Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Μάθημα 26

1,9 καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πεντηκόνταρχον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβη πρὸς αὐτόν, καὶ ἰδοὺ Ἠλιοὺ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους. καὶ ἐλάλησεν ὁ πεντηκόνταρχος πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσέ σε, κατάβηθι.

1,10  Καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιού, καὶ εἶπε πρὸς τὸν πεντηκόνταρχον· καὶ εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ.

1,11  καὶ προσέθετο ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἄλλον πεντηκόνταρχον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβη καὶ ἐλάλησεν ὁ πεντηκόνταρχος πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· ταχέως κατάβηθι.

1,12 Καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιοὺ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβη πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ.

1,9    Ὁ βασιλεὺς ἔστειλε πρὸς αὐτὸν ἕνα πεντηκόνταρχο μὲ τοὺς πενήντα ἄνδρες του, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέβηκε πρὸς τὸν Ἠλιού, τὸν προφήτη. Ἰδοὺ δὲ ὁ Ἠλίας καθόταν στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους. Ὁ πεντηκόνταρχος τοὺ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε· “Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, σὲ καλεῖ ὁ βασιλεύς. Ἔλα πρὸς αὐτόν”.

 1,10  Ὁ προφήτης Ἠλίας ἀπήντησε πρὸς τὸν πεντηκόνταρχο· “Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ εἶμαι, πῦρ θὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ θὰ κατακαύση ἐσένα καὶ τοὺς πενήντα ἄνδρες σου”. Πράγματι δὲ κατέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῦρ καὶ κατέκαυσε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα ἄνδρες του.

1,11  Ὁ βασιλεύς ἔστειλε πάλιν πρὸς τὸν Ἠλία ἄλλον πεντηκόνταρχο μὲ τοὺς πενήντα ἄνδρες του. Ὁ ἀξιωματικὸς ἀνέβηκε πρὸς τὸν Ἠλία, τοῦ μίλησε καὶ εἶπε· “Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λέγει ὁ βασιλεύς· Ἔλα γρήγορα πρὸς αὐτόν”.

1,12    Ἀπήντησεν ὁ Ἠλιού καὶ τοῦ εἶπε· “Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ κατεβῆ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ θὰ καταφάγη ἐσένα καὶ τοὺς πενήντα ἄνδρες σου”. Πράγματι δὲ κατέβηκε τὴν ὥρα ἐκείνη πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα ἄνδρες του.

Ὁ Ὀχοζίας τώρα ποὺ βεβαιώθηκε ὅτι τὸ μήνυμα προέρχεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλιού, ἀντὶ νὰ συναισθανθῆ τὴν εὐθύνη καὶ ἐνοχή του, καὶ νὰ ἀποκηρύξη τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, ἀντιμετωπίζει τὸν προφήτη ὡς ἐχθρό. Ἀντί νὰ μετανοήση, ἀνοίγει πόλεμο μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.

Γνωρίζει ὅτι ὁ τόπος διαμονῆς τοῦ προφήτου εἶναι τὸ Καρμήλιον ὄρος, καὶ στέλνει ἐκεῖ ὄχι ἕναν, ἀλλὰ πενήντα στρατιῶτες μὲ ἀρχηγὸ τὸν πεντηκόνταρχο, γιὰ νὰ συλλάβουν ἕναν ἄνθωπο.

Μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ πεντηκόνταρχου σημειώνω ὅτι ἡ διάρθρωσις τοῦ στρατοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν προέβλεπε τὴν χιλιάδα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Χιλίαρχο, τὴν  ἑκατοντάδα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἑκατόνταρχο, καὶ πεντηκοντάδα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Πεντηκόνταρχο.

Πίστευε ὅτι μὲ δύναμι στρατοῦ, ἢ μὲ τὴν βία μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίση τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους του. Αὐτὴ ἡ ἴδια τακτικὴ καὶ ἀντιμετώπισι ἐφαρμόζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.  Ἡ Ὕβρις, χαρακτηριστικὸ τοῦ ὑπερφίαλου, ὑπερόπτου, ὑπερήφανου καὶ ἀποστασιοποιημένου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀνθρώπου, τοῦ δίνει τὴν αἴσθησι τοῦ ὑπερανθρώπου καὶ στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ δαιμονικὴ ἀντίληψις ὅτι μπορεῖ κάποτε νὰ τὸν καταργήση καὶ νὰ φωνάξη ὑπερήφανα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.

Ὁ Πεντηκόνταρχος μὲ τοὺς πενήντα ἄνδες του ἐκτελώντας τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως κινήθηκε καὶ ἔφτασε στὸ ὄρος, τὸν τόπο διαμονῆς τοῦ προφήτου. Καὶ μὲ τὴν αἴσθησι τῆς δυνάμεως τοῦ στρατοῦ του, καὶ τὴν βασιλικὴ ἐξουσία μὲ τὴν ὁποία κινήθηκε, βρῆκε τὸν προφήτη καὶ τὸν διέταξε· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσέ σε, κατάβηθι». Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ κατέβα, σὲ κάλεσε ὁ βασιλέας.

Στὴν πρόσκλησι τοῦ Πεντηκοντάρχου ὁ προφήτης ἀπάντησε μὲ τὸν δικό του τρόπο. Μὲ τὴν ὑπόθεσι ποὺ βάζει μπροστά, φαίνεται σὲ ἐμᾶς σὰν νὰ ἀμφιβάλλη γιὰ τὴν προφητική του ἀποστολή, ἐνῶ εἶναι σίγουρος γιὰ ὅ,τι θὰ ἀκολουθήση. Ἀπὸ τὴν συνέχεια θὰ καταλάβουμε ὅλοι καὶ θὰ βεβαιωθοῦμε, γιὰ τὴν προφητικὴ του ἀποστολὴ καὶ δύναμι. Εἶπε· Ἂν εἶμαι πράγματι προφήτης τοῦ Θεοῦ νὰ πέση φωτιὰ καὶ νὰ σᾶς κάψη. Καὶ αὐτὸ ἔγινε. Ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου, ὅπως νωρίτερα ἔκλεισε τοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν ἔβρεξε γιὰ «ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ», καὶ μὲ ὅση εὐκολία κατέβασε φωτιά στὴν θυσία ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ἔτσι τώρα κατέβασε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φωτιά, καὶ κατέκαυσε τὸν Πεντηκόνταρχο μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του.

Ὁ βασιλέας μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξέλιξι αὐτή, ἀντὶ νὰ ἀναγνωρίση τὸ λάθος του καὶ τὴν μεγάλη βλασφημία κατὰ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐπιμένει νὰ μάχεται τὸν Θεό. Θέλει νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στέλνει ἄλλον Πεντηκόνταρχο μὲ πενῆντα ἄνδρες νὰ συλλάβη τὸν προφήτη.

Ὁ δεύτερος Πεντηκόνταρχος δὲν φοβήθηκε νὰ πάη καὶ νὰ συλλάβη τὸν προφήτη, παρὰ τὴν παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ πρώτου Πεντηκόνταρχου. Καὶ μάλιστα φάνηκε ὅτι ἦταν ἀσεβέστατος καὶ προκλητικότατος, ἀφοῦ δὲν κάλεσε ἁπλῶς τὸν προφήτη, ἀλλὰ μὲ αὐθάδεια περισσὴ τὸν κάλεσε στανικὰ νὰ ὑπακούση πάραυτα. Εἶπε· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· ταχέως κατάβηθι». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπακούση στὸν βασιλέα καὶ μάλιστα ταχέως! Ὦ τῆς ἀσεβείας! Δὲν χρειάζεται νὰ τονίσω ὅτι πάντα ἔτσι φέρονται οἱ ὑπερήφανοι καὶ ἀποστασιοποιημένοι ἀπὸ τὸν Θεό ἄνθρωποι, μέχρι καὶ στὶς ἡμέρες μας.

Καὶ ἀσφαλῶς καὶ ὁ δεύτερος Πεντηκόνταρχος μὲ τοὺς ἄνδες του τιμωρήθηκε ὅπως καὶ ὁ πρῶτος, μὲ φωτιὰ ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲν συνετίζεται ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς. Καὶ ὡστόσο κατηγοροῦν πολλοὶ τὸν προφήτη γιὰ τὴν σκληρὴ συμπεριφορά του, ἐπειδὴ μὲ τὸ στόμα του ζήτησε νὰ κατεβῆ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ κατέκαυσε τοὺς ἄνδρες τῶν Πεντηκονταρχῶν. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο βλέπουν μπροστά τους τὴν ἐξ οὐρανοῦ παρέμβασι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δείχνει τὴν παρουσία καὶ τὴν παντοδυναμία του, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μάχονται. Ἀλλὰ ξεχνοῦν ἢ παραβλέπουν τὴν μεγάλη ἀποστασία τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ στράφηκε στὴν λατρεία τοὺ Βαάλ. Αὐτὴ ἡ μεγάλη βλασφημία, δηλαδὴ ἡ ἄρνησις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, ποὺ ἐπισύρει τὴν βαρειὰ τιμωρία.

Ἀλήθεια, μποροῦμε νὰ ἀκούσωμε αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἐμεῖς σήμερα ποὺ ζοῦμε τὴν μεγάλη ἀποστασία; Νομοθετοῦμε ἐναντίον τοῦ νόμου καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Δημιουργοῦ μας, ἀποποινικοποίησι μοιχείας, ἐλεύθεροι οἱ φόνοι ἀθώων βρεφῶν, γάμοι καὶ τεκνοθεσίες ὁμοφιλοφύλων, καὶ ὅταν καιγόμαστε ἢ πνιγόμαστε φωνάζομε· «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;». Ἐφ’ ὅσον τὸν διώξαμε μὲ νόμους ἀπὸ τὴν ζωή μας, πῶς θέλομε νὰ εἶναι μαζί μας;