«Η Ευρώπη όμως δεν θα πρέπει να φοβάται να ενεργήσει μόνη της». Η προ
μηνών αυτή δήλωση του Βέλγου πρωθυπουργού Αλεξάντερ Ντε Κρόου ήλθε σε απόλυτα
εκλογικό περιβάλλον να οριοθετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα διλήμματα, τους
φόβους και τις προκλήσεις που θα κληθεί να διαχειριστεί η Ευρώπη ενόψει των
ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου. Οι έγνοιες των Ευρωπαίων έχουν σε παρόντα χρόνο
δύο κατευθύνσεις και τα μάτια στραμμένα στους δύο πόλους του Ατλαντικού: HΠΑ
και Ρωσία είναι πάντοτε οι μαγνήτες που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τραβούν
προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
«Καυτό» πεδίο και καθοριστική διαχωριστική γραμμή εδώ αναδεικνύεται ο
πόλεμος στην Ουκρανία και η στάση των Βρυξελλών προς τη Μόσχα. Οι δυνάμεις που
θέτουν ως προτεραιότητα τον τερματισμό της οικονομικής και στρατιωτικής
υποστήριξης προς την Ουκρανία κερδίζουν έδαφος και αντιπροσωπεύονται κατά βάση
από δυνάμεις που καταλαμβάνουν το φάσμα της Ακροδεξιάς και εναλλακτικής
Δεξιάς(alt-right). Φυσικά, αυτή η «απότομη στροφή προς τα δεξιά» είναι πιθανό
να έχει σημαντικές συνέπειες για τις πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες
θα επηρεάσουν τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής που μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Αυτή η τάση ωστόσο δεν στερείται κοινωνικής γείωσης, αφού οι ευρωπαϊκές
κοινωνίες–με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία– δείχνουν
απρόθυμες να πριμοδοτήσουν μια αδιάκοπη οικονομική και στρατιωτική στήριξη του
Κιέβου. Το τραγικό μάλιστα γεγονός της απόπειρας δολοφονίας κατά του Σλοβάκου
πρωθυπουργού Ρόμπερτ Φίτσο έρχεται να δυναμιτίσει έτι περαιτέρω το κλίμα,
πακτώνοντας εντός των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης το διχασμό ανάμεσα σε
φιλορώσους και ατλαντιστές. Οι εξελίξεις δεν θα αφήσουν ασφαλώς αμέτοχες τις
υπόλοιπες χώρες, αφού η διάθεση συνεννόησης ή όχι με τη Ρωσία θα αποτελέσει τη
λυδία λίθο της όποιας προσπάθειας να ανιχνευθούν τα ίχνη μιας οποιασδήποτε
ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, θεωρεί πως οι εξελίξεις στο στρατιωτικό
πεδίο τής επιτρέπουν να θέτει όρους. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών
ΣεργκέιΛαβρόφεξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν θα αποτελέσει εταίρο της
Ρωσίας για τουλάχιστον μία γενιά, και αυτού του είδους η δήλωση είναι
ενδεικτική τού πόσο πιο «άνετο» νιώθει το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί την
οποιαδήποτε εξομάλυνση των διπλωματικών
και οικονομικών σχέσεων.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση των Βρυξελλών με τις ΗΠΑ, το «ρεύμα» των
εξελίξεων μοιάζει να είναι δευτερογενές. Κι αυτό γιατί κοινός άξονας που
διαπερνά όλες τις ομάδες της Ευρωβουλής–παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις–
είναι η πεποίθηση πως η Ευρώπη παραμένει στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον.
Εξού και εν τοιαύτη περιπτώσει είναι η Ευρώπη που περιμένει το ποιος θα είναι ο
ένοικος του Λευκού Οίκου, για να προσαρμοστεί στα δεδομένα. Σε περίπτωση
παραμονής του Τζο Μπάιντεν, η ευρωατλαντική ορθοδοξία θεωρείται ακλόνητη
σταθερά, ενώ μια δεύτερη θητεία Τραμπ αποτελεί γρίφο σχετικά με τις προθέσεις
και τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Και είναι ακριβώς στη δεύτερη περίπτωση που η
διάταξη των δυνάμεων και ο πολιτικός συσχετισμός εντός του Στρασβούργου θα
αποδειχθεί σημαντικός για τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δρα ανεξάρτητα
από τον «θείο Σαμ».
Ακόμη ένας γρίφος, συνδεδεμένος με τη στάση των Ευρωπαίων προς τη Μόσχα
και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, είναι και η στάση τους απέναντι στην Κίνα, αν και εδώ
Βρυξέλλες και Ευρώπη δείχνουν να έχουν υιοθετήσει κοινή γραμμή άμυνας απέναντι
στην οικονομική επιθετικότητα του Πεκίνου.
Φυσικά, εντός αυτού του πλαισίου, οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν κάνει ήδη
τους πρώτους υπολογισμούς. Η απόφασητου Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να
προσκαλέσει εκπρόσωπο της ρωσικής κυβέρνησης στις εορταστικές εκδηλώσεις για
την 80ή επέτειο της απόβασης στη Νορμανδία τον προσεχή Ιούνιο εκλαμβάνεται ως
μια ενέργεια στο μεταίχμιο Realpolitik και προληπτικής εναλλακτικής λύσης.
Μια επαναφορά πάντως στα αυστηρά εκλογικά νέα δείχνει πωςοι περισσότερες
δημοσκοπήσεις στην τελική ευθεία για τις εκλογές συμφωνούν στο εξής: οι
ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές λαϊκιστές είναι πιθανό να έρθουν πρώτοι σε εννέα
κράτη-μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία,
Πολωνία και Σλοβακία) και δεύτεροι ή τρίτοι σε άλλες εννέα χώρες (Βουλγαρία,
Εσθονία, Φινλανδία, Γερμανία, Λετονία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και
Σουηδία).
Σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις προβολές του
EuropeanCouncilonForeignRelations, σχεδόν τις μισές έδρες θα κατέχουν
ευρωβουλευτές εκτός του «σούπερ μεγάλου συνασπισμού» των τριών παραδοσιακά
μεγαλύτερων ομάδων (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι). Ένας
άτυπος λαϊκιστικός δεξιός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών, συντηρητικών και
βουλευτών της ευρωπαϊκής alt-right θα μπορούσε να σχηματίσει για πρώτη φορά μια
άτυπη πλειοψηφία εντός του Ευρωκοινοβουλίου.
Τι προμηνύει αυτού του είδους η συντηρητική συμμαχία στο εσωτερικό της
Ευρωπαϊκής Ένωσης; Εν προκειμένω αυτό, όπως προαναφέρθηκε, αφορά εν πολλοίς
τους εξωτερικούς δρώντες, μια ακόμη απόδειξη της απουσίας μιας ευρωπαϊκής
συναντίληψης, κόντρα στα επί δεκαετίες σχέδια για κοινή φωνή στην εξωτερική
πολιτική.
Όμως αυτή η τάση ανεξαρτητοποίησης στο διεθνές σκηνικό καταγράφει και
μια ανάγνωση της παγκόσμιας πραγματικότητας που το επόμενο διάστημα θα
αναγκάσει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να προκρίνουν μία εκ των δύο επιλογών: η μία
έχει να κάνει με μια εξωτερική πολιτική alacarte, σε μια προσπάθεια χρυσής
τομής ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα και ιδεολογίες× πάνωκάτω ό,τι έκανε, εν είδει συμβιβασμού, η
Ευρώπη εδώ και δεκαετίες, θα σημείωνε κανείς, με την υπόμνηση ωστόσο πως οι
συνθήκες είναι πολύ πιο πιεστικές. Η δεύτερη επιλογή είναι η ολοένα και
μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα της συλλογικής Δύσης, σε μια λογική μιας ήδη
εξελισσόμενης διχοτόμησης του κόσμου σε αντίθετα πολιτισμικά και οικονομικά
μπλοκ. Θα διατύπωνε ασφαλώς κάποιος την ανάγκη ύπαρξης μιας τρίτης επιλογής,
που θα ακουμπούσε στο όραμα για μια ανεξάρτητη Ευρώπη,σε μια υφήλιο ήδη
κατακερματισμένης και ταλανιζόμενης από κοστοβόρες συγκρούσεις. Αλλά αυτή η
προσδοκία μοιάζει πια τόσο χιλιοειπωμένη όσο και αυτή η προφητική ρήση για το
πολιτικό μέγεθος της Ευρώπης.