδεμένων στρατηγικών για την κλιματική αλλαγή και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

Το παράδειγμα των ορεινών όγκων της Ελλάδας

Οι αρνητικές επιπτώσεις της υποβάθμισης της βιοποικιλότητας και των φυσικών πόρων, αλλά και της ελλιπούς διαχείρισής τους, είναι εμφανείς και στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου το 70% της έκτασης της χώρας καλύπτεται από ορεινά και ημιορεινά οικοσυστήματα και από τις κοινότητες που δραστηριοποιούνται σε αυτά. Η περιβαλλοντική αλλαγή, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των ορεινών κοινοτήτων λόγω αστυφιλίας, έχει σοβαρές επιπτώσεις στα ορεινά είδη και στον πιο πολύτιμο φυσικό πόρο που πηγάζει από τα βουνά και τροφοδοτεί ολόκληρη τη χώρα: το φρέσκο νερό. Η συνεχής άνοδος της θερμοκρασίας, καθώς και ο εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας και του εδάφους με στοιχεία που προέρχονται από τα αέρια του θερμοκηπίου (κυρίως άνθρακα και άζωτο), ενισχύουν την αύξηση της βιομάζας και την εξάπλωση ορισμένων θερμόφιλων, ανταγωνιστικών φυτικών ειδών, κυρίως του γένους Juniperus, τα οποία κατακλύζουν σταδιακά τα ορεινά οικοσυστήματα με ξυλώδη βλάστηση. Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται από την εγκατάλειψη της παραδοσιακής νομαδικής κτηνοτροφίας και της υλοτομίας, δραστηριοτήτων που διατηρούσαν τα βουνά «καθαρά», παραγωγικά και λειτουργικά για τις τοπικές κοινωνίες. Το λεγόμενο πρασίνισμα ή ευτροφισμός των βουνών έχει δύο σοβαρές συνέπειες:

Πρώτον, οδηγεί στη μείωση των πληθυσμών πολλών σημαντικών ορεινών φυτών μεγάλης πολιτιστικής και οικονομικής αξίας, όπως το φαρμακευτικό φυτό Sideritis (τσάι του βουνού), το οποίο χάνει τη μάχη με τα ανταγωνιστικά ξυλώδη είδη. Η επίπτωση αυτή δεν αφορά μόνο τη διαθεσιμότητα φυσικών φαρμακευτικών πόρων για τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και τη συνολική οικολογική ισορροπία, καθώς επηρεάζει είδη όπως οι επικονιαστές, που εξαρτώνται από αυτά τα φυτά. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως η «εισβολή» και επέκταση ανταγωνιστικών φυτικών ειδών στα ορεινά οικοσυστήματα διαταράσσει ένα πλήθος οικολογικών διεργασιών, από την επικονίαση μέχρι τη διάσπαση οργανικών ενώσεων και τη δέσμευση χημικών στοιχείων στο έδαφος.

Δεύτερον, το φαινόμενο έχει άμεση επίδραση στον κύκλο του νερού και τη διαθεσιμότητα φρέσκου νερού στις τοπικές κοινωνίες. Η αυξημένη φυτική βιομάζα, ιδίως σε μεγάλα υψόμετρα, συνεπάγεται υψηλότερη δέσμευση νερού μέσω της φωτοσύνθεσης και της διαπνοής. Σε συνδυασμό με τη μείωση των χειμερινών χιονοπτώσεων, αυτό οδηγεί σε έντονη λειψυδρία, φαινόμενο που την τελευταία δεκαετία αντανακλάται τόσο στο «στέρεμα» πηγών και ρεμάτων όσο και στη μείωση της στάθμης μεγάλων ταμιευτήρων που τροφοδοτούν τα αστικά κέντρα της χώρας. Ενώ τα καταπράσινα δάση είναι κάτι θεμιτό σε πεδινές και ημιορεινές εκτάσεις, καθώς μέσω της φωτοσύνθεσης δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα και διαχέουν καθαρό οξυγόνο στην ατμόσφαιρα, σε μεγαλύτερα υψόμετρα η πυκνή βλάστηση λειτουργεί σαν σφουγγάρι που δεσμεύει το διαθέσιμο νερό από το λιώσιμο του χιονιού και τις βροχοπτώσεις. Ιδιαίτερα υπό συνθήκες πολύ υψηλών θερμοκρασιών, π.χ. καλοκαιρινοί καύσωνες, και δεδομένου ότι υπάρχει διαθέσιμο νερό, η διαπνοή των φυτών γίνεται ακόμα πιο έντονη, καθώς αυτό τα βοηθά να ρυθμίσουν στην εσωτερική τους θερμοκρασία, κάτι σαν την εφίδρωση του ανθρώπου. Έτσι, όσο πιο ζεστά είναι τα καλοκαίρια και όσο πιο πυκνή είναι η βλάστηση στα ψηλά βουνά, τόσο λιγότερο γίνεται το διαθέσιμο φρέσκο νερό που πηγάζει από αυτά, με δραματικές συνέπειες τόσο στην ύδρευση των κοινοτήτων και των πόλων όσο και στην άρδευση των πεδινών καλλιεργειών.

Οι αλλαγές αυτές στα ορεινά οικοσυστήματα μπορούν να παρομοιαστούν με έναν γόνιμο κήπο που έχει αφεθεί στο έλεος του καιρού, χωρίς παραγωγική προοπτική. Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτών των περιβαλλοντικών πιέσεων στους ανεκτίμητους γενετικούς πόρους των βουνών της Ελλάδας έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους (Theodoridisetal. 2024·Theodoridisetal. 2025). Χαρακτηριστικές είναι και οι δορυφορικές λήψεις από τις νότιες πλαγιές του Μενοικίου Όρους (Εικόνα 1), όπου διακρίνεται το φαινόμενο του «πρασινίσματος» μεταξύ 2007 και 2023.

Από την αποσπασματική στη συνδυαστική και ολιστική παρακολούθηση της περιβαλλοντικής αλλαγής σε πραγματικό χρόνο

Είναι πλέον σαφές ότι η περιβαλλοντική κρίση και οι κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών οδηγούν στην απορρύθμιση των οικοσυστημάτων και στην εξάντληση των ζωτικών φυσικών πόρων μέσω πολύπλοκων οικολογικών διεργασιών, τις οποίες μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να κατανοούμε. Τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία καλείται η επιστημονική κοινότητα να δώσει απαντήσεις αφορούν στις συνδυαστικές επιπτώσεις της περιβαλλοντικής αλλαγής σε όλα τα επίπεδα της βιοποικιλότητας, από το DNA και τα «αφανή» μικρόβια έως την ποικιλότητα των φυτών και των ζώων. Η έως τώρα συσσωρευμένη γνώση σε αυτά τα μεμονωμένα επίπεδα αρχίζει δειλάδελά να συνδυάζεται και να αποκαλύπτει μια συνολική εικόνα της αλλαγής σε οικοσυστημικό επίπεδο. Τεχνολογίες αιχμής, όπως η ανάλυση του DNA, η δορυφορική παρατήρηση, και η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκονται τώρα σε σημείο που μπορούν να ενσωματωθούν συνδυαστικά στην επιστημονική έρευνα και να την διευκολύνουν σε βαθμό που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ πριν. Ο συνδυασμός αυτών των τεχνολογιών θα μας δώσει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε την περιβαλλοντική αλλαγή σε πραγματικό χρόνο και να προβλέπουμε τις συνέπειές της στη βιοποικιλότητα και στις ζωές μας.

Σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνεται πια πως η πλανητική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον κατανοώντας και προστατεύοντας τις οικολογικές διεργασίες που ορίζουν τα οικοσυστήματα και όχι τα οικοσυστήματα ως απαράλλαχτες στο χρόνο οντότητες. Οι στρατηγικές για την προστασία των πολύτιμων φυσικών πόρων, όπως το καθαρό νερό και τα φαρμακευτικά φυτά, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις παραμέτρους που ορίζουν την αλληλεξάρτηση τους, από τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλα τα επίπεδά της έως τη συστηματική διαχείριση των δασών και την ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών