* Άρης Παπαδόπουλος, Πολιτικός Επιστήμονας, ΜSc Θεσμοί & Πολιτική Οικονομία, Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Ο κόσμος στην εποχή Τραμπ 2.0»
Σε περίπτωση που ορισμένες/ορισμένοι απορούν ακολουθώντας το ακόλουθο
σκεπτικό: «Μα γιατί κανείς να ασχοληθεί με το τι προτίθεται να πράξει ο Τραμπ
σε σχέση με τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, ενώ η ένταση με την Κίνα ή οι
εμπορικές προστριβές με την ΕΕ (θα) είναι στα ύψη», αρκεί να υπενθυμίσουμε
μερικά στατιστικά δεδομένα του ίδιου του αμερικανικού εκλογικού σώματος.
Πρώτον, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι οι οποίοι έχουν καταγωγή από
τουλάχιστον μία χώρα της Κεντρικής ή Νότιας Αμερικής (Latinos/Hispanic)
αυξήθηκαν κατά σχεδόν 4 εκατομμύρια την τελευταία τετραετία, προσεγγίζοντας τον
αριθμό των 36.200.000 ατόμων. Δεύτερον, υπολογίζεται ότι (τουλάχιστον σύμφωνα
με τα exitpolls των αμερικανικών εκλογών) τον Ντόναλντ Τραμπ προτίμησε το 42%
όσων ανθρώπων με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική άσκησαν το εκλογικό τους
δικαίωμα. Αυτό το ποσοστό ξεπερνά κατά πολύ το 29% που είχε λάβει ο υποψήφιος
των Ρεπουμπλικανών το 2016, κατά την πρώτη του επικράτηση έναντι υποψήφιας από
το Κόμμα των Δημοκρατικών. Μάλιστα, αποτελεί ιστορικό ρεκόρ για οποιονδήποτε
έως τώρα υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ενώ, στον αντίποδα, το ποσοστό
που έλαβε η Κάμαλα Χάρις ήταν, παρότι πλειοψηφικό, το χαμηλότερο που έχει λάβει
ποτέ υποψήφιος που προέρχεται από το Δημοκρατικό Κόμμα (56%). Επομένως, η
σημασία του συγκεκριμένου υποσυνόλου εντός της αμερικανικής κοινωνίας στις
μέρες μας είναι κάθε άλλο παρά αμελητέα, ενώ δύναται να έχει ρόλο-κλειδί στις
πολιτικές εξελίξεις, όπως άλλωστε συνέβη και φέτος.
Έπειτα, εγείρεται το ερώτημα: «Μα γιατί οι μετανάστες από τη Λατινική
Αμερική να έλκονται τόσο πολύ από τη ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, αφού ανήκουν
κατά πλειοψηφία στην εργατική τάξη και δεν είναι λευκοί;». Μία διεισδυτική
ματιά στις πρακτικές της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ είναι ικανή να ξεδιαλύνει, ως
έναν βαθμό, αυτή την απορία. Η επιδείνωση των σχέσεων με τη σοσιαλιστική Κούβα,
κάτι που φυσικά επέφερε και παράταση του εμπάργκο, το οποίο επί Ομπάμα είχε
μπει σε τροχιά εξομάλυνσης, η προσωρινή αναγνώριση του πραξικοπηματία Γκουαϊδό
στη Βενεζουέλα (2019), καθώς και η αμέριστη στήριξη του προσφάτως εκλεγέντα
προέδρου των ΗΠΑ σε αυταρχικούς ηγέτες που προσομοιάζουν με τον ίδιο, όπως ο
Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία και ο ΝαγίμπΜπουκέλε στο Ελ Σαλβαδόρ, είναι μερικά
μόνο δείγματα γραφής της εξωτερικής πολιτικής με τις χώρες νοτίως των ΗΠΑ στην
αμερικανική ήπειρο. Όπως προκύπτει από τις πρόσφατες εκλογές στις περισσότερες
από αυτές τις χώρες, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που έχουν πρόσφατα
ή παλαιότερα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ έχουν σαφέστατα συντηρητικές πολιτικές
ορίζουσες. Κάτι τέτοιο απορρέει είτε από τη στενή σχέση τους με το καθολικό και
το ευαγγελικό δόγμα, είτε από τη θεώρηση πως στις ΗΠΑ υπάρχει οικονομική
ανάπτυξη λόγω του οικονομικά (νεο)φιλελεύθερου μοντέλου που ακολουθείται πιστά,
επομένως οι χώρες τους έχουν οπισθοδρομήσει λόγω του ότι κυβερνώνται από
«σοσιαλιστές». Ενδεικτικά, τον Ζαΐρ Μπολσονάρου, καθώς και τον ΧαβιέΜιλέι,
τωρινό πρόεδρο της Αργεντινής, είχαν ψηφίσει άνω του 65% το 2022 και το 2023,
αντίστοιχα.
Εκτός όμως από το εσωτερικό ακροατήριο, έχει κομβική σημασία το τι
προτίθεται να πράξει η επερχόμενη διοίκηση Τραμπ στις σχέσεις με τις χώρες της
Λατινικής Αμερικής, στις περισσότερες από τις οποίες κυριαρχεί η πολιτική
πόλωση και κερδίζουν συνεχώς έδαφος οι λαϊκιστικές ρητορικές, κυρίως από την
πλευρά προσωπικοτήτων και πολιτικών σχηματισμών που κατατάσσονται στο δεξιό
άκρο του πολιτικού φάσματος, πολλές από τις οποίες μάλιστα ενισχυόμενες από τη
δική του πρόσφατη επανεκλογή. Ίσως είναι πιο χρήσιμο να διαχωριστεί η ασκούμενη
πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στα κράτη της Λατινικής Αμερικής στην παρούσα φάση σε
τρία πεδία: οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό.
Η οικονομική πολιτική του Τραμπ αναμένεται να ακολουθήσει, μάλλον
προβλέψιμα, μια πιο «προστατευτική» γραμμή, αποφεύγοντας διακρατικές εμπορικές
συμφωνίες που θεωρείται ότι πλήττουν την αμερικανική παραγωγή. Ένα παράδειγμα
είναι η πιθανή απόρριψη συμφωνιών όπως αυτή μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
της Mercosur, για τον λόγο ότι προκαλεί ανησυχίες μεταξύ των αγροτών σε πληθώρα
ευρωπαϊκών χωρών, με την κατηγορία πως θα εισάγονται φθηνά αγροτικά προϊόντα
και πρώτες ύλες. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ αναμένεται να στηρίξει ισχύουσες
συμφωνίες με στρατηγικούς εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Κολομβία, η
Παραγουάη και η Γουατεμάλα, ξεπερνώντας ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές,
καθώς η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις φθηνές τους πρώτες ύλες είναι ισχυρή,
ιδιαίτερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας, όπως η παραγωγή λιθίου για μπαταρίες
και νέες «πράσινες» τεχνολογίες.
Στο πολιτικό πεδίο, η πολιτική του Τραμπ επικεντρώνεται στη στήριξη
αυταρχικών ηγετών, όπως ο Μπουκέλε, ο Μιλέι και άλλοι. Η αντιπαράθεση με
αριστερές κυβερνήσεις, όπως αυτές της Χιλής και της Ουρουγουάης, μπορεί να
βαθύνει την πόλωση στις διμερείς σχέσεις. Αυτή η στρατηγική, αν και συμβατή με
τη λαϊκιστική ατζέντα του, ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει τις διεθνείς σχέσεις
και να προσελκύσει κριτική από οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά ζητήματα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα
ζητήματα μετανάστευσης, που ήταν άλλωστε η αιχμή του δόρατος τηςπροεκλογικής
εκστρατείας Τραμπ. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑτάσσεται αναφανδόν υπέρ της μείωσης
της εξωτερικής μετανάστευσης, με κύριο μοχλό πίεσης την ολοκλήρωση του τείχους
στα σύνορα με το Μεξικό και την αυστηρότερη φύλαξη των συνόρων. Αποσκοπεί στη
μείωση των μεταναστευτικών ροών μέσω διμερών συμφωνιών με χώρες της Λατινικής
Αμερικής, ενώ η ρητορική του κατά της «παράνομης μετανάστευσης» αποσκοπεί στην
ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας στο εσωτερικό. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική
ενδέχεται να προκαλέσει εντάσεις με γειτονικές χώρες, πλήττοντας τις εμπορικές
και κοινωνικές τους σχέσεις με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η σκληρή αυτή γραμμή μπορεί
να εντείνει την κοινωνική πόλωση, ειδικά μεταξύ Αμερικανών λατινοαμερικανικής
καταγωγής, που βλέπουν τις πολιτικές αυτές ως απειλή για τις κοινότητές τους. Η
στάση αυτή, αν και δημοφιλής μεταξύ των συντηρητικών Αμερικανών ψηφοφόρων,
ενδέχεται να υπονομεύσει τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ και να προκαλέσει κριτική
από οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά, η πολιτική του Τραμπέναντιτωνχωρών της Λατινικής
Αμερικής αναμένεται να συνδυάζει οικονομικό πραγματισμό, πολιτικό συντηρητισμό
και σκληρότητα στο μεταναστευτικό, με στόχο τη διατήρηση της αμερικανικής
επιρροής στα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της
στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της κυβέρνησηςτων Ρεπουμπλικανώννα
ισορροπήσει μεταξύ εσωτερικών και διεθνών προκλήσεων, καθώς επίσης και από τις
εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις εντός αυτών των κρατών, καθώς προς στιγμήν
εμφανίζονται, πλειοψηφικά, να βρίσκονται σε άλλο οικονομικό και πολιτικό μήκος
κύματος από τον νεοεκλεγέντα Αμερικανό πρόεδρο.