Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Ὁ Ἀχαὰβ καὶ ὁ φόνος τοῦ Ναβουθαί (Βασ. Γ΄. 20,1-16)

20ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΙΚΟΣΤΟ

Ὁ Ἀχαὰβ καὶ ὁ φόνος τοῦ Ναβουθαί (Βασ. Γ΄. 20,1-16)

20,1  Καὶ ἀμπελὼν εἷς ἦν τῷ Ναβουθαὶ τῷ Ἰεζραηλίτῃ παρὰ τῇ ἅλῳ Ἀχαὰβ βασιλέως Σαμαρείας.

20,1  Ὁ Ναβουθαί, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλι Ἰεζράελ, εἶχε ἕνα ἀμπέλι κοντὰ στὸ ἁλώνι τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιὰ τῆς Σαμαρείας.

Στὴν συνέχεια μας γιὰ τὸν προφήτη Ἠλιού προστίθεται ἕνα καινούριο πρόσωπο, ὁ Ναβουθαί. Σὰν μία παρένθεσι στὴν βασιλεία τοῦ Ἀχαάβ, ποὺ θὰ ἀποκαλύψη κάποια στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ βασιλιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κακία καὶ πανουργία τῆς Ἰεζάβελ, καὶ πόσο εἶχε ἐπιβληθῆ στὸν σχεδὸν ἄβουλο βασιλιά. Συνέβαινε νὰ ἔχη ὁ Ναβουθαὶ ἕνα ἀμπέλι κοντὰ στὸ ἁλώνι τοῦ Ἀχαάβ, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῆς Σαμαρείας. Ὁ χαρακτηρισμός «βασιλέως Σαμαρείας» σημειώνεται σὰν μία εἰρωνεία, διότι στὴν συνέχεια θὰ φανῆ ὅτι ἦταν μὲν βασιλιάς, ἀλλὰ ὑποχείριος στὶς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς πονηροὺς σχεδιασμοὺς τῆς βασίλισσας. 

20,2  καὶ ἐλάλησεν Ἀχαὰβ πρὸς Ναβουθαὶ λέγων· δός μοι τὸν ἀμπελῶνά σου καὶ ἔσται μοι εἰς κῆπον λαχάνων, ὅτι ἐγγίζων οὗτος τῷ οἴκῳ μου, καὶ δώσω σοι ἀμπελῶνα ἄλλον ἀγαθὸν ὑπὲρ αὐτόν· εἰ δὲ ἀρέσκει ἐνώπιόν σου, δώσω σοι ἀργύριον ἄλλαγμα ἀμπελῶνός σου τούτου, καὶ ἔσται μοι εἰς κῆπον λαχάνων.

20,2  Ὁ Ἀχαὰβ μίλησε καὶ εἶπε στὸν Ναβουθαί· “δῶσε μου τὸ ἀμπέλι σου, γιὰ νὰ τὸ μεταβάλω σὲ λαχανόκηπο, ἐπειδὴ αὐτὸ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸ βασιλικό μου ἀνάκτορο. Θὰ σοῦ δώσω δὲ ἄλλο ἀμπἐλι, καλύτερο ἀπὸ αὐτό. Ἐὰν δὲ σοῦ ἀρέση, θὰ σοῦ δώσω ἀργύριο σὲ ἀντάλλαγμα τοῦ ἀμπελιοῦ σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνη τὸ ἀμπέλι σου λαχανόκηπός μου.

Δὲν ἔχομε νὰ σχολιάσωμε ἐδῶ κάτι. Δύο γείτονες ὁ καθένας ἀπὸ τὸ κτῆμα του, ὁ Ἀχαὰβ καὶ ὁ Ναβουθαὶ συζητᾶνε, καὶ στὴν κουβέντα ὁ βασιλιὰς κάνει μία πρότασι στὸν γείτονα: Δῶσε μου τὸ ἀμπέλι σου γιὰ νὰ τὸ κάνω λαχανόκηπο, ἐπειδὴ εἶναι κοντά στὸ σπίτι μου. Τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο γράφει «κοντὰ στὸ ἀνάκτορό μου». Ὅσο ἀφορᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀμπελιοῦ, ὁ βασιλιὰς προτείνει δύο λύσεις. Νὰ γίνη ἀνταλλαγὴ μὲ ἄλλο ἀμπέλι γιὰ τὸν Ναβουθαί, καὶ μάλιστα καλύτερο, ἢ νὰ πληρώση μὲ ἀργύρια τὸ ἀμπέλι, ποὺ πρέπει νὰ γίνη ὁπωσδήποτε λαχανόκηπος τοῦ βασιλέως.

 20,3 καὶ εἶπε Ναβουθαὶ πρὸς Ἀχαάβ· μὴ γένοιτό μοι παρὰ Θεοῦ μου δοῦναι κληρονομίαν πατέρων μου σοί.

20,3  Ὁ Ναβουθαὶ ἀπήντησε στὸν Ἀχαάβ· “Νὰ μὴν ἐπιτρέψη ποτὲ ὁ Θεός, νὰ σοῦ δώσω τὴν προγονική μου κληρονομιά”.

Μπροστὰ σὲ ἕνα βασιλικὸ αἴτημα εἶναι φυσικὸ ὁ κάθε ὑπήκοος πολίτης νὰ ὑποχωρῆ ἢ νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα, χάριν τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος. Ὅμως ἐδῶ βλέπομε τὸν πολίτη νὰ ἀρνῆται νὰ ἱκανοποιήση τὸ βασιλικὸ αἴτημα, χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τυχὸν συνέπειες γιὰ τὴν ἄρνησί του, μὲ τὸ δεδομένο ὅτι τότε ἡ βασιλικὴ ἀξουσία ἦταν ἀπεριόριστη καὶ κυρίως αὐθαίρετη καὶ ἀνεξέλεγκτη. Δηλαδὴ ὁ Ναβουθαὶ δὲν ἀποδέχεται τὸ βασιλικὸ αἴτημα, καὶ μάλιστα τὴν ἄρνησι τὴν συνοδεύει μὲ ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Λέγει· Νὰ μὴν ἐπιτρέψη ὁ Θεὸς νὰ δώσω τὴν πατρικὴ κληρονομιά. Ἡ φρὰσις αὐτὴ ποὺ χρησομοποίησε ὁ Ναβουθαὶ δείχνει ὅτι ἦταν ἕνας πιστὸς Ἰουδαῖος καὶ τηρητὴς τοῦ νόμου. Σύμφωνα μὲ ὅσα γράφονται στὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν καὶ τοῦ Λευϊτικοῦ, ἀπαγορεύεται, ἀκόμα καὶ σὲ ἀνάγκη, ἡ πατρικὴ κληρονομιά νὰ πουληθῆ ἢ νὰ περιέλθη σὲ ἄλλη φυλή. Μόνο σὲ μία περίπτωσι, καὶ μὲ μεγάλη περίσκεψι, ἐπιτρέπεται τέτοια ἀγοραπωλησία, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς ποὺ πουλάει δὲν θὰ μείνη χωρὶς γῆ. Ὁ Ναβουθαὶ ἦταν σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ὡστόσο δικαιωματικὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο μποροῦσε νὰ ἀρνηθῆ. Καὶ τὴν ἄρνησί του τὴν κάνει στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

 20,4 καὶ ἐγένετο τὸ πνεῦμα Ἀχαὰβ τεταραγμένον, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ καὶ συνεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔφαγεν ἄρτον.

20,4  Ὁ Ἀχαάβ στενοχωρέθηκε πολὺ μὲ τὴν ἀπάντησι αὐτή. Ἔπεσε νηστικὸς στὸ κρεββάτι του, καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό του.

Ἕνας ὑπήκοος ἀρνεῖται νὰ δεχθῆ αἴτημα τοῦ βασιλέως. Καὶ ἐπειδὴ ἐδῶ βασιλεὺς εἶναι ὁ φαινομενικὰ σκληρὸς Ἀχαὰβ, ἐκπλήσσομαι γιὰ τὴν ἀντίδρασί του, διότι ἀντὶ νὰ φερθῆ σύμφωνα μὲ τὸν χαρακτῆρα του καὶ νὰ ἀσκήση τὴν βασιλικὴ τοῦ ἐξουσία, αὐτὸς ταράχθηκε, καὶ ἀπὸ τὴν στενοχώριά του ἔπεσε στὸ κρεββάτι καὶ σκέπασε καὶ τὸ κεφάλι του, οὔτε καὶ ἔφαγε. Σίγουρα καὶ ἐσεῖς τουλάχιστον, παραξενεύεσθε γιὰ τὴν συμπεριφορά του.

20,5  καὶ εἰσῆλθεν Ἰεζάβελ ἡ γυνὴ αὐτοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτόν· τί τὸ πνεῦμά σου τεταραγμένον καὶ οὐκ εἶ σὺ ἐσθίων ἄρτον;

20,5  Μπῆκε στὸ δωμάτιό του ἡ Ἰεζάβελ, ἡ σύζυγός του, καὶ τὸν ρώτησε· “Γιατὶ εἶσαι τόσο στενοχωρημένος καὶ οὔτε φαγητὸ δὲν ἔφαγες;

Τὸν λόγο τώρα ἔχει ἡ Ἰεζάβελ, ἡ ὁποία μπῆκε στὸ δωμάτιο, τὸν εἶδε καί, ὡς φαίνεται ἔβαλε τὶς φωνές· Γιατὶ εἶσαι ταραγμένος; Μοῦ κουκουλώθηκες κάτω ἀπὸ τὴν κουβέρτα καὶ οὔτε κἂν ἔφαγες! Γιὰ ποιὸ λόγο; 

Σύμφωνα μὲ τὸν ἐρμηνευτὴ Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο, ποὺ εἶχε ἐντρυφήσει στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο γράφει ὅτι ἔγινε «περίλυπος καὶ ὀργισμένος». Καὶ συμπληρώνει ὅτι θυμίζει ὁ Ἀχαὰβ δεσπότη τύραννο τῆς ἀνατολῆς, ποὺ εἶναι κακομαθημένος καὶ ἔχει μάθει νὰ γίνεται πάντα τὸ δικό του, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ὑπομείνη καμμία στενοχώρια. 

 20,6 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν, ὅτι ἐλάλησα πρὸς Ναβουθαὶ τὸν Ἰεζραηλίτην λέγων· δός μοι τὸν ἀμπελῶνά σου ἀργυρίου· εἰ δὲ βούλῃ, δώσω σοι ἀμπελῶνα ἄλλον ἀντ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν· οὐ δώσω σοι κληρονομίαν πατέρων μου.

20,6  Καὶ τῆς εἶπε· Μίλησα στὸν Ναβουθαὶ τὸν Ἰεζραελίτη καὶ τοῦ εἶπα· Δῶσε μου τὸ ἀμπέλι σου ἔναντι χρημάτων. Ἐὰν δὲν θέλεις, θὰ σοῦ δώσω ἄλλο ἄμπέλι ἔναντι τοῦ δικοῦ σου. Καὶ μοῦ εἶπε ἐκεῖνος· Δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν προγονική μου κληρονομιά.

Στὴν ἔντονη παρατήρησι τῆς Ἰεζάβελ ἀπαντάει ὁ Ἀχαὰβ σὰν μαλωμένο παιδί, ποὺ ἀπολογεῖται. Μίλησα, λέγει, στὸν Ναβουθαί, τὸν Ἰεσραηλίτη, νὰ πάρω τὸ ἀμπέλι του ἕναντι ἀργυρίου. Καὶ ἐκεῖνος εἶπε ὅτι δὲν θέλει νὰ ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὴν πατρογονικὴ κληρονομιά του.

 20,7 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἰεζάβελ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· σὺ νῦν οὕτω ποιεῖς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ; ἀνάστηθι καὶ φάγε ἄρτον καὶ σαυτοῦ γενοῦ, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν ἀμπελῶνα Ναβουθαὶ τοῦ Ἰεζραηλίτου.

20,7  Καὶ τοῦ εἶπε ἡ γυναίκα του, ἡ Ἰεζάβελ· “Ἐσὺ ὡς βασιλιάς, ἔτσι ἀσκεῖς τὴν βασιλική σου ἐξουσία; Σήκω, φάγε τὸ φαγητό σου, σύνελθε, καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαὶ τοῦ Ἰεζραηλίτου”.

Ἡ Ἰεζάβελ ὡς ὑπὲρ βασίλισσα μιλάει σκληρὰ στὸν βασιλέα Ἀχαάβ. Ἔτσι βασιλεύεις; αὐτὴ εἶναι ἡ βσιλική σου ἐξουσία; Τοῦ τὰ λέγει αὐτὰ μὲ ὗφος εἰρωνικό. Σήκω καὶ φάγε, διῶξε τὴν στενοχώριά σου, καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἐξασφαλίσω τὸ ἀμπέλι. Θὰ γίνη δικό σου, ἀφοῦ τὸ πάρω ἀπὸ τὸν Ναβουθαί. Θὰ τὸ πάρη τὸ ἀμπέλι, τὸ λέγει μὲ σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα, ταπεινώνει τὸν βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐνεργήση. Ἔχει στὸ μυαλό της σχέδιο, γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὁποίου θὰ χρησιμοποιήση κάθε μέσο, ὅσο ἀνήθικο καὶ ἂν εἶναι, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.

20,8  καὶ ἔγραψε βιβλίον ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἀχαὰβ καὶ ἐσφραγίσατο τῇ σφραγίδι αὐτοῦ καὶ ἀπέστειλε τὸ βιβλίον πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ἐλευθέρους τοὺς κατοικοῦντας μετὰ Ναβουθαί.

20,8  Καὶ συνέταξε ἡ Ἰεζάβελ ἕνα ἔγγραφο ἐξ όνόματος τοῦ Ἀχαάβ, τὸ σφράγισε μὲ τὴν βασιλικὴ σφραγίδα καὶ τὸ ἔστειλε στοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἄρχοντες, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια πόλι μὲ τὸν Ναβουθαί.

Ἡ συντομία τοῦ κειμένου δὲν ἀφήνει κενά χρόνου. Ἀμέσως μπαίνει στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου της, χωρὶς λεπτομέρειες. Ἡ βασίλισσα συνέταξε ἔγγραφο ὡσὰν νὰ τὸ ἔγραφε ἡ βασιλιάς, δηλαδὴ ἔκανε πλαστογραφία, γιὰ νὰ κατηγορήση τὸν Ναβουθαί. Τὸ ἔγγραφο τὸ σφράγισε μὲ τὴν βασιλικὴ σφραγίδα, νὰ μὴν μπορέση κανεὶς νὰ ἀμφισβητήση τὴν γνησιότητα τοῦ ἐγγράφου, ἄρα τὴν βούλησι τοῦ βασιλέως. Καὶ τὸ ἔστειλε στοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἄρχοντες μὲ κατηγορία ἐναντίον ἑνὸς πολίτη, ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί. Σημειώνω ἀκόμα ὅτι σφραγίδες ἀναφέρονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατριαρχῶν ἀκόμα.

 20,9 καὶ ἐγέγραπτο ἐν τοῖς βιβλίοις λέγων· νηστεύσατε νηστείαν καὶ καθίσατε τὸν Ναβουθαὶ ἐν ἀρχῇ τοῦ λαοῦ·

20,9  Στὸ ἔγγραφο ἦταν γραμμένο· “Νὰ κηρύξετε νηστεία, καὶ νὰ καθίσετε τὸν Ναβουθαὶ ὡς κατηγορούμενο ἐνώπιον τοῦ λαοῦ.

Ἡ κακία καὶ ἡ αὐθαιρεσία τῆς Ἰεζάβελ εἶναι τόση, ποὺ δὲν δίνει τὴν δυνατότητα στὸ συμβούλιο τῶν πρεσβυτέρων νὰ σχηματίσουν τὴν δική τους ἄποψι. Ἡ βασίλισσα τοὺς διατάζει ὄχι μόνον νὰ κατηγορήσουν τὸν Ναβουθαί, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν καταδικάσουν ὁπωσδήποτε, μὲ μία φαινομενικὰ νόμιμη διαδικασία, ἀλλὰ μὲ προδιαγεγραμμένη ἀπόφασι. Ὑποδεικνύει τὴν διαδικασία καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.

20,10 καὶ ἐγκαθίσατε δύο ἄνδρας υἱοὺς παρανόμων ἐξεναντίας αὐτοῦ, καὶ καταμαρτυρησάτωσαν αὐτοῦ λέγοντες· ηὐλόγησε Θεὸν καὶ βασιλέα· καὶ ἐξαγαγέτωσαν αὐτὸν καὶ λιθοβολησάτωσαν αὐτόν, καὶ ἀποθανέτω.

20,10 Καὶ παρουσιάστε δύο παρανόμους ἄνδρες ἀπέναντί του, ποὺ θὰ καταθέσουν ψευδῆ μαρτυρία ἐναντίον του, λέγοντες· Αὐτὸς βλασφήμησε τὸν Θεὸ καὶ τὸν βασιλέα. Ἔτσι θὰ καταδικασθῆ σὲ θάνατο. Κατόπιν ἂς ὁδηγηθῆ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἂς τὸν λιθοβολήσουν ἐκεῖ, καὶ ἂς πεθάνη”.

Τοὺς λέγει· Θὰ παρουσιάσετε δύο ψευδομάρτυρες ποὺ θὰ κατηγορήσουν τὸν Ναβουθαί μὲ κατηγορία ποὺ ἐπισύρει τὸν θάνατον. Δύο μάρτυρες εἶναι ἀρκετοὶ γιὰ νὰ βγῆ ἀπόφασις δικαστική. Ἀναφερεται «Ἀθετήσας τις τὸν νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶν μάρτυσιν ἀποθνήσκει» (Ἐβρ. 10,28. τὸ ἴδιο βρίσκομε καὶ στὸ Δευτερ. 17,6. Ἀριθ. 35,30). Τέτοια κατηγορία εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ βασιλέως. Τὸ κείμενο γράφει κατ’ εὐφημισμόν «ηὐλόγησε Θεὸν καὶ βασιλέα» ἀντὶ βλασφήμισε. Οἱ ἐκτελέσεις γίνονταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Καὶ ὁ Χριστός «ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε». Γιὰ τὸν Ναβουθαί δὲν προτείνει σταύρωσι, ἀλλὰ λιθοβολισμό, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο.

20,11 καὶ ἐποίησαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἐλεύθεροι οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ πόλει αὐτοῦ, καθὼς ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς Ἰεζάβελ καὶ καθὰ ἐγέγραπτο ἐν τοῖς βιβλίοις, οἷς ἀπέστειλε πρὸς αὐτούς.

20,11 Οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως τοῦ Ναβουθαί, οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄρχοντες ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλι του, ἐνήργησαν, ὅπως τοὺς παρήγγειλε ἡ Ἰεζάβελ, καὶ ὅπως ἦταν γραμμένο στὸ ἔγγραφο, ποὺ τοὺς εἶχε ἀποστείλει.

Τὸ Συμβούλιο τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν δημοτικῶν ἀρχόντων πῆρε τὴν ἐντολὴ καὶ πραγματοποίησε ὅσα ὑποδείκνυε τὸ πλαστὸ ἔγγραφο. Βγάζομε ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι ἦταν τόση ἡ ἐξουσία, ἀλλὰ τὸ χειρότερο ὅτι ἦταν πολὺ μεγάλη ἡ διαφθορά τῶν ἀρχόντων. Ἡ Ἰεζάβελ εἶχε διαβρώσει ὅλο τὸ σύστημα, καὶ βεβαίως ἡ ἀπόδοσις δικαιοσύνης ἦταν κατευθυνόμενη. Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία λειτουργοῦσε ὡς ὄργανο τῆς τυραννικῆς βασιλείας.

 20,12       καὶ ἐκάλεσαν νηστείαν καὶ ἐκάθισαν τὸν Ναβουθαὶ ἐν ἀρχῇ τοῦ λαοῦ,

20,12 Αὐτοὶ κάλεσαν τὸν λαὸ σὲ νηστεία, καὶ κάθισαν τὸν Ναβουθαὶ ὠς κατηγορούμενο ἐνώπιον τοῦ λαοῦ.

 20,13       καὶ εἰσῆλθον δύο ἄνδρες υἱοὶ παρανόμων καὶ ἐκάθισαν ἐξεναντίας αὐτοῦ καὶ κατεμαρτύρησαν αὐτοῦ λέγοντες· ηὐλόγηκας Θεὸν καὶ βασιλέα· καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν λίθοις, καὶ ἀπέθανε.

20,13 Καὶ εἰσῆλθαν στὴν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου δύο παράνομοι ἄνδρες, κάθησαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ναβουθαί, καὶ ψευδομαρτύρησαν λέγοντές του· “Ἐσύ βλασφήμησες τὸν Θεὸ καὶ τὸν βασιλέα”. Φυσικὰ καταδικάσθηκε καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, καὶ τὸν λιθοβόλησαν μὲ πέτρες, καὶ πέθανε.

Μὲ συντομία ὅ,τι σχεδίασε ἡ βασίλισσα καὶ διέταξε, χωρὶς κρίσι τὸ Συμβούλιο ἀποφάσισε καὶ ἐκτέλεσε. Δὲν φαίνεται νὰ δόθηκε ὁ λόγος στὸν κατηγορούμενο, γιὰ νὰ ἀπολογηθῆ, ἁπλῶς βγῆκε ἀπόφασις καταδικαστική. Ὁ Ναβουθαὶ θανατώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ, διότι ὁ νόμος προέβλεπε λιθοβολισμὸ γιὰ τὴν συγκεκριμένη κατηγορία· «Ὀνομάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου, θανάτῳ θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω» (Λευϊτ. 24,16).

 20,14       καὶ ἀπέστειλαν πρὸς Ἰεζάβελ λέγοντες· λελιθοβόληται Ναβουθαὶ καὶ τέθνηκε.

20,14 Καὶ ἔστειλαν πρὸς τὴν Ἰεζάβελ μήνυμα λέγοντες· Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαὶ καὶ πέθανε.

Καὶ εἰδοποίησαν τὴν Ἰεζάβελ ὅτι ἐξετέλεσαν τὴν ἐντολή. Τὸ Συμβούλιο τυφλό ὄργανο τῆς βασιλείας φέρεται δουλόπρεπα, καὶ διαβρωμένο χωρὶς φόβο Θεοῦ, ὑποτάσσεται στὴν βασιλικὴ ἐξουσία, δὲν ἀποδίδει τὴν κατὰ νόμον δικαιοσύνη, καταδικάζει ἀθῶο. Καὶ ἐνημερώνει τὴν βασίλισσα γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Ναβουθαί. Σημειώνω ὅτι τὸ ἔγγραφο, τὸ πλαστογραφημένο, ὑποτίθεται ὅτι τὸ στέλνει ὁ βασιλιάς. Ἑπομένως ἔπρεπε τὸν βασιλιά νὰ ἐνημερώσουν, καὶ ἀντὶ τοῦτου ἐνημερώνουν τὴν βασίλισσα, διότι ἤξεραν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀρχὴ τῆς ἐξουσίας.