Έτσι την βρήκα λοιπόν, «τι γελοίο ε; Μετά από τόσο καιρό και περιμένεις τηλέφωνο του;» Αυτό σκέφτηκα να της πω εκείνη την στιγμή ώστε να αρχίσουμε να μιλάμε, φυσικό και επόμενο να μην είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. Με κοίταξε με παράπονο χωρίς να βγάλει κουβέντα από τα δυο της χείλη τα οποία τα έσφιγγε για να μην αρχίσει να ξεσπάει σε λυγμό. Στη συνέχεια κοίταξα τα βουρκωμένα μάτια της και είδα μέσα τους την ελπίδα να αργοσβήνει και τις είπα «θα πάρει βρε μην ανησυχείς, ο καθένας θέλει το χρόνο του.» Με κοίταξε γελώντας μου ειρωνικά και με ρώτησε « ποιος θα με πάρει;» Δεν απάντησα αμέσως έμεινα αμίλητη για κανένα τρίλεπτο και συνέχισα λέγοντας της πειραχτικά « αυτός που περιμένεις.» Αυτή τη φορά γέλασε και μου απάντησε με πιο ανάλαφρο και ανάλογο ύφος όπως το δικό μου « αυτός που περιμένω δεν θα έρθει από τα αστέρια.» Με κοιτάει πάλι με το ίδιο παραπονεμένο βλέμμα και μου λέει «αστείο ήταν.» Και εγώ χωρίς να ξέρω πώς να την αντιμετωπίσω συμφώνησα μ ένα συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Δεν σταμάτησα όμως εκεί της είπα «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, να δεις όπως πέρασε αυτός ο χειμώνας θα περάσει και το καλοκαίρι, θα έρθει το φθινόπωρο και σιγά σιγά θα ξεθωριάζουν οι μνήμες και θα ξεχάσεις.» Γύρισε κοίταξε το παράθυρο και μουρμούρισε «θα ξεχάσω», ξάφνου γυρνάει με «καρφώνει» στα μάτια και γελώντας με ρωτάει «τι να ξεχάσω; Δεν έχω κάτι να θυμάμαι.» Όχι δεν της έκανα την χάρη δεν συνέχισα την συζήτηση στην οποία πήγε να με παραπέμψει με τα λόγια της και της είπα « το κινητό γιατί το έχεις δίπλα περιμένεις τηλέφωνο;» Το κοίταξε και η ίδια λες και το έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της, είδα την αμηχανία της την οποία πήγε να κρύψει, μάταια όμως, «δεν ξέρω έτυχε να είναι δίπλα μου.» Τα μάτια της όμως δεν τα έπαιρνε πάνω από την μεγάλη και ωραία οθόνη του καλού κινητού της. Τότε σκέφτηκα « μην μιλήσεις άφησε την να ζει το όνειρο της, την ψευδαίσθησή της, τι κακό κάνει το ψέμα που πιστεύει ότι θα γυρίσει σε εκείνη; Άφησε την λοιπόν να ζήσει την ψεύτικη και εικονική της πραγματικότητα.» Η μία σκέψη όμως διαδεχόταν την άλλη και ξαφνικά ενώ είχα σκεφτεί πως δεν θα συνεχίσω την συζήτηση και δεν θα της πω τίποτα άλλο μίλησα. «Δεν θα έρθει.» Χωρίς να με κοιτάξει καν απάντησε αμέσως λες και διάβασε την σκέψη μου « το ξέρω». Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα τόσο άσχημα που της έκοβα τα φτερά αλλά δεν έπρεπε κάποιος να την ταρακουνήσει; Με κοίταξε και με χαμηλό τόνο φωνής μου απεύθυνε το λόγο « δεν είμαι χαζή, ούτε ονειροπόλα. Αγαπάω και πονάω, σιωπηλά δεν ενοχλώ κανέναν. Δεν είμαι θύμα εν αγνοία μου αλλά επειδή το θέλω, γιατί;» Δεν με άφησε να απαντήσω και συνέχισε «γιατί αγαπώ» Εκείνη την στιγμή έβλεπα πόνο και αγανάκτηση στα μάτια της και αναρωτιόμουν «θεέ μου εσύ που μας έμαθες να αγαπάμε, η διδασκαλία σου στάθηκε πάνω στην αγάπη, δεν την λυπάσαι, γιατί την κάνεις να υποφέρει;» Εκείνη την στιγμή την είδα θυμωμένη σαν να διάβασε και αυτή την σκέψη μου και μου είπε « θέλω να μείνω μόνη μου, νιώθω κουρασμένη θέλω να κοιμηθώ.» Δεν την πίστεψα αλλά δεν έκανα προσπάθειες και να μείνω φεύγοντας μόνο κοίταξα γύρω το σπίτι της είδα το cd που της είχε αφήσει και για να καταλάβει πως ήξερα με το που θα φύγω ότι θα έκλαιγε της το έδωσα και της είπα «ζήσε με αυτό.» Τελικά πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις ότι αυτός που αγαπάς δεν θα ξανά έρθει, ότι δεν θα τον ξανά δεις όχι επειδή έφυγε από τη ζωή, επειδή ζει σε άλλη χώρα αλλά γιατί το επέλεξε και χωρίς να σε ρωτήσει. Δεν ξέρω αν η φίλη μου τον έχει ξεπεράσει είμαι σίγουρη πως κάθε βράδυ κλαίει βλέποντας την φωτογραφία του με το σκούρο μπλουζάκι που ήταν το αγαπημένο του. Όπως ξέρω ότι κοιμάται αγκαλιά με το cd που της άφησε και ας μην της άρεσε αυτού του είδους η μουσική. Δεν ξέρω αν κανένας από εμάς θα ξεπεράσει κάποτε αυτόν που ξέρει εκ των προτέρων ότι δεν θα τον ξανά δει. Ξέρω όμως ότι αγαπάμε αυτόν που μας πονάει και δεν είναι μεμπτό ο Χριστός για την αγάπη δεν σταυρώθηκε;
ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑ ΕΡΘΕΙ| Της δημοσιογράφου Κατερίνας Ράγιου
Το ήξερε και
όμως δεν το παραδεχόταν, κοίταζε το παράθυρο και το βλέμμα της χανόταν κάπου
ανάμεσα στο κενό που άφηνε η μία πολυκατοικία με την άλλη. Απόγευμα Δευτέρας
μόνη και ξαπλωμένη στο κρεβάτι αφού είχε κάνει τις δουλειές του σπιτιού,
διευθέτησε κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις ακούει Παπακωνσταντίνου και οι
στίχοι έλεγαν « να γράφεις να τηλεφωνείς και ας μην μένει εδώ κανείς.» Δίπλα
της ένα κινητό τηλέφωνο που είχε ώρες να χτυπήσει, εκείνη με σαστισμένο βλέμμα
να το κοιτάει λες και με τα μάτια της θα του μιλούσαν.