Μια πολύ απότομη αφύπνιση
Και τώρα, τι κάνουμε; Αυτή φαίνεται να είναι η αντίδραση της συλλογικής
ευρωπαϊκής ηγεσίας στην επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Μια επανεκλογή
πουδιαφαινόταν ως πολύ πιθανό ενδεχόμενο από την αρχή της προεκλογικής κούρσας
στις ΗΠΑ, αλλά που οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μάλλον προτίμησαν να
ξορκίσουν, αντί να προετοιμαστούν για αυτήν, στοιχηματίζοντας στη νίκη της
ΚάμαλαΧάρρις και δίνοντας πίστη στις δημοσκοπήσεις που την έφερναν πρώτη, οι
οποίες, φευ, διαψεύστηκαν για μία ακόμα φορά.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κάποιος να δώσει άδικο στους Ευρωπαίους
ηγέτες, δεδομένης της δεδηλωμένης αντιπάθειας που τρέφει ο νεοεκλεγείς
Αμερικανός πρόεδρος για τους περισσότερους από αυτούς –αντιπάθεια προφανώς
αμοιβαία–και των επίσης δεδηλωμένων προθέσεών του πάνω σε μια σειρά από
ζητήματα μείζονος σημασίας για τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά μάλλον δευτερεύουσας
για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Εξάλλου, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι διαφορετικό θα μπορούσαν να είχαν
κάνει οι Ευρωπαίοι κατά τους τελευταίους μήνες.Θεωρητικά, πολλά, αλλά πρακτικά
μάλλον τίποτα, κάτι που, αν μη τι άλλο, είναι δηλωτικό των αδιεξόδων στα οποία
οι ίδιοι αυτοεγκλωβίστηκαν τα προηγούμενα έτη, αλλά και της πραγματικής
αδυναμίας τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Σε αντίθεση με τα θρυλούμενα στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, είναι μάλλον
απίθανο ότι ο Τραμπ θα «εγκαταλείψει» την Ευρώπη. Είναι αλήθεια ότι στην
πολιτική φιλοσοφία του κινήματος MAGA και AmericaFirstενυπάρχει ένα στοιχείο
απομονωτισμού. Πλην όμως, θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς ότι η αμερικανική
υπερδύναμη απλά θα αποσυρθεί από τις περιφερειακές ζώνες που η ίδια θεωρεί
τμήμα της σφαίρας επιρροής της – μεταξύ των οποίων είναι και η ευρωπαϊκή
ήπειρος.
Αυτό που θα κάνει η διακυβέρνηση Τραμπ είναι να επιδιώξει αυτά που η
ίδια θεωρεί θεμελιώδη αμερικανικά συμφέροντα,χωρίς να υπολογίζει ιδιαίτερα τη
γνώμη και τις προτεραιότητες των Ευρωπαίων «εταίρων», τους οποίους θα
προτιμήσει να χειρίζεται σε διμερή βάση και όχι ως ενιαίο σύνολο–που, άλλωστε,
δεν είναι– ευνοώνταςτουςελάχιστους φίλους που διαθέτει στα ευρωπαϊκά
ανακτοβούλια (βλ.Όρμπαν και Μελόνι). Αφενός, θα τους υποχρεώσει να επωμιστούν
οι ίδιοι το μεγαλύτερο βάρος της ασφάλειας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια – πάνταυπό
την αιγίδα του ΝΑΤΟ και χωρίς να τους επιτραπεί να αναπτύξουν μια αληθινά
αυτόνομη από τις ΗΠΑ αμυντική ικανότητα. Αφετέρου, δεν θα διστάσει να κηρύξει
ακόμα και εμπορικό πόλεμο στην ΕΕ, εάν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον
της αμερικανικής βιομηχανίας και του δολαρίου. Όσον, δε, αφορά τους
περιφερειακούς πολέμους–Ουκρανία, Γάζα/Λίβανος και, εσχάτως, αναζωπυρωμένη
Συρία– ο νέος Λευκός Οίκος θα ασχολείται απευθείας με αυτούς που θεωρεί
ισότιμους παίκτες: τη Ρωσία, την Τουρκία, το Ιράν, το Ισραήλ και την Κίνα. Στην
κοσμοθεωρία Τραμπ, σε αυτούς δεν συγκαταλέγεται η Ευρώπη, την οποία βλέπει (όχι
άδικα) ως αδύναμη και διχασμένη και η οποία κινδυνεύει να περιοριστεί στον ρόλο
του παρατηρητή ή/και παρόχου «ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας», αφού θα
έχουν προηγηθεί οι συνεννοήσεις των «μεγάλων».
Η χειραφέτηση της Ευρώπης θα περιμένει για πολύ
Υπό κανονικές συνθήκες, αντί οι Ευρωπαίοι να ανησυχούν για το εάν οι ΗΠΑ
υπό τον Τραμπ θα απεμπλακούν από τη Γηραιά Ήπειρο, θα έπρεπε να το εύχονται. H
έλευση της εποχής Τραμπ, μακριά από τον χειρότερο εφιάλτη τους, θα μπορούσε να
αποδειχθεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν ablessingindisguise, δρώντας ως
καταλύτης για τον βίαιο αλλά αναγκαίο απογαλακτισμό της Ευρώπης από τις ΗΠΑ,
που θα άνοιγε τον δρόμο για την περίφημη «στρατηγική αυτονομία».
Τι ακριβώς θα σήμαινε αυτό;
Καταρχάς, την απόρριψη της ψευδαίσθησης ότι υπάρχει μία και ενιαία Δύση,
της οποίας οι δύο ευρω-ατλαντικοί πυλώνες είναι ισότιμοι και μοιράζονται τις
ίδιες αξίες και κυρίως τα ίδια συμφέροντα. Οι ΗΠΑ ποτέ μεταπολεμικά δεν
θεωρούσαν την Ευρώπη ισότιμη, αλλά στην καλύτερη περίπτωση ελάσσονα εταίρο, αν
όχι υποτελή. Η εκλογή Τραμπ το μόνο που κάνει είναι να αφαιρεί ένα ωραίο
περίβλημα, αποκαλύπτοντας την αλήθεια, που ήταν ανέκαθεν κοινό μυστικό.
Επομένως, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να μάθουν εκ νέου τι ακριβώς σημαίνει
κυριαρχία, ποια είναι τα κοινά συμφέροντα των κρατών τους και πώς μπορούν αυτά
να επιδιωχθούν συλλογικά. Για παράδειγμα, καλό θα ήταν να αναρωτηθούν εάν είναι
προς το συμφέρον τους η συνέχιση και η κλιμάκωση των πολέμων στην Ουκρανία και
στην Εγγύς Ανατολή ή μήπωςθα έπρεπε να συνδιαμορφώσουν με τις άλλες δυνάμεις
της περιοχής μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική ειρήνης, ευημερίας και ασφάλειας,
αντί να ακολουθούν άκριτα τους Αμερικανούς σε κάθε νέα πολεμική τους περιπέτεια
ή, ενίοτε, να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως.
Έπειτα, αναγκαία προϋπόθεση των αμέσως ανωτέρωείναι να αφήσουν επιτέλους
οι Ευρωπαίοι κατά μέρος την υπεροψία που πηγάζει από την ακλόνητη πεποίθησή
τους στην ανωτερότητα του δικού τους πολιτισμού και των δικών τους αξιών.
Πεποίθηση που δεν συμμερίζονται οι χώρες του παγκόσμιου Νότου, η συνεργασία με
τις οποίες είναι απαραίτητη, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο της παράτυπης
μετανάστευσηςκαι για τηνπρομήθεια της ενέργειας και των πρώτων υλών που
χρειάζονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Ασφαλώς, οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο και
δικαίωμα να αισθάνονται υπερήφανοι για την κουλτούρα τους, να τη διατηρούν και
να την προστατεύουν– και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι κάνουν ιδιαίτερα καλή δουλειά
ούτε σε αυτό τον τομέα. Ωστόσο, στον πολυκεντρικό κόσμο του 21ου αιώνα,
ηπροσέγγιση της Ευρώπης προς τους γείτονές της οφείλει να είναι αυτή του
έντιμου και επωφελούς εταίρου, διότι η παλαιά διεθνής τάξη, που βασιζόταν στους
δυτικούς κανόνες, τους οποίους ο υπόλοιπος κόσμος όφειλε να τηρεί για να είναι
«πολιτισμένος»,δεν υπάρχει πια.Ρητορική τύπου «η Ευρώπη είναι κήπος που
περιβάλλεται από ζούγκλα» και «φιλελεύθερες δημοκρατίες εναντίον αυταρχικών
καθεστώτων» δεν βοηθούν. Και αν η Ευρώπη δεν έχει αυτή την προσέγγιση, υπάρχουν
άλλοι, εξίσου αρχαίοι και σπουδαίοι πολιτισμοί (βλ. Κίνα), που ήδη την
εφαρμόζουν επιτυχώς.
Τέλος, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα έπρατταν καλώς να θυμηθούν ότι η
raisond'êtreτης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ποτέ δεν ήταν η πολεμική προπαρασκευή
(το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα), ούτε η υποκατάσταση των εκλεγμένων ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων από μια εκτός δημοκρατικού ελέγχου και
λογοδοσίαςευρω-γραφειοκρατία, αλλά η επίτευξηενόςυψηλού βιοτικού επιπέδου των
ευρωπαϊκών λαών μέσωτης ΚοινήςΑγοράς, πολιτικών συνοχής και της από κοινού
ανάπτυξης της ευρωπαϊκής παραγωγικής και βιομηχανικής βάσης, του πολιτισμού,
της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό απαιτούν οι πολίτες της Ευρώπης, όχι
τηδιαχείριση της αργόσυρτης παρακμής της. Και σε αυτό είναι που η θεσμικά
οργανωμένη συλλογική Ευρώπη έχει αποτύχει.
Θα ήθελε κανείς να είναι αισιόδοξος ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα είχαν
την πρόθεση και την ικανότητα να εκμεταλλευτούν, αυτή τη φορά, την εξαιρετική
ευκαιρία που τους δίνει η επάνοδος Τραμπ. Ωστόσο, οι δηλώσεις και οι κινήσεις
τους δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ενδεικτικά, πριν καν αναλάβει
καθήκοντα ο τελευταίος, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτείνει την ολική
αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από το (ακριβότερο) αμερικανικό LNG, ο
Πολωνός πρόεδρος και κορυφαίοι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ καλούν σε αύξηση των
αμυντικών δαπανών αρκετά πάνω από το 2%του ΑΕΠ,που θεωρείτο ο στόχος μέχρι
σήμερα, και διάφορα ευρωπαϊκά κράτη συζητούν για το πώς θα συνεχίσουν να
τροφοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία μόνα τους, ακόμα κι αν οι Αμερικανοί
αποφασίσουν να αποσυρθούν, ανεξάρτητα από το πόσο εκτός πραγματικότητας είναι
κάτι τέτοιο.
Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, την ίδια ώρα που δηλώνουν έτοιμοι να
κάνουν την Ευρώπη απρόσβλητη από τον προβλέψιμα απρόβλεπτο Αμερικανό πρόεδρο
(χωρίς να εξηγούν πώς), στην πραγματικότητα εμφανίζονται απολύτως πρόθυμοι να
κάνουν αυτά ακριβώς που απαιτεί ο Ντόναλντ Τραμπ από αυτούς.