Οι εξελίξεις στο ισραηλινο-παλαιστινιακό μέτωπο είναι καταιγιστικές κάθε
εβδομάδα, από τις πρώτες, κιόλας, μέρες της πιο πρόσφατης και σε εξέλιξη ακόμα
σύγκρουσης. Μέχρι στιγμής έχουν πεθάνει περίπου 17.000 άνθρωποι και από τις δύο
πλευρές. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι έχουν χάσει την ζωή τους περισσότεροι
από 15.000 Παλαιστίνιοι και άλλοι 1.400 Ισραηλινοί. Σύμφωνα με το παλαιστινιακό
υπουργείο Υγείας της Ραμάλας, υπολογίζεται ότι το 41% των απωλειών ήταν
ανήλικοι, από βρέφη έως 18 ετών, ενώ σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα του
ισραηλινού κράτους, οι Ισραηλινοί ανήλικοι που έχασαν τη ζωή τους ήταν περίπου
31. Προκειμένου να υπάρχει μια καλύτερη αίσθηση των μεγεθών είναι γόνιμο να
αναλογιστούμε ότι ο πληθυσμός του Ισραήλ είναι, βάσει των τελευταίων μετρήσεων
(2021), 9,364 εκατομμύρια, εκ των οποίων, το 21% περίπου αποτελείται από
Άραβες, ως επί το πλείστον παλαιστίνιους στην καταγωγή. Από την άλλη, ο
πληθυσμός της Παλαιστίνης, βάσει των σημερινών συνόρων αλλά και των κατεχόμενων
περιοχών, όπως αυτές προσδιορίζονται και από την επίσημη Παλαιστινιακή Αρχή,
ανέρχεται στα 4,900 εκατομμύρια περίπου.
Σαφώς κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει το βάρος του πόνου που φέρουν και
οι δύο λαοί μετρώντας αριθμητικά και στατιστικά τις απώλειές τους, ωστόσο,
βάσει των δεδομένων, μπορούμε ασφαλώς να πούμε ότι η πληγή είναι δυσανάλογα
μεγαλύτερη για τη μια πλευρά. Το παλαιστινιακό μέτωπο σε επιχειρησιακό επίπεδο
στο πεδίο των συγκρούσεων αποτελείται κυρίως από την Χαμάς, με την συμβολή της
λιβανέζικης Χεζμπολάχ και τη συμμετοχή Παλαιστίνιων εθελοντών, οι οποίοι
βλέπουν αυτή την σύγκρουση ως τη μόνη ελπίδα αποτίναξης (Ιντιφάντα) του
«ισραηλινού ζυγού». Από την άλλη έχουμε ένα οργανωμένο κράτος, ιδιαίτερα
προηγμένο τεχνολογικά, το οποίο έχει αποδείξει πολλάκις στο παρελθόν ότι είναι
ένας πολύ ισχυρός περιφερειακός πόλος , και μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις
στην Μέση Ανατολή.
Με την επιτυχία στους αραβαοϊσραηλινούς πολέμους (από το 1948 μέχρι
σήμερα), το Ισραήλ κατάφερε να εδραιώσει την θέση του στην περιοχή να
αναβαθμίσει στο καθεστώς του σε καίριο σύμμαχο των ΗΠΑ και να θέσει τα όριά
του. Εντός αυτών των ορίων συμπεριλήφθησαν και εδάφη που ανήκαν στους
Παλαιστίνιους, οι οποίοι μετά την ήττα τους εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις
εστίες τους (Νάκμπα 1948). Μετά την υπογραφή της Ανακωχής (1949), δημιουργήθηκε
μια πράσινη ζώνη για τον σαφή διαχωρίσμο των δύο κρατών, με την Παλαιστινη να
συρρικνώνεται σχεδόν στη μισή της έκταση. Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών
(1967), και την ήττα των Αράβων, η Παλαιστίνη έφτασε στο 1/5 σχεδόν της αρχικής
της έκτασης, ενώ πλέον αυτό που αποκαλείται Παλαιστίνη αποτελείται από την
Δυτική Όχθη, την Γάζα και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Το Ισραήλ από την πρώτη στιγμή εκλήφθηκε από τα γειτονικά κράτη ως απειλή.
Το γεγονός δε ότι η δημιουργία του θα γινόταν σε αραβικά εδάφη ήταν αυτό το
οποίο πυροδότησε την έντονη αντίδραση των αραβικών κρατών. Ωστόσο, το Ισραήλ,
παρόλο που ξεκίνησε ως κρατίδιο, με μικρό πληθυσμό και έναν αρκετά
ταλαιπωρημένο λαό από την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να όχι μόνο
να επιβιώσει αλλά και να αναπτυχθεί. Μέχρι και σήμερα το Ισραήλ αποτελεί
ιδιάζουσα περίπτωση κράτους, το οποίο παραμένει σε ένα όχι και τόσο φιλικό
περιβάλλον, με ευαίσθητες συμμαχίες και ελάχιστες φιλίες.
Ωστόσο οι αμφίδρομες απειλές και η πίεση συνεχίζονται. Παραστρατιωτικές
ισλαμικές οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ είχαν και έχουν ως κύριο λόγο
ίδρυσης και δράσης την απειλή του Ισραηλινού κράτους, το οποίο είτε δεν
αναγνωρίζουν, είτε θεωρούν ότι πρέπει να καταστραφεί.Χώρες όπως η Τουρκία ή το
Ιράν κ.α., προσανατολίζουν την ρητορική και τις πολιτικές τους, ιδίως τον
τελευταίο καιρό, εναντίον του ισραηλινού κράτους. Από την πλευρά του το Ισραήλ,
το οποίο απειλείται από τέτοιου είδους οργανώσεις και όχι μόνο, εφαρμόζει
μέτρα, στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας, καθώς υπάρχει απειλή και αυτή δημιουργεί
μια έκτακτη ανάγκη και συνεπώς μια κατάσταση εξαίρεσης, κατά την οποία πολλά
πράγματα επιτρέπονται.
Η έκτακτη ανάγκη στην οποία βρίσκεται το ισραηλινό κράτος λόγω του φόβου
και των απειλών στην ουσία λειτουργεί ως νομιμοποιητική συνθήκη για τις
“εξαιρετικές” πρακτικές που αυτό εφαρμόζει. Για παράδειγμα, τις τελευταίες
δεκαετίες, το ισραηλινό κράτος, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα εποικισμού,
εκκενώνοντας σταδιακά περιοχές με ή χωρίς τη χρήση βίας (για παράδειγμα
κόβοντας την ηλεκτροδότηση, την ύδρευση κ.ά.) και δημιουργώντας νέα κτίρια,
νέες συνοικίες και δομές, οι οποίες προσφέρονται σε Ισραηλινούς πολίτες.
Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον υπερπληθυσμό, για παράδειγμα στην
Λωρίδα της Γάζας, η οποία κατά καιρούς έχει υπάρξει είναι -τυπικά στο πλαίσιο
αντιποίνων προς ενέργειες της Χαμάς και συμμαχικών της οργανώσεων- βασικός
στόχος μεγάλης κλίμακας επιθέσεων, οι οποίες ως επί το πλείστον πλήττουν
αμάχους, υποδομές υγείας, σχολεία και κατοικημένες περιοχές.
Έτσι εξηγείται ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός νεκρών παιδιών αλλά και
γενικά αμάχων στην Παλαιστίνη, που μέχρι και σήμερα παραμένουν χωρίς προστασία
από τη διεθνή κοινότητα. Και αυτό είναι το οξύμωρο. Η πραγματικότητα στην οποία
ζούμε, ο κόσμος όπως ανασυστάθηκε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει
ως πυρήνα του την ελευθερία του ατόμου, την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, αλλά και την παγκόσμιου βεληνεκούς αρωγή μεταξύ των ανθρώπων, των
κοινωνιών και των κρατών, για αυτό άλλωστε μιλάμε και για διεθνή κοινότητα,
ηνωμένα έθνη και διεθνές δίκαιο. Σε έναν τέτοιο κόσμο, λοιπόν, που δομήθηκε
πάνω στις ιδέες του διαφωτισμού, που αποτελεί προϊόν έμπνευσης μεγάλων
διανοητών όπως του Ρουσσώ, του Καντ και άλλων, είναι αδιανόητο να μην μπορεί να
αναδειχθεί ένα τέτοιο ζήτημα και να μην μπορεί να ληφθεί ουσιαστική δράση για
την προστασία του άμαχου πληθυσμού και τη διευθέτηση της διαμάχης.
Αν αποδεχθούμε, λοιπόν, ότι, αξιακά μιλώντας, το κύριο μέλημα της Δύσης
είναι η αιώνια καντιανή ειρήνη (Perpetual Peace), τότε εκείνη οφείλει να
καταβάλει τα μέγιστα ώστε να φτάσει έστω και ένα βήμα πιο κοντά. Είναι προφανές
ότι σε έναν κόσμο που επικρατούν τα συμφέροντα και η κύρια μέθοδος επιβολής
είναι η άσκηση πίεσης, η απειλή ή και η χρήση βίας ακόμη, η αιώνια ειρήνη
φαντάζει πολύ μακρινή. Το βέτο των ΗΠΑ στο ψήφισμα του Σ.Α. για άμεση παύση του
πυρός και αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν μια πιο επίσημη ένδειξη των
προθέσεων της Αμερικής, η οποία διαχρονικά αντιμετωπίζει το Ισραήλ σαν φίλο της
χωρίς προϋποθέσεις, και αυτό είναι κάτι για το οποίο έχει ασκηθεί κριτική και
από αξιωματούχους προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και από ακαδημαϊκούς
διακεκριμένων Αμερικανικών Πανεπιστημίων.
Το παλαιστινιακό ζήτημα έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο και προφανώς και
δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλυθεί εν μια νυκτί και χωρίς απώλειες. Βάσει
της αρχής της μη επέμβασης στις υποθέσεις τρίτων κρατών και βάσει του γεγονότος
ότι ούτε η Παλαιστίνη αλλά ούτε και το Ισραήλ έχουν ζητήσει ανοιχτά την βοήθεια
(στρατιωτική επέμβαση) κάποιου κράτους, το μόνο που μπορεί να κάνει η διεθνής
κοινότητα είναι να πιέσει για την παύση των εχθροπραξιών και να αποστείλει
ανθρωπιστική βοήθεια. Άλλωστε οι δυτικές επεμβάσεις κατά το παρελθόν δεν
βοήθησαν ιδιαίτερα την Μέση Ανατολή, απόδειξη αποτελεί η σημερινή κατάσταση
πολλών κρατών όπως η Λιβύη, το Ιράκ, η Συρία κ.ά.
Συνεπώς, θα ήταν γόνιμο να μην εμπλακούν άμεσα δυτικές δυνάμεις. Αυτή η
αποικιοκρατική νοοτροπία της επέμβασης θα είναι καταστροφική, εν προκειμένω,
καθώς και άλλες δυνάμεις, μη δυτικές, είναι με το δάχτυλο στη σκανδάλη και
παραφυλάνε. Αν η Δύση θέλει να παίξει το παιχνίδι με τους κανόνες που η ίδια
έφτιαξε θα πρέπει να αρκεστεί στον ρόλο του «καλού» που η ίδια διένειμε στον
εαυτό της. Αυτή η σύγκρουση είναι η ευκαιρία της Δύσης, τώρα που βλέπει την
πρωτοκαθεδρία της στα διεθνή να χάνεται, να αποδείξει ότι εννοεί όσα τόσες
δεκαετίες λέει και ότι δεν πρόκειται για ένα κενό αφήγημα χωρίς βάση και ουσία.
Σαφώς οι δομές του σύγχρονου κόσμου και της υφισταμένης διεθνούς τάξης,
είναι φτιαγμένες από ανθρώπους, συνεπώς είναι εκ φύσεως ατελείς και επιδέχονται
βελτίωσης. Ωστόσο, η ύπαρξή τους και μόνο, μας δίνει το περιθώριο να τιμήσουμε
τις ιδέες που τις δημιούργησαν. Είναι γεγονός πως το διεθνές δίκαιο συχνά δεν
εφαρμόζεται, ή εφαρμόζεται εν μέρει, ωστόσο η ύπαρξή του και μόνο θέτει το
πλαίσιο της συζήτησης και αποτελεί ένα κοινό σημείο αναφοράς για όλο τον
πλανήτη. Οι διεθνείς νόμοι εξυπηρετούν, τον «κανόνα», τον χάρακα δηλαδή που μας
βοηθά να χαράξουμε την πορεία (προς τον στόχο μας που είναι η ειρήνη) με μια
γραμμή και να επανερχόμαστε σε κάθε βήμα μας ώστε να δούμε την απόκλισή μας από
την προδιαγεγραμμένη μας πορεία και να επανερχόμαστε σε αυτήν.