Ζούμε την περίοδο όπου σχεδόν κάθε μέρα καταρρίπτεται και ένα κλιματικό
ρεκόρ. «Ο πιο ζεστός μήνας ιστορικά, η υψηλότερη θερμοκρασία στους ωκεανούς, η
καταστροφικότερη πυρκαγιά, η πιο φονική πλημμύρα, ο πιο ακραίος καύσωνας», όλα
είναι φράσεις που ακούμε συχνότερα στο δημόσιο λόγο, που περιγράφουν το παρόν
αλλά και μια «μελλοντική» δυστοπία, για τα οποία ναι μεν κάτι πρέπει να γίνει,
κάτι γίνεται (ίσως), αλλά μήπως όχι; Πρόκειται για μια συζήτηση που δεν
περιορίζεται πλέον στους επιστημονικούς κύκλους ή σε όσους έχουν οικολογική
ανησυχία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο πολιτικός λόγος αναφέρονται συνεχώς
πλέον στην κλιματική κρίση. Πόσο όμως αυτή η απειλή για το ανθρώπινο είδος και η ανάγκη για την
επείγουσα αντίδρασή μας έχει εισχωρήσει στη συνείδηση των πολιτών και σε όσους
διαμορφώνουν και εφαρμόζουν τις σχετικές με αυτή πολιτικές; Εκλαμβάνεται
πραγματικά ως μια υπαρξιακή απειλή ή αποτελεί άλλοθι για τις επιλογές μας;
Η πιο πρόσφατη εμπειρία συλλογικής υπαρξιακής απειλής που βιώσαμε ήταν η
πανδημία του covid-19. Ο τρόπος αντίδρασης προφανώς και αποτελεί μεγάλο θέμα
προς συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που κυριάρχησε ήταν η συναντίληψη
του κινδύνου και η αμεσότητα στην αντίδραση στη βάση της παγκόσμιας συνεργασίας
και στο πλαίσιο που έθεσε η επιστημονική κοινότητα. Η πανδημία μας σόκαρε και
μας έφερε αντιμέτωπους με την άμεση απειλή της ύπαρξής μας σαν να ήταν η πρώτη
φορά που αντιμετωπίζαμε κάτι τέτοιο, σαν να μην μας απειλεί με αντίστοιχο τρόπο
και ίσως ακόμα περισσότερο, εδώ και χρόνια, η κλιματική κρίση. Μοιάζει να μην
αντιλαμβανόμαστε ότι εν μέρει η πανδημία ήταν μια άλλη όψη της κλιματικής
κρίσης. Και τώρα που αυτή βρίσκεται σε ύφεση και δεν μας απειλεί άμεσα και
συνεπώς δεν απασχολεί σε καθημερινή βάση τον δημόσιο λόγο, η κλιματική κρίση
επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα για να ερμηνεύσει τα καταστροφικά φαινόμενα και
να δικαιολογήσει τις επιλογές και τις δυνατότητες παρέμβασης (ή μη) σε
επιχειρησιακό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Δεν παρουσιάζεται όμως ως αυτό που
πραγματικά είναι, δηλαδή η μεγαλύτερη απειλή για το ανθρώπινο είδος σήμερα,
αλλά ως ένα φαινόμενο που αν και όταν το αποφασίσουμε θα έχουμε τη δυνατότητα
να το αντιμετωπίσουμε. Κι αυτό δείχνει το βαθμό αποφυγής συνειδητοποίησης της
κατάστασης κλιματικού συναγερμού στην οποία βρισκόμαστε.
Οι κλιματικές πολιτικές δεν είναι κάτι καινούριο, υφίστανται εδώ και
περίπου τριάντα χρόνια, εάν θεωρήσουμε ως εναρκτήρια στιγμή το 1990 με τη
δημοσίευση της πρώτης έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική
Αλλαγή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (IPCC) και τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών
για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992, όπου
υπογράφηκε η Σύμβαση Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC). Έκτοτε έχει
υπάρξει σειρά παγκόσμιων συντονισμών, διασκέψεων, πρωτοβουλιών, πολιτικών,
στόχων και νομοθεσιών σε υπερεθνικό αλλά και εθνικό επίπεδο, τεχνολογική
πρόοδος και καινοτομία. Όμως, φαίνεται ότι
δεν ήταν αρκετά για να διαμορφώσουν μια κοινή αντίληψη κίνδυνου. Κι αυτό
επιβεβαιώνεται από τη δυσκολία παγκοσμίως αλλά και σε εθνικό επίπεδο για άμεσες
ενέργειες για τη μεταστροφή της κατάστασης. Μοιάζει σαν όλα τα παραπάνω να
δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να κερδίσουμε χρόνο, ενώ ο πρωταρχικός τους
στόχος είναι να κερδίσουμε τη μάχη, να σώσουμε δηλαδή τον πλανήτη από την
κατάρρευση για να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους.
Η περιοχή της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αποτελεί
κλιματικό hot-spot. Τα επιστημονικά δεδομένα για το κλίμα, γνωστά εδώ και
χρόνια, θα έπρεπε αδιαμφισβήτητα να καθορίζουν οριζόντια τις πολιτικές στην
Ελλάδα, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στην πράξη. Η αλλαγή υποδείγματος
που απαιτείται για να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη στον
1,5οC δεν θα επιτευχθεί απλά και μόνο με τη συμπερίληψη λέξεων- κλειδιά στα
κείμενα πολιτικής, δίχως να υποτιμάται η αξία τους. Απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη
προσπάθεια και συνέπεια για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Δεν μπορεί, για
παράδειγμα, να αναγνωρίζουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βρίσκεται ο
πλανήτης, να γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να πετύχουμε την κλιματική
ουδετερότητα και να έχουμε μάλιστα δεσμευτεί σε αυτό ως χώρα, αλλά παράλληλα να
προωθούνται οι εξορύξεις υδρογονανθράκων. Δεν είναι δυνατό να ανακαλύπτουμε
κάθε καλοκαίρι πάνω από τις στάχτες χιλιάδων στρεμμάτων δασικών και μη εκτάσεων
και μετρώντας ανθρώπινες απώλειες τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης στα
μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα και να θυμόμαστε τότε την αξία της πρόληψης ως
μέτρο αντιμετώπισης – μεταξύ άλλων- των δασικών πυρκαγιών. Δεν είναι δυνατό να
θεωρούμε τον τουρισμό ως έναν βασικό πυλώνα της οικονομίας μας και να τον
αφήνουμε να αναπτύσσεται εις βάρος της φύσης. Δεν μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη
μετάβαση αλλά να μη θέλουμε να κλείσουν οι λιγνιτικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής.
Τα παραδείγματα μπορούν να είναι πολλά. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι κατανοητό
ότι οι πολιτικές που διαταράσσουν την υφιστάμενη κατάσταση μοιραία προκαλούν
αντιδράσεις. Αλλά εάν ως κοινωνία είχαμε κοινή αντίληψη του κινδύνου και του
μεγέθους της προσπάθειας που απαιτείται για τη διάσωσή μας ως είδος, τότε οι
αντιδράσεις αυτές θα είχαν διαφορετική στόχευση και διαφορετική ένταση. Θα
έπρεπε να διεκδικούμε συλλογικά πολιτικές και μέτρα για να σώσουμε τον πλανήτη
και το είδος μας στη βάση της επιστήμης και όχι να επιμένουμε σε καταστροφικές
επιλογές ενός αδιέξοδου αναπτυξιακού μοντέλου περασμένων δεκαετιών που οδήγησε
στην εξάντληση των φυσικών πόρων. Η νέα κλιματική συνθήκη προκαλεί νέα
προσφυγικά ρεύματα που πρέπει ο υπόλοιπος κόσμος να διαχειριστεί, δημιουργεί
νέα «σύνορα» μεταξύ περιοχών όπου κανείς μπορεί να επιβιώσει και μη, δημιουργεί
μια νέα ανακατανομή πλούτου, δημιουργεί νέες ανισότητες και έχει σαφή ταξικά χαρακτηριστικά,
και εν τέλει δοκιμάζει τη σύγχρονη δημοκρατία.
Όλα αυτά δεν είναι καινούρια. Πόσο όμως καθορίζουν τις εκάστοτε
(πολιτικές) επιλογές μας; Ποια θα είναι άραγε αυτή η πολιτική δύναμη που θα
συγκρουστεί με τα εμπεδωμένα συμφέροντα (μικρά και μεγάλα) του businessasusual
και θα έχει την αποδοχή και τη στήριξη της κοινωνίας για να προχωρήσει στην
εφαρμογή όλων όσων τόσα χρόνια διακομματικά και διεπιστημονικά έχουν γίνει
κοινώς αποδεκτά και έχουν μάλιστα νομοθετηθεί; Κι αυτό προφανώς δεν είναι ένα
μεμονωμένο ελληνικό πρόβλημα, αλλά παρατηρείται αντίστοιχα και στην ευρωπαϊκή
πολιτική σκηνή καθώς και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ας αναλογιστεί κανείς την
αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού όταν την εξουσία ανέλαβε ο
Τραμπ, καθώς και την πρόσφατη συμμαχία στο ευρωκοινοβούλιο μεταξύ Λαϊκού
Κόμματος και ακροδεξιάς για να εμποδιστεί η νομοθεσία για την αποκατάσταση της
φύσης. Στις πρόσφατες εθνικές εκλογές τα θέματα κλίματος και περιβάλλοντος δεν
βρέθηκαν ψηλά στον δημόσιο διάλογο, ούτε κατάφεραν να συνδεθούν οριζόντια με το
οικονομικό και αναπτυξιακό πρόγραμμα του κάθε κόμματος, παρόλο που την
προηγούμενη τετραετία η Ελλάδα πήρε καθοριστικές αποφάσεις (κλιματικός νόμος,
απολιγνιτοποίηση, διαχείριση προστατευόμενων περιοχών κά). Θα είχε ενδιαφέρον
μια έρευνα που να μας έδινε δεδομένα για το αν η κλιματική και περιβαλλοντική
ατζέντα αποτέλεσε κριτήριο για τους ψηφοφόρους, και αν αυτή η προτίμηση
ταυτίζεται με την ψήφο ή όχι σε πράσινα κόμματα. Σε λίγους μήνες θα έχουμε
εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση. Άραγε σε τοπική κλίμακα τα θέματα
κλίματος, περιβάλλοντος, ενέργειας, πράσινης και δίκαιης μετάβασης,
βιωσιμότητας θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά των συζητήσεων και της επιλογής των
πολιτών; Θα ελεγχθούν οι υποψήφιοι για τα μέχρι τώρα πεπραγμένα τους και θα επιλεγούν
ή όχι στη βάση ενός άλλου προτάγματος, πέρα από ανάπλαση δρόμων και πλατειών;
Σήμερα, για ακόμα μια φορά μετράμε απώλειες σε φυσικό και ανθρώπινο
κεφάλαιο από τις καταστροφικές πυρκαγιές. Δεν μπορούμε να ζήσουμε στις πόλεις
λόγω καύσωνα. Δεν μπορούμε να πάρουμε κυριολεκτικά ανάσα, ενώ ο μόνος τρόπος
επιβίωσης είναι να βρισκόμαστε κλεισμένοι στο σπίτι μας ελπίζοντας ότι υπάρχει
η δυνατότητα να έχουμε κλιματισμό. Κι αυτό είναι μόνο ένα καρέ από τα
«προσεχώς» των επόμενων ετών. Την πανδημία την αντιμετωπίσαμε «μένοντας σπίτι».
Την κλιματική κρίση όμως δεν θα μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε απομονωμένοι
και κλεισμένοι στα σπίτια μας. Η ανάσχεση της κλιματικής κρίσης και η προστασία
της φύσης αποτελούν το κυρίαρχο πρόταγμα των επόμενων ετών για το οποίο θα
πρέπει όλοι συλλογικά, αλληλέγγυα και ισότιμα να διεκδικήσουμε. Ίσως αυτή να
είναι και η μόνη σανίδα σωτηρίας από τη δυστοπία που ήδη ζούμε.