2,8 καὶ ἔλαβεν Ἠλιοὺ τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ καὶ εἵλησε καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ,
καὶ διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβησαν ἀμφότεροι ἐν ἐρήμῳ.
2,8 Καὶ ὁ Ἠλίας πῆρε τὴν μηλωτὴ,
τὴν τύλιξε, καὶ κτύπησε τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ διαιρέθηκε σὲ δύο
μέρη, ἄνω καὶ κάτω. Καὶ διέβησαν καὶ οἱ δύο πρὸς τὴν ἀπέναντι ἔρημη περιοχή.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα περίμεναν νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους. Βλέπουν τὸν Ἠλιοὺ νὰ
βγάζη ἀπὸ τὴν πλάτη του τὴν μηλωτή. Μετὰ νὰ τὴν τυλίγη σὲ σχῆμα ράβδου, καὶ μὲ
αὐτὴν νὰ κτυπάη τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Τί ἔκπληξις! Ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς
γιὰ ἄλλη μία φορὰ σταμάτησε τὴν κανονική του ροή, καὶ φάνηκε ὁ βυθός του. Εἶχε
ξαναγίνει τὸ θαῦμα τότε, ὅταν οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο Ἰουδαῖοι, μὲ
ἡγέτη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ἔβαλαν μπροστὰ τὴν Κιβωτὸ καὶ σταμάτησε ὁ Ἰορδάνης
τὴν ροή του, καὶ πέρασε ὁ λαὸς διὰ ξηρᾶς, καὶ μπῆκε στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας
«ἀβρόχοις ποσί». Καὶ τώρα δέχεται τὴν ἐπαφή-ἐντολὴ ἀπὸ τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλιού καὶ
ἀναγκάζεται νὰ ἀνοίξη δρόμο στὸν Προφήτη. Τὸν πέρασαν καὶ οἱ δύο, ὁ Ἠλιοὺ καὶ ὁ
Ἑλισσαῖος. Ἀπομακρύνθηκαν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν προφητῶν καὶ
βρέθηκαν μόνοι στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
2,9 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαβῆναι
αὐτοὺς καὶ Ἠλιοὺ εἶπε πρὸς Ἑλισαιέ· αἴτησαι τί ποιήσω σοι πρὶν ἢ ἀναληφθῆναί με
ἀπὸ σοῦ. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· γενηθήτω δὴ διπλᾶ ἐν πνεύματί σου ἐπ᾿ ἐμέ.
2,9 Καὶ ὅταν πέρασαν τὸν ποταμό,
εἶπε ὁ Ἠλίας στὸν Ἑλισσαῖον· “Ζήτησέ μου τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω, πρὶν ἀναληφθῶ ἀπὸ
ἐσένα στὸν οὐρανό”; Καὶ ὁ Ἑλισσαῖος ἀπάντησε· “Δῶσε διπλὴ τὴν χάρι σου σὲ μένα”.
Τώρα στενεύουν τὰ χρονικὰ ὅρια γιὰ τὸν Ἠλιοὺ. Ἔφθασε ἡ ὡρα τοῦ
ἀποχωρισμοῦ. Καὶ προτείνη στὸν Ἑλισσαῖο νὰ τοῦ ζητήση μία χάρι, ὅποια θέλει, νὰ
τοῦ τὴν ἀφήση ὡς δῶρο τώρα ποὺ θὰ ἀποχωρισθοῦν. Καὶ κάνει μάλιστα γνωστὴ τὴν ἀναχωρήση
του πρὸς τὸν οὐρανό.
Σημειώνω γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκτυλίσσεται ἕνα τόσο
σημαντικὸ περιστατικό, καὶ ὁ ἱερὸς συγγραφέας τὸ παρουσιάζει μὲ μηδὲν
συναίσθημα. Δὲν μᾶς παρασύρει σὲ συναισθηματισμοὺς, ἁπλῶς καταγράφει τὴν
ἀλήθεια τῶν γεγονότων.
Βλέπετε καὶ μόνοι σας ὅτι στὴν πρότασι τοῦ Ἠλιοὺ ὁ Ἑλισσαῖος εὐθέως καὶ
σαφῶς ζητάει νὰ τοῦ μεταβιβάση διπλὸ τὸ προφητικὸ χάρισμα ποὺ ἔχει.
2,10 Καὶ εἶπεν Ἠλιού· ἐσκλήρυνας
τοῦ αἰτήσασθαι· ἐὰν ἴδῃς με ἀναλαμβανόμενον ἀπὸ σοῦ, καὶ ἔσται σοι οὕτως· καὶ
ἐὰν μή, οὐ μὴ γένηται.
2,10 Καὶ ὀ Ἠλιοὺ ἀπάντησε· “Μεγάλο
πρᾶγμα ζήτησες. Ἐὰν ὄμως μὲ δῆς νὰ ἀναλαμβάνωμαι ἀπὸ σένα πρὸς τὸν οὐρανό, θὰ
πραγματοποιηθῆ τὸ αἴτημά σου. Ἐὰν ὅμως ὄχι, δὲν θὰ πραγματοποιηθῆ”.
Ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἠλιοὺ δὲν εἶναι οὔτε θετικὴ οὔτε ἀρνητική, φαίνεται ὅμως
σὰν νὰ βάζη ὅρους, διότι εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ ζητάει. Τό «ἐσκλήρυνας» βγαίνει
ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἠλιού. Ἡ διπλῆ χάρις ποὺ ζητάει, ἴσως ὁδηγήσει τὸν Ἑλισσαῖο
νὰ φέρη ἀνομβρία καὶ ξηρασία ὄχι «ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ», ἀλλὰ ἑπτὰ ἔτη
ξηρασίας! Τελικὰ ὅλα θὰ ἐξαρτηθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο, διότι ὁ Ἠλιοὺ βάζει ὅρο στὴν
θετικὴ ἀπάντησι· Ἂν μὲ δεῖς ἀναλαμβανόμενο θὰ γίνη τὸ θέλημά σου, ἂν ὅμως ὁ
Θεὸς δὲν μὲ παραλάβη «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν» πυρφόρο οὐρανοδρόμο, δὲν πρέπει καὶ
δὲν μπορεῖ νὰ γίνη τὸ θέλημά σου.
Μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ αἰτὴματος τοῦ Ἑλισσαίου. Ὁ
Ἑλισσαῖος εἶναι ὁ πρωτότοκος τῶν προφητῶν-μαθητῶν τοῦ Ἠλιού. Αὐτὸν ἐξέλεξε ὁ
Ἠλιού καὶ τὸν ὥρισε πρῶτον προφήτη. Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, ποὺ ἀναφέρεται στὸ
Δευτερονόμιο, ὁ πρωτότοκος στὶς φυσικὲς γεννήσεις δικαιοῦται διπλῆ μερίδα
ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, ἄρα δὲν ζητάει κάτι παράνομο, κάτι ποὺ δὲν προβλέπεται
ἀπὸ τὸν νόμο.
2,11 Καὶ ἐγένετο αὐτῶν
πορευομένων, ἐπορεύοντο καὶ ἐλάλουν· καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ
διέστειλαν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, καὶ ἀνελήφθη Ἠλιοὺ ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν
οὐρανόν.
2,11 Ἐνῶ δὲ αὐτοὶ βάδιζαν καὶ πορευόμενοι συνωμιλοῦσαν,
ξαφνικὰ ἕνα πύρινο ἅρμα καὶ πύρινοι ἵπποι διεχώρισαν τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ὁ
Ἠλιοὺ μέσα σὲ ἀνεμοστρόβιλο ἀναλήφθηκε
καὶ φερόταν σὰν στὸν οὐρανό.
Ἡ ἀπάντησις ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θετικὴ καὶ γιὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Ἠλιού καὶ
γιὰ τὴν διπλῆ χάρι πρὸς τὸν Ἑλισσαῖο. Διότι ἐνῶ πορεύονταν οἱ δύο τους καὶ
συνομιλοῦσαν. Ξαφνικὰ νά, καὶ ἐμφανίζεται «ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρός», ποὺ
χωρίζει τοὺς προφῆτες. Ὁ Ἠλιού ἀναλαμβάνεται μὲσα σὲ ἀνεμοστρόβιλο μὲ τὸ πύρινο
ἅρμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ Ἑλισσαῖος παραμένει στὴν γῆ. Ἐξαίσιο τὸ θαῦμα!
Παράξενο! Καὶ δὲν ὑπάρχει ὅμοιό του. Αὐτὰ εἶναι τὰ μυστήρια τῆς πίστεώς μας,
ποὺ μποοροῦμε νὰ τὰ προσεγγίσουμε μόνον μὲ τὴν ἁπλῆ καὶ βαθειὰ πίστι στὸ
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρεται στὸν βίο τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ ὅτι φασκιώθηκε
νεογέννητο νήπιο μὲ φλόγες, καὶ τώρα μέσα σὲ φλόγες ἀναλαμβάνεται σὰν στὸν
οὐρανό. Στὸν ἀέρα, σὲ τόπο ποὺ γνωρίζει ὁ Θεός, Καὶ παραμένει ἐκεῖ ἀναμένοντας
τὴν Δευτέρα Παρουσία, γιὰ νὰ κατέλθη στὴ γῆ. Ἀπὸ ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Ἠλιοὺ δὲν
πέθανε. Στὴν Γένεσι βλέπομε ὅτι καὶ ὁ δίκαιος Ἐνὼχ δὲν πέθανε· «Καὶ εὐηρέστησεν
Ἐνὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν
αὐτὸν ὁ Θεός» (Γεν. 5,24). Μετέθηκεν ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἐνὼχ καὶ τὸν Ἠλιού.
Αὐτοὶ οἱ δύο εἶναι προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως, καὶ ἀπόδειξις τῆς γενικῆς
ἀναστάσεώς μας, ποὺ πρόκειται νὰ γίνη.
Φωτιὰ ὁ προφὴτης Ἠλίας στὴν ζωή, στὸν λόγο, στὴν προφητεία του, φωτιὰ
κατὰ τῶν εἰδωλολατρούντων βασιλέων, τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραήλ.
2,12 Καὶ Ἑλισαιὲ ἑώρα καὶ ἐβόα· πάτερ, πάτερ, ἅρμα
Ἰσραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ· καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν ἔτι καὶ ἐπελάβετο τῶν ἱματίων
αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτὰ εἰς δύο ῥήγματα.
2,12 Ὁ Ἑλισσαῑος ἔβλεπε καὶ κραύγαζε· “Πάτερ,
πάτερ, ἐσὺ ἦσο τὰ ἅρματα καὶ τὸ ἱππικὸ τοῦ λαοῦ μας, ποὺ τὸν ἔσωζες, καὶ τώρα
τί θὰ γίνη;» Ὁ Ἑλισσαῖος δὲν τὸν εἶδε
πλέον. Καὶ εἰς ἔνδειξι λύπης γιὰ τὸν χωρισμό, ἔπιασε τὰ ἐνδύματά του καὶ τὰ ἔσχισε
σὲ δύο κομμάτια.
Ἔκπληκτος μένει ὁ Ἑλισσαῖος ἀπὸ τὰ ὅσα βλέπει. Καὶ τώρα γνωρίζει ὅτι τὸ
αἴτημά του, γιὰ τὴν διπλῆ χάρι, εἶναι γεγονός. Βλέπει πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ
φωνάζει δυνατὰ πρὸς τὸν Ἠλιού, καὶ στὰ λόγια του ὑπάρχει ὁ φόβος γιὰ τὸ τί θὰ
γίνεται στὴν συνέχεια χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Ἠλιοὺ, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς τὸν
προστάτη τοῦ λαοῦ. Κατὰ τὴν ἐκτίμησι τοῦ Ἑλισσαίου ὁ Ἠλιοὺ ἦταν γιὰ τὸν λαὸ τὰ
ἅρματα, τὸ ἱππικό, ἡ ἀσφάλεια γενικὰ τοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ ὁ Ἠλιοὺ ἦταν ἤδη μακρυὰ σὲ
ἄγνωστο τόπο. Ὁ Ἑλισσαῖος φαίνεται νὰ λυπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν χωρισμό τους, καὶ
κατὰ τὴν τότε συνήθεια, σὲ ἔνδειξι τῆς λύπης του, ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του.