«Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει,
καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει»
«Ὁ
σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ
ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις
ἐπ’ εὐλογίαις καὶ
θερίσει». ὅποιος σπέρνει μὲ τσιγκουνιά, λιγοστὰ
καὶ θὰ θερίσει, καὶ
ὅποιος σπέρνει ἄφθονα, πλούσια θὰ
θερίσει. Πρὶν ἀπὸ
τὴν μηχανοποίησι τῶν
ἀγροτικῶν καλλιεργειῶν,
ὁ γεωργὸς ἔσπερνε
ρίχνοντας τὸν σπόρο μὲ τὸ
χέρι του. Καὶ ὅσο ἀραιοὶ
και λιγοστοὶ ἦταν οἱ
σπόροι τόσο ἀραιὰ ἧταν
καὶ τὰ στάχυα γιὰ
θέρισμα. Ἀντίθετα ἄφθονη καὶ
πλούσια σπορὰ ἔφερνε καὶ
πλούσια σοδειά. Ἀπὸ τὴν
γεωργικὴ ζωὴ μεταφέρεται ὁ
ἀπόστολος Παῦλος στὸν
πνευματικὸ βίο τῶν πιστῶν,
διότι δὲν ἔχει σκοπὸ
νὰ κάνη μαθήματα γεωπονίας. Ὁ
ἀπόστολος θέλει, μὲ
τὴν γνωστὴ ἀπὸ
τὴν γεωργία εἰκόνα, νὰ
ὠθήση τοὺς πιστοὺς
νὰ πολλαπλασιάσουν τὶς
ἀγαθοεργίες.
Αὐτὸ
εἶναι τὸ ἕνα
μέλημα τοῦ ἀποστόλου. Οἱ
πιστοὶ δὲν μποροῦν
νὰ μὴν ἐνδιαφέρονται
γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους ποὺ
πάσχει ἢ δοκιμάζεται ἀπὸ
προβλήματα. Δὲν μπορεῖ ἄλλος
νὰ περισεύη καὶ ἄλλος
νὰ λιμοκτονῆ. Ἡ
λατρεία πρὸς τὸν Κύριο ἀποτυπώνεται
καὶ ἐξωτερικεύεται στὸ
ἐνδιαφέρον μας γιὰ
τόν «πλησίον». Δὲν μπορεῖ νὰ
εἶναι κάποιος πιστὸς
καὶ νὰ μὴν
ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν
συνάνθρωπό του. Στὸ εὐαγγέλιο τῆς
Κρίσεως, ποὺ τὸ ἀκοῦμε
τὴν Κυριακὴ τῶν
Ἀπόκρεω, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι
ὅσα προσφέρομε στὸν
συνάνθρωπό μας τὰ προσφέρομε στὸν ἴδιο
τὸν Κύριο. Ἡ πίστις τοῦ
χριστιανοῦ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ
τὴν ἀγάπη ποὺ
ἐκφράζει πρὸς τὸν
συνάνθρωπό του μὲ τὰ καλὰ
ἔργα. Καὶ ὁ
ἀπόστολος Παῦλος δὲν
θὰ μποροῦσε νὰ
μὴν ἐνδιαφερθῆ
γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ
θέμα.
Ἔτσι
διδάσκει τὸν μαθητή του Τίτο νὰ
προτρέπη τοὺς πιστοὺς νὰ
κάνουν ἀγαθοεργίες. Γράφει σχετικά· «Νὰ
φροντίζουν, ὅσοι ἔχουν πιστεύσει στὸν
Θεό, νὰ μὴ μένουν στὴν
ἁπλῆ μόνο πίστι, ἀλλὰ
νὰ πρωτοστατοῦν μὲ
ζῆλο στὰ καλὰ
ἔργα, διότι αὐτὰ
τὰ ἔργα εἶναι
ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους».
Καὶ ἐπαναλαμβάνει στὴν
ἴδια ἐπιστολὴ
πιὸ ἐπιτακτικά· «Νὰ
φροντίζουν καὶ ὅλοι οἱ
δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν στὰ
καλὰ ἔργα, καὶ
μάλιστα στὶς ἐπείγουσες ἀνάγκες
τῶν ἀδελφῶν,
καὶ νὰ μὴ
μένουν ἄκαρποι». Ὅταν γράφη, ὅτι
τὰ καλὰ ἔργα
εἶναι ὠφέλιμα, θέλει νὰ
τονίση ὅτι δὲν ὠφελεῖται
μόνον ὁ εὐεργετούμενος ἀλλὰ
καὶ αὐτὸς
ποὺ εὐεργετεῖ.
Ὁ Θεός ἀνταποδίδει. Ἀνταποδίδει
καὶ μάλιστα πολλαπλάσια γιὰ
ὅσα δίδει κανείς. Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ σχετικὸ
χωρίο τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος
δὲν ἐπέλεξε ἄσκοπα
τὴν εἰκόνα τῆς
σπορᾶς. Στὴν σπορὰ
ἕνας σπόρος ἀποδίδει ἄλλοτε
ἑξήντα καὶ ἄλλοτε
ἑκατὸ ἄλλους
σπόρους. Ἔτσι καὶ γιὰ
τὶς ἀγαθοεργίες ὁ
θερισμὸς θὰ εἶναι
πλούσιος. Σὲ κάθε περίπτωσι «ταῦτα,
δηλαδὴ οἱ ἀγαθοεργίες,
ἐστὶ τὰ
καλὰ καὶ ὠφέλιμα
τοῖς ἀνθρώποις».
Ὅμως
ἡ μεγαλύτερη βαρύτητα δίδεται ὄχι
στὸν ἀριθμό, δηλαδὴ
στὴν ποσότητα τῶν ἀγαθοεργιῶν,
ὅσο στὴν ποιότητα, δηλαδὴ
στὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο γίνονται. «Ἕκαστος
καθὼς προαιρεῖται τῇ
καρδίᾳ, μὴ ἐκ
λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης».
Ὁ καθένας μὲ καλὴ
διάθεσι τὴς καρδιᾶς του νὰ
ἀγαθοεργῆ, ὄχι
ἀπὸ λύπη ἢ
ἀπὸ ἀνάγκη.
Μὲ ἄλλα λόγια τὸ
κίνητρο γιὰ τὴν ἀγαθοεργία
δὲν μπορεῖ νὰ
εἶναι ἡ λύπη, ἢ
αὐτὸ ποὺ
λέγεται οἶκτος, οὔτε πολὺ
περισσότερο ἡ ἀνάγκη. Διότι ἡ
ἀγαθοεργία ποὺ γίνεται ἀπὸ
οἶκτο ἢ λύπη προσβάλλει καὶ
στενοχωρεῖ τὸν πάσχοντα. Καὶ
ἔτσι ἀντὶ
νὰ γίνεται κάτι καλὸ
γίνεται αἰτία θλίψεως. Γιὰ τὸν
Χριστιανὸ ἕνα εἶναι
τὸ κίνητρο τῆς ἀγαθοεργίας,
ἡ ἀγάπη. Χωρὶς
τὴν ἀγάπη ἡ
ἀγαθοεργία χάνει τὴν
ἀξία της καὶ τὴν
ἠθικὴ βαρύτητα. Καὶ
τελικὰ μία τέτοια ἀγαθοεργία δὲν
ἔχει καὶ τὴν
ἀνταμοιβὴ ἀπὸ
τὸν Θεό. Στὴν περίπτωσι, γιὰ
παράδειγμα, ποὺ μᾶς κλέβουν καὶ
μᾶς ἀφαιροῦν
ἀγαθὰ παρὰ
τὴν θέλησί μας, δὲν κάνομε ἀγαθοεργία,
ἔστω καὶ ἂν
οἱ κλέφτες ἔχουν τὴν
ἀνάγκη τῶν δικῶν
μας ἀγαθῶν. Τὸ
θῦμα τῆς κλοπῆς
δὲν εἶναι σὲ
καμμία περίπτωσι ἐλεήμων, ποὺ βοηθάει τὸν
ἀνήμπορο. Ἡ στέρησις τῶν
ἀγαθῶν μας ἀπὸ
τοὺς κλέφτες δὲν εἶναι
ἀγαθοεργία. Ἀντίθετα ἡ
στέρησις τῶν ἀγαθῶν
μας μὲ τὴν δική μας βούλησι εἶναι
εὐλογημένη ἐλεημοσύνη, διότι δὲν
γίνεται ἀπὸ λύπη ἢ
ἀπὸ ἀνάγκη,
ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ
τὴν προαίρεσι τῆς καρδιᾶς
μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Οὕτε βεβαίως ἡ
ἀνάγκη, ὅταν δὲν
μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε
νὰ δώσουμε, ἢ, τὸ
χειρότερο, νὰ φανοῦμε στὰ
μάτια τῶν ἄνθρώπων, ὅτι
εἴμαστε φιλάνθρωποι, μᾶς
κάνει ἐλεήμονες.
Μέτρο συγκρίσεως γιὰ
νὰ ἀξιολογήσωμε τὴν
ἐλεημοσύνη, καὶ τὴν
κάθε ἄλλη ἀγαθοεργία, εἶναι
ἡ περίπτωσις ποὺ ἀναφέρει
ὁ Κύριος μὲ τὸ
δίλεπτο τῆς χήρας. Ἔδωσε μόνον δύο λεπτά,
ποσὸ μηδαμινὸ μπροστὰ
στὰ ποσὰ ποὺ
ἔδωσαν οἱ πλούσιοι, ἀλλ’
ὁ Κύριος θεώρησε τὸ
δόσιμο τῆς χήρας μεγαλύτερο ἀπὸ
τὰ μεγάλα ποσὰ τῶν
πλουσίων, διότι ἡ χήρα τὰ ἔδωσε
μὲ τὴν καρδιά της, ἐνῶ
οἱ ἄλλοι δίνανε γιὰ
νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ
ἄνθρωποι, τὰ δίνανε γιὰ
νὰ κάνουν ἐπίδειξι.
Ἀξία
δὲν ἔχει νὰ
δίνωμε πολλὲς φορὲς ἢ
πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ
πῶς τὰ δίνομε. «Ἕκαστος
καθὼς προαιρεῖται τῇ
καρδίᾳ, μὴ ἐκ
λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης»,
φωνάζει ὁ ἀπόστολος, καὶ
συμπληρώνει· «Ἱλαρὸν γὰρ
δότην ἀγαπᾷ ὁ
Θεός». Ὁ Θεὸς ἐπιβραβεύει
τὸν δότη ποὺ χαίρεται μὲ
τὴν ἀγαθοεργία. Ἐπιβραβεύει
ἐκεῖνον ποὺ
εὐχαριστεῖται νὰ
βοηθάη τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του. Ἐκεῖνον
ποὺ θεωρεῖ ὅτι
τὰ ἀγαθά του εἶναι
τοῦ Θεοῦ δῶρα
καὶ αὐτὸς
ἁπλῶς τὰ
διαχειρίζεται «ὡς πιστὸς οἰκονόμος».
Ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
σαφὴς καὶ ξεκάθαρος. Οἱ
πιστοὶ γιὰ νὰ
ἔχουμε τὴν εὐλογία
τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ
εἴμαστε γενναιόδωροι καὶ
πλούσιοι σὲ ἔργα ἀγάπης.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ
τὴν οἰκονομικὴ
κατάστασι τοῦ καθενός. Ἡ ἀγαθοεργία
δὲν προϋποθέτει καλὴ
οἰκονομικὴ κατάστασι. Ὅλοι
μποροῦμε νὰ ἔχουμε,
ὄχι πολλὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ, ἀλλὰ
περίσσευμα καρδιᾶς, περίσσευμα ἀγάπης. Πρὸς
τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ
διδάσκει, νουθετεῖ, προτρέπει σὲ κάθε εὐκαιρία
ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Καὶ τὸ λεπτὸ
σημεῖο στὶς ἀγαθοεργίες
δὲν εἶναι ἡ
ποσότητα ἀλλὰ ἡ
ποιότητα. Καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ
γιὰ τὸν τρόπο, μὲ
τὸν ὁποῖο
γίνονται. Μὲ κίνητρο καὶ ὁδηγὸ
τὴν ἀγάπη καλύπτονται οἱ
ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας.
Πάντα μὲ
καλὴ διάθεσι καρδιᾶς, μὲ
τὴν θέλησί μας αὐξάνομε τὶς
ἀγαθοεργίες μας. Αὐτὲς
καὶ εἶναι ὠφέλιμες
στοὺς ἀνθρώπους καὶ
οἱ πιστοὶ ποὺ
τὶς ἐνεργοῦν
δὲν μένουν ἄπρακτοι. Προσέχομε δὲ
ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν
τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
τὶς τελοῦμε, ὥστε
χωρὶς νὰ προσβάλλουμε τὸν
συνάνθρωπό μας, νὰ κερδίζωμε ὡς ἱλαροὶ
δότες τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ.