ΠΡΩΙΜΗ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ (Αμηνόρροια) Μέρος Γ.
Πώς θεραπεύεται η Πρώιμη Εμμηνόπαυση; Τα συμπτώματα και ο κίνδυνος για την υγεία στην πρώιμη εμμηνόπαυση όπως και οι συναισθηματικές ανησυχίες που μπορεί να απορρέουν από αυτήν μπορούν να διευθετηθούν με παρόμοιες μεθόδους όπως συνηθίζεται και στην εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες συμβιβασμένες με την υπογονιμότητα που προκλήθηκε από την πρώιμη εμμηνόπαυση μπορούν να συζητήσουν τις επιλογές τους με τον γιατρό τους ή με έναν ειδικό στην αναπαραγωγή.
Μπορεί η Πρώιμη Εμμηνόπαυση να αναστραφεί;
Όχι. Η πρώιμη εμμηνόπαυση είναι το αποτέλεσμα μιας υποκείμενης διαδικασίας. Άπαξ και η διαδικασία αυτή αρχίσει, είναι απίθανο να αναστραφεί.
Μικρό απόθεμα ωοθυλακίων
Το μικρό απόθεμα ωοθυλακίων (γνωστό και ως διαταραχή του αποθέματος ωοθυλακίων, πρώιμη ωοθηκική γήρανση) είναι μια πάθηση μειωμένης γονιμότητας που χαρακτηρίζεται από:
1) μικρό αριθμό εναπομεινάντων ωοκυττάρων στις ωοθήκες ή
2) η πιθανή διαταραχή στην ανάπτυξη των προαντρικών (λίγο πριν τον σχηματισμό άντρου) ωοκυττάρων ή της στρατολόγησης. Συχνά συνοδεύεται με υψηλά επίπεδα FSH.
Η μείωση της ποιότητας είναι σχετική με την ηλικία, και όχι σχετική με τα επίπεδα FSH καθώς νεότερες γυναίκες με αυξημένα επίπεδα FSH στην τρίτη ημέρα είχαν μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης εμβρύων κατά την γέννηση σε σύγκριση με μεγαλύτερες γυναίκες με υψηλά επίπεδα FSH. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στο γενετικό υπόβαθρο των εμβρύων μεταξύ ίδιας ηλικίας γυναικών ανεξαρτήτως των επιπέδων FSH. Μια μελέτη που έγινε το 2008 έδειξε ότι τα μειωμένα αποθέματα δεν επηρεάζουν την ποιότητα των ωοκυττάρων και οποιαδήποτε μείωση της ποιότητας σε γυναίκα με μειωμένα αποθέματα είναι λόγω της ηλικίας αυτής. Ένας ειδικός συμπέρανε: όταν λάβουμε τα ωάρια (κατά την ωοληψία) από νέες γυναίκες με φτωχά αποθέματα τότε αυτές έχουν παρόμοια ποσοστά εμφύτευσης και εγκυμοσύνης αλλά έχουν υψηλό ποσοστά ματαίωσης της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης, αν τα ωάρια ληφθούν, τα ποσοστά εγκυμοσύνης είναι τυπικά καλύτερα από εκείνα των μεγαλύτερης σε ηλικία γυναικών με κανονικά αποθέματα. Παρόλα αυτά, αν τα επίπεδα FSH είναι εξαιρετικά υψηλά τότε αυτά τα συμπεράσματα είναι πιθανό να μην είναι εφαρμόσιμα.
Διάγνωση.
Υπάρχει κάποια διαφωνία καθώς η ακρίβεια των test προέβλεπε φτωχά αποθέματα ωοθυλακίων.
Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH).
Στην τρίτη ημέρα του εμμηνορροϊκού κύκλου τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), είναι αυξημένα.(Η πρώτη μέρα του κύκλου μετράται ως μέρα πρώτη. Οι κηλίδες αίματος δεν μετρώνται ως η αρχή της έμμηνου ρύσης.) Αν βρεθεί μια χαμηλότερη τιμή της FSH σε μία επόμενη μέτρηση, η υψηλότερη τιμή θα θεωρηθεί πιο προγνωστική. Τα test FSH μπορεί να διαφέρουν λίγο ώστε το εύρος τιμών αναφοράς να προσδιορίζει πότε η τιμή είναι κανονική, πότε μιλάμε για προεμμηνόπαυση και πότε για εμμηνόπαυση και το εύρος των τιμών καθορίζεται από το κάθε εργαστήριο που κάνει τις εξετάσεις. Η οιστραδιόλη (Ε2) πρέπει επίσης να μετρηθεί διότι γυναίκες που έχουν νωρίς ωορρηξία ίσως να έχουν υψηλή τιμή οιστραδιόλης πάνω από 80 pg/mL (εξαιτίας πρώιμης στρατολόγησης των ωοθυλακίων, πιθανώς εξαιτίας των χαμηλών επιπέδων ινχιμπίνης Β/ανασταλτίνη Β στον ορό ) η οποία μπορεί να «καλύπτει» τα υψηλά επίπεδα FSH και να δώσει λανθασμένα αποτελέσματα.
Η υψηλή FSH προβλέπει ισχυρά μειωμένη ανταπόκριση στην εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) σε μεγάλες σε ηλικία γυναίκες και λιγότερο σε νεότερες γυναίκες. Μία έρευνα έδειξε οτι η τρίτης μέρας υψηλή FSH συσχετίζετε με μειωμένα αποθέματα ωοθυλακίων σε γυναίκες άνω των 35 χρόνων και με μειωμένα ποσοστά εγκυμοσύνης μετά την θεραπεία πρόκλησης ωοθυλακιορρηξίας (6% versus 42%).
Τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες με υψηλά επίπεδα FSH δεν έχουν μελετηθεί πολύ καλά και τα επιτυχημένα ποσοστά εγκυμοσύνης αν και λίγα μπορεί να υποεκτιμηθούν λόγω των λίγων περιστατικών, διότι οι περισσότερες κλινικές που ασχολούνται με την υπογονιμότητα δεν δέχονται γυναίκες άνω της ηλικίας των 40 με FSH σε προεμμηνορροϊκό επίπεδο ή και υψηλότερο.
Μια γυναίκα θα μπορούσε να έχει φυσιολογικά επίπεδα FSH την τρίτη μέρα του κύκλου και παρόλα αυτά να έχει μικρή ανταπόκριση στην διέγερση των ωοθηκών της και ως εκ τούτου να θεωρηθεί ότι έχει χαμηλά αποθέματα ωοθυλακίων. Γι αυτό το λόγω υπάρχει ένα άλλο test που βασίζεται στα επίπεδα της FSH, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανίχνευση χαμηλών αποθεμάτων: γνωστό ως CCCT (clomiphene citrate challenge test).
Μέτρηση των ωοθυλακίων με άντρο.
Η μέτρηση των αντριακών ωοθυλακίων (AFC) είναι ο αριθμός των ωοθυλακίων με άντρο.
Μια χαμηλή AFC είναι ένας σημαντικός παράγοντας διάγνωσης μικρού αποθέματας ωοθυλακίων που σημαίνει χαμηλή υπογονιμότητα λόγω του μικρού αριθμού των εναπομεινάντων ωοκυττάρων στις ωοθήκες, συχνά συσχετίζεται με υψηλά επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH). Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι η εξέταση AFC είναι πιο ακριβής από τη βασική εξέταση FSH όσον αφορά τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες (< 44 χρόνων) για την πρόβλεψη του αποτελέσματος της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF)
Είναι επίσης ένας μείζον καθοριστής της επιτυχημένης ωοθηκικής υπερδιέγερσης.
Άλλα.
Τα χαμηλά επίπεδα της anti-müllerian ορμόνης στον ορό. Πρόσφατες έρευνες ενέκριναν την χρήση των επιπέδων της ορμόνης αυτής στον ορό ως δείκτη για την ποσοτική άποψη των αποθεμάτων. Λόγω της απουσίας των διακυμάνσεων της AMH στον ορό του αίματος κατά την διάρκεια του κύκλου, αυτός ο δείκτης μπορεί να προταθεί για την χρήση του ως μέρος κάποιων standard διαγνωστικών διαδικασιών με σκοπό την εύρεση κάποιας ωοθηκικής δυσλειτουργίας, όπως της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας.
Τα επίπεδα της ανασταλτίνης Β στο αίμα. Τα επίπεδα της ανασταλτίνης Β τείνουν να μειώνονται σε γυναίκες σε προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία λόγω των λιγότερων ωοθυλακίων αλλά και της μειωμένης έκκρισης από τα κοκκώδη κύτταρα. Τα επίπεδα της ανασταλτίνης Β αρχίζουν να αυξάνονται γύρω στην ημέρα 0 και χαμηλά επίπεδα αυτής την τρίτη μέρα συσχετίζονται με μειωμένα αποτελέσματα στην IVF.