Ζούμε στην εποχή των αντιστροφών. Η ελληνική κεντροδεξιά, στέγη της
φιλελεύθερης παράταξης που κάποτε έκανε μαζικές διαδηλώσεις και έκλεινε δρόμους
ζητώντας πολυφωνία και πλουραλισμό στην ενημέρωση, γοητευμένη πλέον, καταπώς
φαίνεται, από τις χαρές του συγκεντρωτισμού και της «σοβιετοποίησης» (όπως
κάποτε η ίδια έψεγε τους αντιπάλους της), κρατά τη χώρα δέσμια ενός φτωχού και
μεροληπτικούμιντιακού σκηνικού, όπου υπάρχουν μεν πολλές φωνές, ελάχιστες όμως
απόψεις,ενώ η κρατική τηλεόραση με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων στεγάζονται
στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Ομοίως, το άλλοτε προνομιακά συνδεδεμένο με τη
Δεξιά θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος που αφορούσε την εγκληματικότητα και την
τήρηση του νόμου και της τάξης, φαίνεται ότι, εν τοις πράγμασι, γλιστράει μέσα
από τα χέρια της, παρόλο που η περιβόητη αντιμετώπιση της ανομίας αποτέλεσε
έναν από τους πυλώνες ανάδυσής της στην εξουσία. Από πολύ νωρίς, από τη
δολοφονία Καραϊβάζκαι μετά, αναδεικνύεται σχεδόν καθημερινά η ανικανότητά της
να αντιμετωπίσει πολλαπλές μορφές οργανωμένης βίας και εγκληματικής
δραστηριότητας, όπως και νέες μορφές που είτε ανακύπτουν τώρα είτε
επανακάμπτουν είτε έχουν σήμερα μεγαλύτερη ορατότητα από ό,τι στο παρελθόν,
όπως τα μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, οι γυναικοκτονίες, ο σχολικός
εκφοβισμός, η οπαδική βία και η βία μεταξύ εφήβων.Είναι ταυτόχρονα προφανές ότι
το διαχρονικό δεξιό οπλοστάσιο της αυστηροποίησης των ποινών και της καταστολής
δεν δουλεύει πια. Και μάλιστα, όλα αυτά συμβαίνουν ακόμα και μετά τη δεύτερη
επιστράτευση από τη Νέα Δημοκρατία του«εθνικού Υπουργού Προστασίας του Πολίτη»,
κ. Χρυσοχοΐδη (με 5 συνολικά θητείες στην ίδια θέση τα τελευταία 20 χρόνια), η
προσωπική αύρα του οποίου, η αποδοχή του στις δυνάμεις ασφαλείας και το πλούσιο
βιογραφικό του φαίνεται ότι δεν αρκούν πια.
Και ενώ στο πρώτο θέμα, αυτό της πολυφωνίας, η Αριστερά και η ευρύτερη
κεντροαριστερή αντιπολίτευση τοποθετείται κριτικά, με διαφορετικούς βαθμούς
έντασης προφανώς-ανάλογους των προσβάσεων που κάθε χώρος έχει στα
ραδιοτηλεοπτικά μέσα-, στο δεύτερο θέμα, αυτό του νόμου και της τάξης,
εξακολουθεί να υπάρχει μια επιφυλακτική στάση από τον χώρο που κείται αριστερά
του κέντρου. Είναι μάλλον προφανές ότι το συγκεκριμένο ζήτημα αντιμετωπίζεται
ως ταμπού από την Αριστερά και βρίσκεται χαμηλά στη διάταξη των πολιτικών της
προτεραιοτήτων, τόσο σε επίπεδο θεωρητικού προβληματισμού όσο και σε επίπεδο
εφαρμοσμένης πολιτικής. Σε αυτό έχει προφανώς συμβάλει η διαρκής σπίλωση και
επικοινωνιακή εκμετάλλευση του «Νόμου Παρασκευόπουλου» (Ν. 4322/2015), αλλά και
η ταυτόχρονη επικοινωνιακή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να ενημερώσει σωστά και με
πληρότητα την κοινωνία, όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Ωστόσο, είναι ακριβώς η τελευταία, η κοινωνία, που ζητά σήμερα από την
Αριστερά, ως πρώτη προτεραιότητα, την αντιπαράθεση με το έγκλημα, σε ποσοστό
28% επί του συνόλου, περισσότερο και από την αντιπαράθεση με το μεγάλο κεφάλαιο
(27%) ή τη δεξιά (13%), σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε συνεργασία με τηνProrata.
Βέβαια, δεν είναι οι δυνητικοί ψηφοφόροι αριστερών κομμάτων που
«αναθέτουν» στην Αριστερά τη μάχη με τις εγκληματικές οργανώσεις, αλλά οι
ψηφοφόροι δεξιών κομμάτων και κυρίως εκείνοι της Νέας Δημοκρατίας, μεταξύ των
οποίων η άποψη για την αντιπαράθεση της Αριστεράς με το έγκλημα βρίσκεται στο
υψηλότερο ποσοστό της, με 52%. Η άποψη αυτή σημειώνει υψηλές τιμές και μεταξύ
όσων αυτοτοποθετούνταιστη Δεξιά, συγκεκριμένα στο σημείο 8 της 11βάθμιας
κλίμακας, όπου το 0 είναι το ακραίο αριστερό και το σημείο 10 το ακραίο δεξιό
σημείο, με 47%, καθώς και μεταξύ των συνταξιούχων και όσων ασχολούνται με
οικιακά (36% σε αμφότερες τις κατηγορίες). Από την άλλη, εύλογα, οι ψηφοφόροι
που αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά και δηλώνουν πρόθεση ψήφου σε αριστερά
κόμματα θεωρούν ότι η Αριστερά οφείλει να αντιπαρατεθεί με τους κλασικούς
αντιπάλους της, δηλαδή το μεγάλο κεφάλαιο και τη Δεξιά. Αυτό, όμως, προφανώς,
το κάνει ήδη η Αριστερά.
Γνωρίζουμε με αρκετή ασφάλεια ότι οι αλλαγές της εκλογικής μοίρας ενός
πολιτικού χώρου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά του να προσελκύει ψηφοφόρους
απευθείας από αντίπαλους χώρους, ιδιαίτερα σε μια εποχή αδύναμων κομματικών
ταυτίσεων. Τα ανωτέρω ερευνητικά δεδομένα, τόσο από ιδεολογικοπολιτική όσο και
από δημογραφική άποψη, αποτελούν μια σαφή ένδειξη ότι το θέμα του νόμου και της
τάξης μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα μέσο προσπορισμού
πολιτικών-εκλογικών οφελών για τις δυνάμεις της Αριστεράς, ιδίως για όσες
οραματίζονται περισσότερο ή λιγότερο άμεσα την επιστροφή τους σε κυβερνητική
τροχιά.Και εδώ, μιλώντας από άποψη τακτικής, το πρώτο κόμμα που θα καταφέρει να
συνδεθεί με αυτό το θέμα και να το οικειοποιηθεί στη συνείδηση του εκλογικού
σώματος, θα έχει και τα μεγαλύτερα οφέλη.
Μάλιστα, υπάρχει και σχετικό ιστορικό προηγούμενο. Τη δεκαετία του 1990,
την εποχή της παντοδυναμίας τους, τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Βρετανοί
σοσιαλδημοκράτες (ιδίως οι δεύτεροι), «έβαλαν τα τανκς τους στο γκαζόν των
συντηρητικών» και οικειοποιήθηκαν τόσο σε επίπεδο δημόσιου λόγου («σκληροί με
το έγκλημα-σκληροί με τις αιτίες του εγκλήματος» ήταν το βασικό σλόγκαν και
στις δύο περιπτώσεις), όσο και σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών,το θέμα της
εγκληματικότητας, κάτι που θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην εκλογική τους επιτυχία.
Ωστόσο, ο τρόπος που έγινε αυτό ήταν μάλλον δεξιόστροφος, από την άποψη ότι
τελικά επρόκειτο για εφαρμογήεκδοχώναυστηροποίησης της καταστολής και της
τιμωρητικότηταςοι οποίες, τελικά, μαζί με αρκετές άλλες δεξιόστροφες πολιτικές
που ακολούθησαν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, συνέβαλαν στην εκλογική
απίσχναση της σοσιαλδημοκρατίας.
Στην ελληνική περίπτωση, η ευκαιρία που τα ερευνητικά δεδομένα
διαγράφουν για την Αριστερά, δεν πρέπει προφανώς να γίνει αντιληπτή με τον
τρόπο των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών και του Τόνι Μπλερ ως κάποτε «σκιώδους»
υπουργού εσωτερικώντου Ηνωμένου Βασιλείου, αρμόδιου για τα ζητήματα της
εγκληματικότητας. Το θέμα του νόμου και της τάξης, ως υψηλή προτεραιότητα της
ελληνικής κοινωνίας πλέον, μπορεί καταρχάς να πλαισιωθεί μεταξικό πρόσημο, αφού
αφορά εντέλει την προστασία των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.Παράλληλα, αποτελεί
ευκαιρία για μια ενίσχυση της συζήτηση γύρω από προνοιακές πολιτικές, μια που η
αντιμετώπιση της εγκληματικότητας δεν αφορά μόνο την αστυνομία, αλλά είναι ένα
ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα. Εύλογα δε, δεν μπορεί να μη συνοδευτεί από την
έμφασησε μια διαφορετικά οργανωμένη αστυνομία, με δεδομένα τα πολυεπίπεδα
προβλήματα αποτελεσματικότητας και κουλτούρας που αυτή αντιμετωπίζει. Το ζήτημα
της αντιμετώπισης του εγκλήματος αποτελεί,δηλαδή,μια ευκαιρία για την Αριστερά
να υπενθυμίσει τη διαχρονική κοινωνική χρησιμότητά της και να αναδείξει μια
σοβαρή αποτυχία της δεξιάς διακυβέρνησης, σε μια συγκυρία που το συγκεκριμένο
πρόβλημαιεραρχείται υψηλά από τους ίδιους τους κεντροδεξιούς και δεξιούς
ψηφοφόρους.