Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Από τη «φτηνή ανάπτυξη» στη βιώσιμη προοπτική: Προκλήσεις και στρατηγικές για την Ελλάδα

Λόης Λαμπριανίδης. Οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ.

Στο άρθρο αυτό υποστηρίζω πως η χώρα έχει από καιρό υιοθετήσει πολιτικές που οδηγούν σε κακές συνθήκες εργασίας και περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε ένανφαύλο κύκλο υπανάπτυξης. Για να ξεφύγει από αυτά τα προβλήματα, πρέπει να δημιουργήσει ένα ισχυρό αναπτυξιακό κράτος και να επιδιώξει τη μετάβαση σε μια οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας, αντιμετωπίζοντας ολιγαρχία, δημογραφικό και braindrain.

Ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και θα πρέπει να δούμε τι ρόλο μπορεί να έχει η Ελλάδα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η Ελλάδα, ακόμη και σήμερα, παρ’ όλες τις τεράστιες μειώσεις της τελευταίας 10ετίας, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί στη βάση χαμηλού κόστους εργασίας. Ο μέσος μικτός μισθός είναι 20πλάσιος ή και υψηλότερος από αυτόν σε πολλές χώρες του κόσμου (Βραζιλία, Φιλιππίνες, Αργεντινή, Ουκρανία, Γεωργία, Κροατία κτλ.). Η Ελλάδα δεν πρέπει να θέλει να ανταγωνιστεί στη βάση χαμηλού κόστους εργασίας, γιατί τα μεγάλα οφέλη πηγαίνουν σε αυτούς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. από την τιμή πώλησης του ipad η εργασία αμείβεται με 7%, ενώ η Appleμε 32%).

Κι όμως, στη χώρα μας ακολουθείται, εδώ και χρόνια, πολιτική «φτηνής ανάπτυξης». Αυτή περιλαμβάνει χαμηλό κόστος εργασίας, κακές συνθήκες εργασίας, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις και περιορισμένη προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το μοντέλο αυτό δημιουργεί υψηλή ζήτηση για ανειδίκευτη-μέσης ειδίκευσης απασχόληση και πολύ περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένη. Έτσι, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά braindrain, ενώ συχνά αυτοί που μένουν δεν αξιοποιούνται (brainwaste) και τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός ατόμων υψηλής ειδίκευσης που μένουν μεν στην Ελλάδα, αλλά εργάζονται για επιχειρήσεις του εξωτερικού. 

Είναι χαρακτηριστικό πως η κυβέρνηση, προκειμένου να καλύψει κενές θέσεις εργασίας, ενέκρινε για τη διετία 2023-2024 την είσοδο 168.000 μεταναστών από τρίτες χώρες, έναντι αιτημάτων για 380.000. Σχεδόν το 99,5% των θέσεων αφορά ανειδίκευτους εργαζομένους.Επίσης, ανεκδοτολογικά να επισημάνουμε πως είναιενδεικτικό ότι οι κακές συνθήκες εργασίας και οι χαμηλές αμοιβές στον ελληνικό τουριστικό τομέα ωθούν ορισμένους εργαζομένους να αναζητήσουν εποχιακή εργασία («σεζόν») σε τουριστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Στο βαθμό που οι ανάγκες της οικονομίας για ανθρώπινο δυναμικό παρουσιάζουν την παραπάνω μορφή, δεν μπορεί παρά να περιμένουμε διαρκή ελλειμματικότητα στα παραγωγικά και εμπορικά ισοζύγια. Πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος της υποβάθμισης.

Το «αναπτυξιακό» υπόδειγμα της χώρας χαρακτηρίζεται από την έμφαση σε κατασκευές, realestate, τουρισμό, παρασιτικό μεταπρατισμό, δανειακή κατανάλωση, χαμηλές και μη παραγωγικές επενδύσεις και υπερχρέωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτό οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους (146% το 2010, 162% το 2023), ενώ το ιδιωτικό χρέος και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν ανησυχητικά. Τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και εμπορίου έχουν ξεφύγει. Οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλές, επικεντρωμένες σε παραδοσιακούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ οι ΞΑΕ συχνά αφορούν εξαγορές κερδοφόρων επιχειρήσεων.Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή. Ολιγοπώλια κυριαρχούν σε πολλούς τομείς (σούπερ μάρκετ, τράπεζες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία κ.λπ.). Το δημογραφικό, το braindrain και οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω της κρίσης στη δημοκρατία, της έλλειψης διαφάνειας και της κυριαρχίας της ολιγαρχίας, η οποία έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα υπό την τρέχουσα κυβέρνηση.

Τα παραπάνω πλήττουν τη θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, οδηγώντας την οικονομία σε αδιέξοδο και υποβαθμίζοντας τις συνθήκες ζωής. Περιορίζουν το πλεόνασμα για καινοτόμες επενδύσεις, λόγω της χαμηλής υπεραξίας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ δημιουργούν θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας. Παράλληλα, κατευθύνουν τα κέρδη στην παρασιτική ολιγαρχία και τα εξαρτώμενα κοινωνικά στρώματα, τα οποία επιδίδονται σε πολυτελή κατανάλωση, εκτρέπουν το πλεόνασμα σε φορολογικούς παραδείσους, ελέγχουν και υποβαθμίζουν τα ΜΜΕ και επηρεάζουν τα πολιτικά κόμματα.

Χρειαζόμαστε μια στρατηγική για«ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών και στροφή προς διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. 

Η πρόκληση της μετάβασης από μια οικονομία χαμηλής-μέσης ειδίκευσης και τεχνολογίας σε μια πιο προηγμένη τεχνολογικά οικονομία είναι τεράστια. Η χώρα χρειάζεται ένα «άλμα πρωτοπορίας» και μια τολμηρή αλλαγή κοινωνικοοικονομικού μοντέλου, ώστε να ξεφύγει από την «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος». Μάλιστα, ολοένα και περισσότεροι από όλο το πολιτικό φάσμα τείνουν να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής. Ωστόσο, οι αναγκαίες αλλαγές παραμένουν στα λόγια, καθώς ισχυρά συμφέροντα που επωφελούνται από το υπάρχον σύστημα αντιστέκονται,χωρίς να παραγνωρίζουμε και τον ρόλο της αδράνειας και της άγνοιας.

Όμως, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Για να επιτευχθούν οι απαιτούμενες δραστικές αλλαγές, χρειάζεται να ενεργοποιηθεί η κοινωνία μας, η οποία παραμένει σε λήθαργο, με καθοριστική ευθύνη της κυβέρνησης, που καλλιεργεί τον εφησυχασμό, αλλά και των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αδυνατούν να συζητήσουν και να ομονοήσουν σε κάποιους κεντρικούς άξονες δράσης.

Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση ενός σταθερού πολιτικού συσχετισμού παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, ικανών να ηγεμονεύσουν μακροπρόθεσμα και να επιβάλουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμα ζητήματα. Αναφέρω ενδεικτικά τρία:

Πρώτον, την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, με στόχο την σταδιακή αύξηση της προστιθέμενης αξίας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, την ενίσχυση και αναβάθμιση των ΜμΕ, την επαναφορά του δημόσιου ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς, την οικολογική αειφορία,  την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και του braindrain, την ενίσχυση του κράτους δικαίου και το κτύπημα των καρτέλ και της ολιγαρχίας.

Δεύτερον, την ανάγκη για ένα αναπτυξιακό κράτος που να διαθέτει «ενσωματωμένη αυτονομία», δηλαδή να είναι συνδεδεμένο με το δημιουργικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, διατηρώντας θεσμοθετημένα κανάλια επικοινωνίας με την κοινωνία, ώστε να χαράζει στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές (industrialpolicies), ενώ ταυτόχρονα θα είναι αυτόνομο από αντιαναπτυξιακές παρεμβάσεις ολιγαρχικών συμφερόντων. Αυτό προϋποθέτει αξιοκρατική οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών και αυξημένη «συλλογική αναλυτική ικανότητα» για την εφαρμογή δημόσιων πολιτικών βασισμένων σε δεδομένα. Η απασχόληση επιστημονικού δυναμικού είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους και την παροχή υπηρεσιών, και αυτό απαιτεί την εξασφάλιση ικανοποιητικών αμοιβών.

Τρίτον, για τη συμβολή στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική. Αυτή η πολιτική δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στα τρέχοντα αιτήματα της προβληματικής οικονομικής δομής, αλλά να εντάσσεται σε μια στρατηγική δόμησης νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Έτσι, η χώρα θα μπορέσει να προσελκύσει μετανάστες με δεξιότητες που θα συμβάλουν στη μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση.

Κλείνω με δύο κριτικές επισημάνσεις σε αυτά που ανέπτυξα, για να γίνει κατανοητό πόσο πολύπλοκα είναι τα ζητήματα και ότι χρειαζόμαστε έναν ειλικρινή δημόσιο διάλογο. Πρώτον, η εκβιομηχάνιση δεν εξασφαλίζει πάντοτε τη δημιουργία πολλών θέσεων εργασίας (joblessgrowth), και η μετάβαση σε μια «οικονομία της γνώσης» μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένες προοπτικές απασχόλησης για τη μεσαία τάξη, κυρίως λόγω της αυτοματοποίησης, καθώς πολλές εργασίες ρουτίνας αντικαθίστανται από μηχανές και τεχνολογία. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, απαιτείται ένα «κοινωνικό συμβόλαιο»,ώστε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να συνεργάζονται για να διασφαλίσουν δίκαιους μισθούς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας για όλους, κάτι που απαιτεί μια κοινωνία σε εγρήγορση και την ύπαρξη ενός αναπτυξιακού κράτους.

Δεύτερον, εμείς στηνΑριστερά δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για το σημερινό οικονομικοκοινωνικό αδιέξοδο. Παρότι σωστά εστιάσαμε στη διανομή, υποτιμήσαμε τα ζητήματα της παραγωγής. Παραλείψαμε να αναδείξουμε την ανάγκη για ένα αναπτυξιακό κράτος και κυρίως δεν καταστήσαμε σαφές ότι το μοντέλο της «φθηνής» ανάπτυξης που ακολουθεί η χώρα είναι αδιέξοδο.