Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Κυριακή Ε´ Λουκά (10 Νοεμβρίου 2024)


Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς10:25-37

Ἡ παραβολὴτοῦΚαλοῦ Σαμαρείτη

Ἡ περικοπὴποὺἀκούσαμε σήμερα, εἶναι ἡ ὡραίαπαραβολὴτοῦκαλοῦ Σαμαρείτη. Τὴνἀναφέρει μόνον ὁ Λουκᾶς.

Ἐκεῖποὺ δίδασκε ὁ Ἰησοῦς, σηκώθηκε ἕνας διδάσκαλος τοῦμωσαϊκοῦ νόμου, γιὰνὰ πειράξει τὸν Κύριό μας. Προφανῶςἤθελενὰἀποδείξειὅτι ὁ Χριστὸςδὲν γνώριζε τὸν νόμο. Τὸν ρωτάει, λοιπόν: “Διδάσκαλε, τί νὰ κάνω, γιὰνὰ κληρονομήσω τὴνζωὴτὴναἰώνια;”. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ἀπὸἐρωτώμενος γίνεται ἐρωτῶν: “Τί γράφει ὁ μωσαϊκὸς νόμος; Τί διαβάζεις ἐκεῖ γι’ αὐτὸτὸ θέμα;”. Ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπαντᾶμὲτὶς δύο ἐντολὲςτῆςἀγάπης, πρὸςτὸνΘεὸκαὶτὸν πλησίον: Πρῶτο, νὰἀγαπᾶμετὸνΘεὸμὲὅλητὴν καρδιά μας, μὲὅλητὴν ψυχή μας, μὲὅλητὴ δύναμή μας· καὶ δεύτερο, νὰἀγαπᾶμετὸν πλησίον μας σὰντὸνἑαυτό μας. Τότε ὁ Κύριος, σαφῶςμὲαὐθεντίακαὶἐντολή, τοῦ λέγει: “Ἀπήντησεςὀρθῶς. Aὐτὰνὰ κάνεις, καὶθὰ ζήσεις”. Ἀλλὰ ὁ νομικὸςἤθελενὰ δικαιολογήσει τὸνἑαυτό του, γιατί ἦτανσὲμειονεκτικὴ θέση, καὶεἶπεστὸνἸησοῦ: “Ποιόν πρέπει νὰθεωρῶ πλησίον μου, κατὰτὴ Γραφή;”. Τότε ὁ Κύριος ἀπάντησεμὲτὴνπαραβολὴτοῦκαλοῦ Σαμαρείτη, ποὺδὲνθὰἦτανἄστοχο, ἂν λέγαμε ὅτιεἶναι μία περίληψη τοῦεὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἕναςἄνθρωπος -προφανῶςἸουδαῖος, ποὺἐπίτηδες ὁ Ἰησοῦςτὸἀποσιωπᾶ- κατέβαινε ἀπὸτὴνἸερουσαλὴμστὴνἸεριχώ. Ὁ δρόμος αὐτὸςἦταν δύσκολος καὶἐπικίνδυνος. Καθ’ ὁδόν, λοιπόν, ἔπεσεσὲἐνέδραληστῶν, οἱὁποῖοιὄχι μόνον τοῦπῆραντὰ χρήματα, ἀλλὰκαὶτὸνἔγδυσαν, τοῦ προξένησαν πληγὲς, τὸνἄφησαν μισοπεθαμένο καὶἔφυγαν. Κατὰ σύμπτωση ἕναςἱερέαςπερνοῦσεἀπὸἐκεῖνοντὸν δρόμο. Εἶδετὸν μισοπεθαμένο καὶτὸν προσπέρασε. Τὸἴδιοἔκανεκαὶἕνας λευίτης, ποὺ ἡ ὑπηρεσία του ἦταννὰβοηθᾶτὸνἱερέαστὸνναὸκαὶνὰ φυλάγει τὰἱερὰ σκεύη. Πέρασε ἀπὸἐκεῖ, εἶδετὸν πληγωμένο καὶτὸν προσπέρασε. Ὅμως κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ πέρασε ἀπὸἐκεῖ, ἦλθεκοντὰστὸν μισοπεθαμένο, τὸνεἶδεσὲ τί κατάσταση βρισκόταν καὶτὸν λυπήθηκε. Τὸν πλησίασε, ἔπλυνετὰ τραύματά του καὶτὰἄλειψεμὲ λάδι καὶ κρασί. Οἱταξιδιῶτεςεἶχαν πάντοτε μαζί τους ψωμί, λάδι καὶ κρασί. Τὸ λάδι τὸχρησιμοποιοῦσανσὰνμαλακτικὸκαὶτὸκρασὶσὰνἀντισηπτικό. Κατόπιν ὁ Σαμαρείτης ἔδεσεμὲἐπιδέσμουςτὶςπληγὲςτοῦ πληγωμένου, τὸνἀνέβασεστὸζῶο του καὶτὸνὁδήγησεσὲ κάποιο χάνι. Τὸν περιποιήθηκε καὶτὴνἄλλη μέρα, ποὺἔφευγε, ἔβγαλε δύο δηνάρια. Ἕνα δηνάριο τότε ἦτανἕναἡμερομίσθιο. Τὰἔδωσεστὸν πανδοχέα καὶτοῦεἶπε: “Φρόντισε νὰ γίνει καλά. Ὅ,τι ξοδέψεις ἐπιπλέον, ἐγὼθὰ γυρίσω καὶθὰτὸ πληρώσω”.

Μετὰἀπὸτὴν παραβολή, ὁ Κύριος γυρίζει στὸν νομοδιδάσκαλο καὶτὸνρωτᾶ: “Λοιπόν, ἀπὸαὐτοὺςτοὺςτρεῖς, τὸνἱερέα, τὸν λευίτη, τὸν Σαμαρείτη, ποιός νομίζεις ὅτιἔγινε, ὅτιἀποδείχθηκε πλησίον ἐκείνουποὺἔπεσεστὰ χέρια τῶνληστῶν;”. Καὶ ὁ νομικός: “Αὐτὸςποὺἔδειξεἔλεος”. “Πήγαινε, λοιπόν”, τοῦ λέγει ὁ Κύριος, “κάνε πάντα καὶσὺτὸἴδιο”.

Ἡ παραβολὴτοῦκαλοῦ Σαμαρείτη, ἀγαπητοί μου, ἔχεινὰμᾶς διδάξει πολλά. Ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπηπρὸςτὸν πλησίον, δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν κριτήρια φυλετικά, θρησκευτικά· στοιχίζει· ἀντιμετωπίζει κινδύνους· κανένα δὲνθεωρεῖἐχθρό.

ΟἱΣαμαρεῖτες τότε προέρχονταν ἀπὸἐπιμιξίες. Ἀναμίχθηκανἔποικοι, φερμένοι ἀπὸτὰ μέρη τῆςἈσσυρίας, εἰδωλολάτρες, μὲὅσουςεἶχανἀπομείνειστὴ Σαμάρεια, μετὰἀπὸτὴβαβυλώνιααἰχμαλωσία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης δὲνἔλαβεὑπ’ ὄψιν του ὅτι ὁ πληγωμένος ἦτανἸουδαῖος, ποὺ κατέβαινε ἀπὸτὴνἸερουσαλὴμστὴνἸεριχώ. Τὸν περιποιήθηκε, ἂνκαὶ καταλάβαινε ποῦἀνῆκε. Καὶμεῖςὀφείλουμενὰ φροντίζουμε κάθε ἄνθρωποἐμπερίστατο, ἀνεξαρτήτωςφυλῆς. Στὸ πρόσωπο κάθε πονεμένου ἀνθρώπου βλέπουμε τὸνἴδιοτὸν Χριστό, ὅπωςΑὐτὸςμᾶςτὸἔχειπεῖ.

ΟἱΣαμαρεῖτες λάτρευαν τὸνΘεὸστὸὄροςΓαριζίν, ἰσχυριζόμενοιὅτιἐκεῖοἱἸσραηλῖτεςἔκτισαντὸπρῶτο θυσιαστήριο. Ἀντίθετα, οἱἸουδαῖοι λάτρευαν τὸνΘεὸστὸνναὸτοῦΣολομῶντος. Ἡ ἔχθρα τους μάλιστα κρατοῦσεἀπὸτὴνἐποχὴμετὰἀπὸτὴβαβυλώνιααἰχμαλωσία. Παρὰτὴ μεγάλη διαφορά θρησκευτικότητας, ὁ Σαμαρείτης φρόντισε τὸνἸουδαῖο. Καὶμεῖςἔχουμεκαθῆκοννὰ δείξουμε τὴνἀγάπη μας σὲ κάθε ἄνθρωπο, χωρὶςνὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψησὲποιό θρήσκευμα ἀνήκει.

Ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία στοιχίζει· δὲνεἶναιἀδάπανη. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης χρησιμοποίησε τὸ λάδι καὶτὸκρασὶποὺεἶχε, ἀπαραίτηταγιὰτὸ ταξίδι του, καὶ δαπάνησε χρήματα γιὰτὸπανδοχεῖο· συμφώνησε μάλιστα νὰ δώσει καὶὅ,τιἐπιπλέονχρειασθεῖ. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Μήπως ἡ ἀγάπη μας εἶναιἀνέξοδη; Δὲνμᾶς στοιχίζει; Ὅπως λέγει ὁ ἀδελφόθεοςἸάκωβος, ἂνποῦμεστὸν πεινασμένο, πήγαινε στὸ καλό, ζεστάσου καὶ χόρτασε, ἀλλὰδὲντοῦ δώσουμε αὐτὰποὺ χρειάζεται, ποιόεἶναιτὸὄφελος; Δὲν φθάνουν τὰ λόγια. Χρειάζονται καὶ πράξεις.

Τὸἔλεός μας στὸν πλησίον ἀντιμετωπίζεικαὶ κινδύνους. Ὁ Σαμαρείτης δὲν φοβήθηκε μήπως κάπου ἐκεῖκοντὰεἶναιοἱ ληστές, ποὺἄφησανἑτοιμοθάνατοτὸνἸουδαῖο. Κατέβηκε ἀπὸτὸζῶο, ἔχασε χρόνο μὲτὸνὰ δέσει καὶνὰπεριποιηθεῖτὶς πληγές του, στερήθηκε τὸζῶο χάριν τοῦἑτοιμοθάνατουκαὶἔφυγε. Κινδύνευε. Δὲνὑπολόγιζετὸν κίνδυνο. Καὶμεῖςὀφείλουμε, χάριν τῶν πονεμένων καὶ καταδιωγμένων, νὰ ριψοκινδυνεύουμε. Ἄλλωστε, δὲνἔχουμεκαὶ λίγα τέτοια παραδείγματα ἀπὸτὴνζωὴκαὶτὴνἱστορία.

Ἡ εὐσπλαχνίαδὲνὑπολογίζειἐὰναὐτὸςποὺ φροντίζουμε εἶναιἐχθρός μας. ΣαμαρεῖτεςκαὶἸουδαῖοι βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἔχθρα μεταξύ τους. ὍτανοἱἸουδαῖοι θέλησαν, μετὰτὴνἐπιστροφή τους ἀπὸτὴναἰχμαλωσία, νὰἀνοικοδομήσουντὸνναὸστὰἸεροσόλυμα, οἱΣαμαρεῖτες ζήτησαν νὰ βοηθήσουν καὶαὐτοὶστὴνἀνοικοδόμηση. ΟἱἸουδαῖοιἀρνήθηκαν. Ὕστεραἀπ’ αὐτό, οἱΣαμαρεῖτεςἀπέστειλανἐπιστολὴστὸνβασιλιᾶτῶνΠερσῶνκαὶ συκοφάντησαν τοὺςἸουδαίους. Τὸἀποτέλεσμαἦταννὰδιακοποῦνοἱἐργασίεςτῆςἀνοικοδόμησης. Ἀπὸ τότε οἱἸουδαῖοιθεωροῦσαντοὺςΣαμαρεῖτεςἄσπονδουςἐχθρούς. Κι, ὅμως, ὁ Σαμαρείτης περιποιήθηκε ἕνανἐχθρό του. Αὐτὸμᾶς δείχνει ὅτιτὸἔλεοςδὲν βλέπει ἄν κάποιος εἶναιἐχθρός μας. Ἄλλωστε ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε νὰἀγαπᾶμετοὺςἐχθρούς μας.

Ὅμως, γιὰνὰ βιώσουμε ἔτσιτὴνἀγάπη, χρειάζεται πρῶτανὰἔχουμεἀποδεχθεῖἐμεῖςτὴνἀγάπητοῦΧριστοῦ, νὰ γνωρίσουμε τὴ θυσία Του γιὰ χάρη μας. Οὐδεὶςἄλλος γνώρισε τόσο βαθειὰτὸν δικό μας πόνο, τὶς θλίψεις μας, τὶςἀνάγκες μας, ὅσο ὁ Κύριός μας, ὁ ἀληθινὸςΚαλὸς Σαμαρείτης.

ἘκτῆςἹερᾶς Μητροπόλεως