Πολύ ωραία η έκθεσή σας, κύριε Ντράγκι
O μέχρι πρότινος «Τσάρος» της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και
τεχνολογικής καινοτομίας, ο Γάλλος ΤιερίΜπρετόν, ήταν ιδιαίτερα καυστικός στην
επιστολή παραίτησής του προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ώρες πριν ανακοινωθεί
η σύνθεση του δεύτερου Κολεγίου υπό την προεδρία της τελευταίας. Την κατηγορεί
ανοιχτά για παρασκηνιακή συμπαιγνία με τον Εμανουέλ Μακρόν, με στόχο τη δική του
απομάκρυνση και με αντάλλαγμα ένα «αναβαθμισμένο» χαρτοφυλάκιο για τη Γαλλία,
κάτι που, σημειωτέον, δεν διαψεύστηκεαπό τις Βρυξέλλες, αλλά ούτε και από το
Παρίσι, ενώ θα ταίριαζε στην πολιτική και προσωπική ιδιοσυγκρασία και των δύο
πρωταγωνιστών.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπρετόν είχε ενοχλήσει πολλούς – και όχι μόνο στις
Βρυξέλλες. Μια άλλη πρόσφατη επιστολή του, προς τον δισεκατομμυριούχοΈλονΜασκ,
ιδιοκτήτη (μεταξύ πολλών άλλων) της ιδιαίτερα επιδραστικήςπλατφόρμας Χ, με την
οποία τον προειδοποιούσε με συνέπειες εφόσον δεν συμμορφωνόταν με τους
ευρωπαϊκούς κανόνες περί ελέγχου online περιεχομένου και καταστολής της
«παραπληροφόρησης», είχε προκαλέσει αντιδράσεις από όσους την είδαν σαν μια
απόπειρα λογοκρισίας και είχε αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να πάρει ανοιχτά
αποστάσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο Μπρετόν, πρώην
ηγετικό στέλεχος του (χειμαζόμενου) γαλλικού τεχνολογικού κολοσσού
Atos,υπήρξε εμπνευστής και ένθερμος υποστηρικτής των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών για
την ανάκτηση μέρους, έστω, της χαμένης πρωτοκαθεδρίας στην έρευνα και την
καινοτομία, προωθώντας πρωτοβουλίες όπως η δημιουργία ενός δικτύου
υπερυπολογιστών, η επένδυση στην τεχνητή
νοημοσύνη και η εκτόξευση ενός ευρωπαϊκού αστερισμού τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων
για ασφαλές διαστημικό ίντερνετ, ανταγωνιστικού του (επίσης ιδιοκτησίας Μασκ)
Starlink.
Μένει να φανεί πόσο «αναβαθμισμένη» θα είναι στην πράξη η Γαλλία τα
επόμενα πέντε έτη στους διαδρόμους εξουσίας των Βρυξελλών. Το σίγουρο είναι ότι
η θητεία της δεύτερης Επιτροπής φον ντερ Λάιενξεκινά με προμετωπίδα την
«ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα». Αυτό ενδέχεται να σηματοδοτεί επιστροφή σε έναν
περισσότερο κλασικό, οικονομικό ρόλο για την ΕΕ, πιθανότατα όχι ασύνδετα με την
αποτυχία των μεγαλεπήβολων γεωπολιτικών οραμάτων περί στρατηγικής αυτονομίας, που
δείχνουν να έχουν κολλήσει στη λάσπη της απέραντης ουκρανικής πεδιάδας.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, η περίφημη Έκθεση του πρώην προέδρου της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (και Ιταλού πρωθυπουργού) Μάριο Ντράγκι
δημοσιεύθηκε την πιο κατάλληλη στιγμή.
Εν μέσω μιας ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης, που μόνο επέτεινε την
προϊούσα στασιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και ευρύτερα παραγωγικής
δραστηριότητας, ο Ντράγκι ανέλαβε τον ηράκλειο άθλο να διατυπώσει προτάσεις
πάνω σε τρεις άξονες: πρώτον, το κλείσιμο του συνεχώς διευρυνόμενου
τεχνολογικού χάσματος μεταξύ της ΕΕ αφενός και των ΗΠΑ και της Κίνας αφετέρου× δεύτερον, την ευθυγράμμιση της ενεργειακής
μετάβασης από τον άνθρακα στο υδρογόνο με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας× και, τρίτον, την ενίσχυση της ευρωπαϊκής
στρατηγικής αυτονομίας μέσω της αυτάρκειας.
Χωρίς δυσκολία θα συμφωνούσε κάποιος ότι ο Ντράγκι προβαίνει σε μια
σειρά από μάλλον προφανείς διαπιστώσεις και διατυπώνει κάποιες προτάσεις που
επίσης (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητες. Αυτές που καλύφθηκαν εκτενέστερα από
τον ευρωπαϊκό Τύπο αφορούν την αντιμετώπιση της υπερβολικής γραφειοκρατίας, που
καθηλώνει τις ευρωπαϊκές εταιρίες τεχνολογίας και, κυρίως, τη διοχέτευση ενός
μεγάλου και εξαιρετικά φιλόδοξου πακέτου ευρωπαϊκών επενδύσεων –ύψους 800
δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως– στην ευρωπαϊκή οικονομία καινοτομίας και υψηλής
τεχνολογίας με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς της έναντι της
αντίστοιχης αμερικανικής και κινεζικής.
Ευγενής στόχος ασφαλώς, ιδίως ως προς τον τρόπο χρηματοδότησής του: με
έκδοση κοινού δανεισμού από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού
Ταμείου Ανάκαμψης. Και στο σημείο αυτό είναι που αρχίζουν τα προβλήματα και,
κατά κάποιον τρόπο, λήγει η συζήτηση, πριν καν ξεκινήσει. Από την πλευρά της
Γερμανίας –και συγκεκριμένα, του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ– δεν
άργησε να έρθει η κάθετη απόρριψη οποιαδήποτε σκέψης να επαναληφθεί η
(επιτυχημένη, εν πολλοίς) «εξαίρεση» του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ την
ίδια θέση επανέλαβε ο επικεφαλής του CDU –και πιθανός επόμενος Καγκελάριος–
Φρίντριχ Μερτς. Και μολονότι ο συνάδελφος του Λίντνερ στην Ομοσπονδιακή
Κυβέρνηση Ρόμπερτ Χάμπεκ χαιρέτισε «καταρχήν» τις προτάσεις του Ντράγκι, οι
ενστάσεις των «Φειδωλών» στην έκδοση ευρωμολόγων πολύ δύσκολα θα υπερκεραστούν
αυτή τη φορά.
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται από την ΕΕ στόχοι όπως
αυτοί της Έκθεσης Ντράγκι. Στις αρχές του 21ου αιώνα η ΕΕ φιλοδοξούσε να
καταστεί η πιο ανταγωνιστική οικονομία της καινοτομίας του πλανήτη ως το 2010.
Η οικονομική κρίση έδωσε άδοξο τέλος σε αυτό το σχέδιο×ούτε όμως το Σχέδιο Γιούνκερ που το
διαδέχθηκε είχε καλύτερη τύχη.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρημάτων
Μια λιγότερο συναρπαστική –αλλά περισσότερο αληθινή– ιστορία της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα αποτελούταν από την παράθεση ατελείωτων αντεγκλήσεων
σε ευρωπαϊκές ΣυνόδουςΚορυφής και Συμβούλια Υπουργών με αντικείμενοπώς θα
βρεθούν καιπού θα διοχετευθούν χρηματοδοτικοί πόροι. Η τωρινή συγκυρία δεν
είναι παρά η επιβεβαίωση αυτού του κανόνα – και μάλιστα σε ένα περιβάλλον
μεγάλης οικονομικής στενότητας για την Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το πρόβλημα της
χαμένηςευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας –ακριβέστερα:της ανταγωνιστικότητας των
ευρωπαϊκών οικονομιώνστο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς και της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης–θα υπήρχε ακόμα και αν η ΕΕ διέθετε περισσότερα κονδύλια
από όσα θα μπορούσε να ξοδέψει. Είναι πρόβλημα βαθιά δομικό, συνυφασμένο με τον
τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του ίδιου τουσυστήματος ευρωπαϊκής
διακυβέρνησης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το μεγάλο πλεονέκτημα της Έκθεσης Ντράγκι
βρίσκεται λιγότερο στο περιεχόμενο των προτάσεών της και περισσότερο στον
προσανατολισμό της: δεν ασχολείται με μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και με
την περαιτέρω εμβάθυνση και θεσμική ολοκλήρωση της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ,
κατά το πρότυπο κάποιων μεγαλόσχημων–και εντελώς εκτός πραγματικότητας–
διακηρύξεων του παρελθόντος, αλλά με ένα χειροπιαστό και πρακτικό αντικείμενο
στο οποίο, πράγματι, θα μπορούσε θεωρητικά η ΕΕ να συνεισφέρει. Εδώ όμως
εντοπίζεται και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της: βασίζεται σε μια ΕΕ που είναι
έτσι δομημένη, ώστε να εγγυάται ότι καμία από τις προτάσεις του Ντράγκι δεν
πρόκειται να υλοποιηθεί.
Πράγματι, είναι μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη άσκηση να εισηγείται κανείς
την κατάργηση των πολυπλόκαμων γραφειοκρατικών βαρών που καταπνίγουν την
ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα στους τομείς τεχνολογικής αιχμής σε έναν κατεξοχήν
γραφειοκρατικό οργανισμό, που σε μεγάλο βαθμό υπάρχει πλέον για να αναπαράγει
τον εαυτό του και να εκδίδει τόμους περίπλοκων ρυθμίσεων, η ερμηνεία των οποίων
απαιτεί την κατανόηση μιας γλώσσας προσιτής μόνο στους μυημένους.
Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να αγνοηθεί ότι, για παράδειγμα, εντός της
Επιτροπής υπάρχει ένα πανίσχυρο χαρτοφυλάκιο –αυτό του Ανταγωνισμού– αποστολή
του οποίου είναι, ακριβώς, να αποτρέπει τις συγκεντρώσεις ευρωπαϊκών
επιχειρήσεων και τη σύμπηξη κοινοπραξιών, που όμως συνιστούντην αναγκαία
συνθήκηγια τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας με πιθανότητες επιτυχίας απέναντι
στους αμερικανικούς και ασιατικούς γίγαντες; Ή –πολύ σημαντικότερο– ότι αυτή η
ίδια, εγγενώς ανολοκλήρωτη και αποτυχημένη Ευρωζώνη, πιστήστο ευαγγέλιο της
λιτότητας που λέγεται «Σύμφωνο Σταθερότητας», δημιουργεί τις συνθήκες
δημοσιονομικής ασφυξίας που πνίγουν εν τη γενέσει τους τις όποιες προοπτικές
ανάκαμψης;
Παρά τις σποραδικές περί του αντιθέτου ρητορικές διαβεβαιώσεις, η ΕΕ, με
τη σημερινή της θεσμική μορφή, είναι δομικά ανίκανη να σκεφτεί με όρους ευρωπαϊκής
κυριαρχίας. Υπήρξε χρήσιμη στα κράτη-μέλη και τους Ευρωπαίους πολίτες όχι όταν
εφάρμοσε το κανονιστικό της πλαίσιο, αλλά όταν το παρέκαμψε: η μεγαλύτερη
βοήθεια που προσέφερε τα τελευταία χρόνια ήταν η (προσωρινή) αναστολή του
φρένου χρέους και ελλείμματος που περιέχεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και του
νομικού μηχανισμού για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων κατά την περίοδο της
πανδημίας.Ειρωνικά, για μία φορά η επίκληση του καθεστώτος εξαίρεσης υπήρξε
εποικοδομητική, αλλά δεν άργησε η επιστροφή στην κανονικότητα.
Υπό αυτή την έννοια, ο Μπρετόν, ο άνθρωπος που θα αναλάμβανε την
υλοποίηση των προτάσεων Ντράγκι ως κάτοχος του σχετικού χαρτοφυλακίου
Εσωτερικής Αγοράς στη δεύτερη Επιτροπή φον ντερ Λάιεν, ίσως και να έφυγε
έγκαιρα.