19,11 Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεός· “Αὔριο νὰ ἐξέλθης ἀπὸ τὸ
σπήλαιο καὶ νὰ σταθῆς ἐνώπιον τοῡ Κυρίου στὸ ὄρος· καὶ ἰδού, θὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ
ὁ Κύριος”. Στάθηκε κατὰ τὴν ὑπόδειξι καὶ ξαφνικὰ ἔπνευσε ἰσχυρότατος ἄνεμος, ποὺ
διέλυε ὄρη καὶ συνέτριβε πέτρες, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὁ Κύριος μέσα στὸν σφοδρὸ ἄνεμο.
Καὶ μετὰ τὸν ἄνεμο ἔγινε μεγάλος σεισμός, ἀλλὰ οὔτε μέσα στὸν σεισμὸ ἦταν ὁ
Κύριος.
Πρὶν νὰ ἀναθέση ὁ Κύριος τὴν νέα ἀποστολή, θὰ δώση ἕνα μάθημα στὸν
προφήτη, μάθημα, ποὺ θὰ τὸ λέγαμε σήμερα μὲ τὴν νέα ὁρολογία, διαδραστικό. Σᾶς
περιέγραψα μὲ συντομία τὸ σπήλαιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καλεῖται ὁ προφήτης νὰ βγῆ τὴν ἄλλη
ἡμέρα καὶ νὰ σταθῆ στὸ ὄρος μπροστὰ στὸν Κύριο. Δὲν κουράζομαι νὰ ἐπαναλαμβάνω
τὴν ἀλήθεια τῆς Γραφῆς, ποὺ εἶναι γραμμένη χωρὶς συναισθηματισμούς.
Προαναγγέλλεται συνάντησις μὲ τὸν Κύριο τόσο ἁπλᾶ καὶ στεγνά, ἀλλὰ ἀληθινά. Θὰ
βγῆ ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ἀλλὰ σίγουρα θὰ ἀνεβῆ στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, ἐκεῖ ὅπου ὁ
Μωϋσῆς δέχθηκε τὶς Δέκα Ἐντολές. Στάθηκε κατὰ τὴν ὑπόδειξι καὶ περίμενε νὰ δῆ τὸν
Κύριο. Θὰ ἔρθη ὁ Κύριος ἀλλὰ μὲ ποιὰ μορφή, μὲ ποιὸν τρόπο;
Ξαφνικὰ θὰ σηκωθῆ θύελλα μεγάλη, «πνεῦμα κραταιόν» ποὺ θὰ γκρεμίζη
βράχους καὶ θὰ σχίζη πέτρες, θὰ καταστρέφη ὄρη. Καὶ πράγματι γινόταν αὐτὸ ποὺ
λέμε· Χαλασμὸς κυρίου! Ἀέρας ἀσυνήθιστος μὲ ἀπίστευτη καὶ ἀφύσικη δύναμι. Στὴν
παράξενη καὶ φοβερὴ θύελλα δὲν ἦταν ὁ Κύριος. Μετὰ τὴν φοβερὴ θύελλα θὰ γίνη
φοβερὸς σεισμός. Οὔτε στὸν σεισμό, ποὺ πάντα προκαλεὶ φόβο, θὰ εἶναι ὁ Κύριος.
19,12 καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ
Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος.
19,12 Καὶ μετὰ τὸν σεισμὸ ἦρθε πῦρ. Οὔτε μέσα στὸ πῦρ
ἦταν ὁ Κύριος. Ὅμως μετὰ τὸ πῦρ ἀκούσθηκε φωνὴ αὔρας λεπτῆς καὶ δροσερῆς. Καὶ ἐκεῖ
ἦταν ὁ Κύριος.
Μετὰ τὸν σεισμὸ θὰ ἐμφανισθῆ δυνατὸ πῦρ βροντερό. Ὁ Κύριος δὲν ἦταν οὔτε
στὸ πῦρ. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ τρία φαινόμενα δυνάμεως, δηλ. τῆς θύελλας, τοῦ
σεισμοῦ, τῆς φωτιᾶς, φαινόμενα τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο, καὶ μερικὲς φορὲς ἕως ἀδύνατο,
νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀκούσθηκε ὁ συριγμὸς αὔρας λεπτῆς. Ἕνα
τέταρτο φαινόμενο, φαινόμενο ἁπαλότητος εὐχαρίστως ἀποδεχόμενο.
Καθηγητής μας στὸ Πανεπιστήμιο ἔκαμνε συχνὰ λόγο γιὰ τὶς ὄψεις τῆς
θεότητος, ὡς mysterium tremendum καί mysterium fascinosum, Μυστήριο τρομερὸ καὶ φρικτό,
καὶ μυστήριο γοητευτικὸ καὶ ἁπαλό. Στὴν περίπτωσι τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ ἔχομε ὡραιότατο
συμβολισμὸ τοῦ Κυρίου. Ἡ θύελλα, ὁ σεισμός, τὸ πῦρ συμβολίζουν τὸ τραγικὸ
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐξαντλεῖται σὲ αὐτὰ τὰ τρία. Ἐμφανίζεται καὶ
ἡ λεπτὴ αὔρα, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μὲ τρόπο παραστατικὸ
διδάσκει ὁ Θεὸς τὸν προφήτη, καὶ βεβαίως ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι σὲ ἀπόγνωσι
καὶ ἀποθάρρυνσι ἐξ αἰτίας τοῦ θριάμβου τοῦ κακοῦ. Μᾶς διδάσκει νὰ σκεπτόμαστε τὴν
ἀγάπη καὶ τὸ μακρόθυμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
ἀλλὰ περιμένει τὴν μετάνοιά του καὶ ἐπιστροφὴ γιὰ νὰ ζήση αἰώνια.
Ἐξ ἄλλου στὴ κορυφὴ τοῦ Σινᾶ δόθηκε ὁ αὐστηρὸς Νόμος μὲ τὴν συνοδεία ἀστραπῶν καὶ βροντῶν. Τώρα στὸ ἴδιο βουνὸ ἀποκαλύπτεται στὸν προφήτη, μὲ ἕνα πολὺ πρακτικὸ τρόπο, μὲ τὴν αὔρα τὴν λεπτή, ὁ νόμος τῆς Ἀγάπης. Πρακτικὰ διδάσκει τὸν προφήτη καὶ τὸν προτρέπει νὰ μετριάση τὸν ζῆλο του, τὸν θέλει πιὸ οἰκτίρμονα, ὡς αὔρα λεπτή.
19,13 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἠλιού, καὶ ἐπεκάλυψε
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον· καὶ ἰδοὺ
πρὸς αὐτὸν φωνὴ καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα Ἠλιού;
19,13 Καὶ συνέβη μετὰ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἠλίας ἄκουσε καὶ εἶδε,
κάλυψε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ φόβο τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν μηλωτή. Βγῆκε καὶ στάθηκε
κάτω ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Καὶ ἰδοὺ πάλιν ὁ Θεὸς τὸν ρώτησε· “Γιατί βρίσκεσαι ἐδῶ, Ἠλία;”
Βίωσε ὁ προφήτης μας μία θαυμαστή παρουσία τοῦ μεγαλείου του Θεοῦ, ποὺ τοῦ
προκάλεσε τὸν σεβασμό, ἀλλὰ καὶ τὸν φόβο. Ἡ ἀνθρώπινη μηδαμινότητα καὶ ἀδυναμία
ἀναγνωρίζει τὸ θεῖο μεγαλεῖο καὶ αὐτομάτως δείχνει τὸ σεβασμό της, καὶ τὸν
δικαιολογημένο φόβο. Δικαιολογημένο διότι γνωρίζει τί ἔκανε ὁ Μωϋσῆς στὴν
συνάντησί του μὲ τὸν Θεό, ἐκεῖ στὸ ὄρος Χωρήβ· «Ἀπέστρεψε δὲ Μωϋσῆς τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐξ. 3,6). Ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ εὐλάβεια
δὲν τολμάει νὰ κυττάξη τὸν Θεό. Γνωρίζει ἐπίσης ὁ Ἠλιού καὶ ὅσα εἶπε ὁ Θεὸς στὸν
Μωϋσῆ. Τοῦ εἶπε· «Οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ
πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. 33,20). Δὲν μπορεῖ νὰ μὲ δῆ κανένας, διότι δὲν
μπορεῖ νὰ ζήση ἄνθρωπος ποὺ θὰ δῆ τὸ πρόσωπό μου. Γι’ αὐτὸ κάλυψε τὸ πρόσωπό
του μὲ τὴν μηλωτή. Τώρα μὲ καλυμμένο τὸ πρόσωπό του στάθηκε κάτω ἀπὸ τὸ
σπήλαιο. Καὶ ἄκουσε τὸ ἐρώτημα ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός, γιὰ δεύτερη φορά, καὶ
μάλιστα στὸ ἴδιο σημεῖο κάτω ἀπὸ τὸ σπήλαιο στὸ Χωρήβ· Σὲ αὐτὸ τὸ ὄρος
συνάντησε τὸν Θεὸ καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Τὸ Σίναιον ὄρος δίκαια λέγεται
Θεοβάδιστο. Στὴν συνάντησι τὸν ἐρωτᾶ ὁ Θεός· Γιατὶ εἶσαι ἐδῶ Ἠλιού; Ὅταν
ρωτήθηκε γιὰ πρώτη φορά, δὲν ἀπάντησε. Καὶ δὲν ἀπάντησε διότι ἀκολούθησαν πολὺ
σύντομα οἱ τρεῖς φοβερὲς καταστάσεις, λαίλαπας, σεισμοῦ, πυρός, καὶ ἔγιναν ἡ
μία ἀμέσως μετὰ τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ ἀπαντήση τότε.
19,14 καὶ εἶπεν Ἠλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ
παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην σου οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· καὶ τὰ
θυσιαστήριά σου καθεῖλαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ῥομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι
ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν.
19,14 Καὶ ὁ Ἠλίας ἀπάντησε· “Μεγάλος ζῆλος κατέλαβε τὴν
ψυχή μου χάριν τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος, διότι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐγκατέλειψαν τὸν
νόμο σου. Κατέστρεψαν τὰ θυσιαστήριά σου, τοὺς προφῆτες σου ἔσφαξαν μὲ ρομφαία.
Ἐγὼ ἔμεινα μόνος καὶ κανένας ἄλλος. Καὶ ζητοῦν νὰ ἀφαιρέσουν καὶ τὴν δική μου
ζωή.
Τώρα ἔχει τὸν χρόνο νὰ ἀπαντήση. Ἡ ἀπάντησις ποὺ δίνει εἶναι γεμάτη ἀπογοήτευσι
καὶ πόνο. Εἶναι πλήρης ζήλου καὶ ἐνδιαφέροντος ἡ ψυχή μου γιὰ χάρι τοῦ Κυρίου
Παντοκράτορος, ἀλλὰ καίγομαι ποὺ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀρνήθηκαν νὰ ἐφαρμόσουν τὸν
νόμου σου. Τόση εἶναι ἡ ἀποστασία, ὥστε καὶ τὰ θυσιαστήρια τὰ γκρέμισαν, ἀλλὰ
καὶ τοὺς ἱερεῖς κατέσφαξαν μὲ μαχαίρι. Ἀλλοίμονο, ἔμεινα μόνος, σὲ ὑπερθετικὸ
βαθμό, μονώτατος, καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος νὰ εἶναι πιστός σου. Καὶ ἐπὶ
πλέον θέλουν νὰ πάρουν καὶ τὴν δικὴ μου ζωή. Τὶ ἀπελπισία ἐκφράζει μὲ αὐτὰ τὰ
λόγια!
Ὅσο πιὸ πολὺ ζῆλο ἔχει γιὰ τὸν Θεό, τόσο περισσότερο στενοχωριέται γιὰ τὴν
ἀποστασία. Ὡστόσο ὁ Θεὸς στὸν ἀπογοητευμένο προφήτη δὲν δίνει λόγο παρηγορίας, ἀλλὰ
τοῦ ἀναθέτει μία ἄλλη προφητικὴ ἀποστολή. Δὲν ἔχει τελειώσει τὸ ἔργο του. Στὴν
κραυγή του ὅτι ἔμεινε «μονώτατος» παίρνει ὡς ἀπάντησι τὴν ἀνάληψι ἔργου. Καὶ
μόνος θὰ λειτουργῆς ὡς προφήτης, καὶ θὰ ἐφαρμόζης τὶς ἐντολές μου. Χωρὶς καμμία
ἀντίρρησι θὰ ἀναλάβη τὴν ἐκτέλεσι τῆς νέας ἐντολῆς. Ὁ προφήτης μέσα στὸ γενικὸ
κλῖμα ἀρνήσεως καὶ ἀπιστίας καὶ ἀποστασίας, ἔστω καὶ μονώτατος, θὰ κάνη αὐτὸ ποὺ
τοῦ ἀναθέτη ὁ Θεός.