Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Σινοϊρανικές σχέσεις: Η παραμελημένη πραγματικότητα μιας γνωστής ιστορίας

* Αλέξανδρος Παπαμιχαλόπουλος, Πολιτικός Επιστήμονας– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 18ο ΔελτίοΔιεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ENA

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η αναζωπύρωση του παλαιστινιακού και οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στην Υεμένη αρχικά και τη Συρία και το Ιράκ λίγες εβδομάδες μετά, με την πρόφαση της αντιμετώπισης σιιτικών παραστρατιωτικών ομάδων, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το ρόλο του Ιράν στην περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια. Στον απόηχο των ίδιων συμβάντων, η διεθνής κοινότητα σχολίασε τη ρωσική αντίδραση στις αμερικανικές ενέργειες. Αυτό όμως που δεν εξετάστηκε με την ίδια ζέση –από τον εγχώριο Τύπο τουλάχιστον– είναι η στάση της Κίνας.

Την επαύριο των βομβαρδισμών ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε την ανησυχία του για τις εντάσσεις στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας και, σύμφωνα με πηγές του δικτύου Reuters,Κινέζοι αξιωματούχοι ζήτησαν από την Τεχεράνη να επιβληθεί στους Χούθι. Πώς προκύπτει όμως αυτή η κίνηση; Και πώς η Κίνα μπορεί να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό το Ιράν;

Η σύνδεση Ιράν και Κίνας εντοπίζεται στη δεκαετία του ’80, μετά την εγκατάλειψη από κινεζικής πλευράς της στήριξης του επαναστατικού κομμουνισμού ανά τον κόσμο. Η συνεκδοχική κάμψη των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ ισλαμικής δημοκρατίας και κομμουνισμού συνοδεύτηκε από τη διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών από τις ΗΠΑ και τη Δύση ως παρεπόμενο των αντί-δυτικών επαναστατικών κυβερνήσεών τους, που συνιστούσε ταυτόχρονα και τον τρίτο παράγοντα της ενίσχυσης των σινοϊρανικών σχέσεων. Κοινή συνιστώσα των δύο δυνάμεων αποτέλεσε η δυσαρέσκειά τους απέναντι στον ηγεμονισμό των ΗΠΑ, ο οποίος παρέπεμπε στην εποχή των μεγάλων δυνάμεων και της αποικιοκρατίας.

Σήμερα το Ιράν κατατάσσεται στην κορυφή της κινεζικής κλίμακας συνεργασίας , δηλαδή στο επίπεδο της Αμοιβαίας Στρατηγικής Συνεργασίας, όπου συμμετέχουν χώρες που επιδιώκουν την πλήρη συνεργασία και ανάπτυξη, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Από εκεί και έπειτα, οι σινοϊρανικές σχέσεις δεν περιορίστηκαν, όπως και δεν περιορίζονται απλώς στην ιδεολογική σύγκλιση. Πιο συγκεκριμένα ο κυριότερος άξονας των συνοϊρανικών σχέσεων από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα οικοδομήθηκε στην εξοπλιστική και τεχνολογική ενίσχυση του Ιράν από την Κίνα σε αντάλλαγμα για πετρέλαιο. Μέσω της εμπορικής τους αυτής συνεργασίας, μάλιστα, το Ιράν απέκτησε συμβατικά όπλα υψηλής τεχνολογίας, όπως τους πυραύλους cruiseSilkworm το 1987, τους οποίους ακολούθησαν το 1990 οι αναβαθμισμένοι ChineseEagleStrike, βασισμένοι στους γαλλικούς EXOCET, και σκάφη περιπολίας Houdong εξοπλισμένα με C-802 ακτοπλοϊκούς πυραύλους, με τους οποίους το Ιράν πραγματοποίησε ασκήσεις προσομοίωσης κατά αμερικανικών αεροπλανοφόρων. Ενώ καθόλου αμελητέα δεν είναι η συμβολή της Κίνας και στην ανάπτυξη των πυραυλικών συστημάτων του Ιράν. Το 2008 η Κίνα ανέλαβε να βοηθήσει το Ιράν στην αναβάθμιση του Shahab-3, που, σύμφωνα με το ιρανικό καθεστώς, μπορεί να στοχεύσει το Ισραήλ.

Παράλληλα, η Κίνα κατηγορείται (και έχει υποστεί κυρώσεις) από τις ΗΠΑ για την πώληση τεχνολογίας, μηχανημάτων,laser και εγκαταστάσεων μετατροπής ουρανίου από το 1985 έως το 1997. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η Κίνα επισημαίνει ότι υποστήριζε το δικαίωμα του Ιράν στην ανάπτυξη πυρηνικών για ειρηνικούς σκοπούς. Τελικά, η στάση της άλλαξε το 2010, όταν και ψήφισε τις κυρώσεις του ΟΗΕ για να μη διαταράξει περαιτέρω τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και για να αναδειχθεί ως υπεύθυνη δύναμη διεθνώς.

Συν τοις άλλοις, στον οικονομικό τομέα οι σχέσεις των δύο χωρών είναι αμοιβαία επωφελείς, με τα έσοδα από τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές να έχουν ανέλθει στα 27 δισ. δολάρια το 2017, από τα 2 δισ. το 2000. Αλλά και γενικότερα η εμπορική και οικονομική τους συνδιαλλαγή είναι προσανατολισμένη στις τρεις στοχεύσεις της κινεζικής οικονομικής πολιτικής, δηλαδή την ενέργεια, την ανταλλαγή βιομηχανικών προϊόντων και την ανάληψη έργων υποδομής.

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με το ενεργειακό σκέλος, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ιράν, το οποίο ήταν μέχρι το 2019 ο ένατος μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου για την Κίνα, με εξαγωγές ύψους 7,1 δισ.δολ. Ενώ σήμερα, παρά τις διαφωνίες των δύο χωρών για την τιμή πώλησης του πετρελαίου, η Κίνα συνεχίζει να εισάγει 1,05 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.

Στον τομέα των υποδομών πάνω από 100 κινεζικές εταιρείες έχουν εμπλακεί στην κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, λιμένων, φραγμάτων, αεροδρομίων, γραμμών και εγκαταστάσεων του μετρό, καθώς και στον τομέα της βελτίωσης μεθόδων εξόρυξης πετρελαίου. Τέτοια περίπτωση βελτίωσης υποδομών εξόρυξης πετρελαίου αποτελεί η περιοχήYadavaran: αν δεν έχει υλοποιηθεί, παρόλο που η Κίνα κατέχει το 51% του υπό εκμετάλλευση εδάφους. Σε ό,τι αφορά το τρίτο σκέλος της οικονομικής αλληλεπίδρασης των δύο χωρών, το Ιράν αποτελεί  μια νέα μεγάλη αγορά για τα φθηνά κινεζικά προϊόντα, που κατακλύζουν τοπικά καταστήματα και σούπερ μάρκετ.

Προχωρώντας στη μεγαλύτερη εικόνα, οι διμερείς σχέσεις Κίνας και Ιράν δεν περιστρέφονται μόνο γύρω από την ιδεολογική σύμπνοια (αντιαμερικανισμός, απόρριψη του δυτικού μοντέλου κ.ά.), την οικονομική δραστηριότητα και τις εμπορικές σχέσεις. Επιπλέον, η μία δύναμη συμβάλλει σημαντικά στο διεθνές και περιφερειακό στερέωμα της άλλης. Καταρχάς σε ότι αφορά το Ιράν, η ενίσχυση του στρατού του, του πυρηνικού του προγράμματος και της οικονομίας του από την Κίνα, την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, είναι μείζονος σημασίας, διότι αφενός συμβάλλουν στην ευρωστία του καθεστώτος, στην διατήρηση της ισορροπίας στο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής και την δυνητική αποτροπή εξωτερικών δυνάμεων.

Αφετέρου, επιτρέπουν στο Ιράν να χρηματοδοτεί τις υπό την ομπρέλα του σημαντικές σιιτικές οργανώσεις. Πρόκειται για τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και τους Χούθι στην Υεμένη,  αλλά και άλλες παραστρατιωτικές μικρότερες ομάδες οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό, τα τεκταινόμενα στην περιοχή.

Επιπροσθέτως, οι σχέσεις με την Κίνα εξισορροπούν τις κυρώσεις που υφίσταται το Ιράν λόγω του πυρηνικού του προγράμματος. Συγκεκριμένα, η Κίνα φροντίζει είτε να ασκεί το δικαίωμα βέτοτης, ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, είτε να αποδυναμώνει τις κυρώσεις του Συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ που αφορούν το Ιράν. Ταυτόχρονα, το Ιράν ξεφεύγει και από τη διπλωματική του απομόνωση, μέσα από τη συμμετοχή του αρχικά με το καθεστώς του παρατηρητή και, από τον Ιούλιο του 2023, ως πλήρες μέλος στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, αλλά και μέσα από τη συμμετοχή του στους BRICS.

Περνώντας στην Κίνα, που είναι ο πιο κερδισμένος εκ των δύο εταίρος, οι καλές σχέσεις της με το Ιράν προσανατολίζονται πρωτίστως στη διεύρυνση της κινεζικής οικονομίας και τη διασφάλιση της ενεργειακής της αυτονομίας, δεδομένης της διπλωματικής απομόνωσης του Ιράν. Δευτερευόντως, το Ιράν εξασφαλίζει την πρόσβαση της Κίνας και σε άλλα πλούσια κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, όπως αυτό της Κασπίας, καισυμβάλλεισημαντικά στην πρωτοβουλία του λεγόμενου «νέου δρόμου του μεταξιού», που συνιστά αδιάσπαστο κομμάτι της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, και στην οποία το Ιράν κατέχει μείζονα γεωστρατηγικό ρόλο. Αλλά και η ευρύτερη εμπλοκή της Κίνας στη Μέση Ανατολή αναβαθμίζει το διεθνές της status ως μεγάλης δύναμης και το διπλωματικό της κεφάλαιο. Ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη αφενός η πίεση των ΗΠΑ για ανάληψη περισσότερων ευθυνών από μέρους της Κίνας και αφετέρου ο εκπληκτικός βαθμός διείσδυσής της στην πλειονότητα των κρατών της Μέσης Ανατολής, παρά τις μεταξύ τους αψιμαχίες και εχθρότητες,η Κίνα καθίσταται δυνητικός μεσολαβητής σε διμερές επίπεδο, αλλά και εγγυητής της περιφερειακής και παγκόσμιας ασφάλειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η έκκληση του Ισραήλ για κινεζική παρέμβαση, ούτως ώστε να αποτραπεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και να αμβλυνθεί η δραστηριοποίηση των υπό την ομπρέλα του Ιράν σιιτικών οργανώσεων.

Τέλος, ενισχύεται το ίδιο το αφήγημα της Κίνας ως δύναμης που σέβεται τους εταίρους της και δεν ενδιαφέρεται να τους αναμορφώσει και να τους προσηλυτίσει στο δικό της πολιτισμικό/ιδεολογικό  μοντέλο, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Με τον ίδιο τρόπο, η Κίνα προωθεί την εικόνα της ως εταίρου πρόθυμου να συμβάλει στην από κοινού ανάπτυξη, την ευημερία και την ειρηνική επίλυση των διαφορών στην περιοχή.

Καταλήγοντας, σήμερα οι σχέσεις Κίνας – Ιράν, αν και βιώνουν κάποιες τριβές, όπως στην περίπτωση της τιμής πώλησης του πετρελαίου και τη υποχώρηση του Ιράν στην κατάταξη των χωρών-εισαγωγέων αργού πετρελαίου προς την Κίνα από το 2019 και μετά, μακροπρόθεσμα δεν αναμένεται να εκτραχυνθούν. Ειδικά από τη στιγμή που το Ιράν βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την Κίνα για τη διατήρηση της θέσης του στη Μέση Ανατολή και από τη στιγμή που η Κίνα χρειάζεται έναν σταθερό σύμμαχο, προκειμένου να διεισδύσει περαιτέρω στην περιοχή. Ο προβληματισμός συνίσταται κυρίως στο πώς η Κίνα θα μπορέσει να διατηρήσει τις καλές σχέσεις της με το Ιράν χωρίς να βλάψει το πυκνό δίκτυο των διμερών της σχέσεων και κατ’ επέκταση την παρουσία της στην περιοχή.