Σε ηλικία τριών ετών τα παιδιά, ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα, μπορούν να χρησιμοποιούν γραμματικές δομές και να συνδυάζουν λέξεις ώστε να βγαίνει κάποιο απλό νόημα.
Αν κάθε γλώσσα είχε διαφορετικό
βαθμό δυσκολίας θα διέφερε και ο χρόνος εκμάθησής της. Δεν μπορούμε λοιπόν να
ισχυριστούμε ότι υπάρχουν γλώσσες που με το γραμματικό, συντακτικό ή φωνολογικό
τους σύστημα είναι ευκολότερες από άλλες.
Αντιθέτως, μαθαίνουμε πιο
εύκολα κάποια γλώσσα που έχει ομοιότητες με τη μητρική μας.
Οι κάτοικοι ορισμένων
περιοχών της Αφρικής μαθαίνουν κινεζικά με κάποια ευκολία, αφού στη μητρική
τους γλώσσα υπάρχει ένα σύστημα παρόμοιο με το κινεζικό τονικό.
Οι κοινές συντακτικές δομές
μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών, για παράδειγμα, διευκολύνουν την
εκμάθηση των τελευταίων ως ξένης γλώσσας στην Ελλάδα.
Επιπλέον βοηθάει και η κοινή
προέλευση της μητρικής γλώσσας κάποιου με τη γλώσσα που επιθυμεί να μάθει, όπως
είναι η ομάδα των λατινογενών γλωσσών: ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά.
Όσο για τους Έλληνες, μαθαίνουν ευκολότερα τα αγγλικά, την πιο διαδεδομένη
γλώσσα παγκοσμίως.