Ο διθύραμβος ερμηνευόταν από ένα χορό 50 ανδρών 5 άνδρες από τις 10 φυλές της Αττικής. Ο διθύραμβος συνδύαζε αρμονικά την λυρική φόρμα με τα τραγουδημένα χορικά του έργου, καθώς και με το ποιητικό περιεχόμενο. Αρχικά το περιεχόμενο του διθύραμβου είχε την ζωή του Θεού Διόνυσου και ιστορίες για θεούς και ημίθεους δηλαδή οι καλές, οι κακές πράξεις αυτών των ηρώων, οι πόλεμοι, οι έχθρες οι γάμοι, οι μοιχείες τα πεπρωμένα των παιδιών τους που συχνά πλήρωναν για τις αμαρτίες τους. Ως σκοπό του επίσης ήταν να αναδεικνύει την ένταση Θεών και ανθρώπων, την σύγκρουση του καλού με το κακό, το καθήκον και την ανθρώπινη φύση. Οι περισσότερες υποθέσεις που είναι γνωστές αναφέρονται στους Ομηρικούς χρόνους. Το Αρχαίο Ελληνικό θέατρο δεν περιοριζόταν μόνο στις τραγωδίες αλλά ανέπτυξε και την κωμωδία του. Τα λεγόμενα « καλαμπούρια» ήταν ένα είδος κωμωδίας τα οποία τα αποτελούσαν οι γνωστοί σάτυροι που ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί τράγοι. Οι πρώτες αληθινές κωμωδίες βγήκαν μέσα από τις τρέλες των σάτυρων και άλλες μέσα από τα παιχνίδια άλλων αγροτικών εορτών. Ο πρώτος αρχηγός ενός διαθυραμβικού χορού ήταν ο Θέσπης έκανε το όνομα του συνώνυμο με την τέχνη της ερμηνείας. Η καινοτομία του Θέσπη είναι ότι έπαιρνε την μορφή Θεού, παίρνοντας συγχρόνως μέρος και στο χορό και έκανε διάλογο μαζί του, οπότε αυτόματα από τον πρώτο θιασάρχη γίνετε και ο πρώτος ηθοποιός. Όσο αφορά τα θέατρα ήταν χτισμένα κοντά σε κάποιο ναό, η ερμηνεία των έργων γίνονταν μόνο από άντρες οι ιερείς απομακρύνθηκαν από την ερμηνεία των ρόλων και κάπου εκεί ξεκαθάρισε το έργο τέχνης ως έργο και ως ψυχαγωγία. Ως ψυχαγωγία υπήρχαν τρείς μεγάλες εορτές τα «Αγροτικά Διονύσια,» τα «Λήναια» και τα Εν Αστει ή «Μεγάλα Διονύσια.»
Από τους μεγάλους ποιητές που
έγραψαν για τα Μεγάλα Διονύσια ήταν ο Αισχύλος ( 525-456 πχ) υπήρξε γνωστός ως
καλός στρατιώτης, πολέμησε στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Υπολογίζεται ότι
έγραψε 80-90 έργα από τα οποία τα 7 σώζονται ως πλήρη κείμενα, μία από της
τριλογίες του η Ορέστειά. Αργότερα (484-406 π.χ) εμφανίστηκε ο Ευριπίδης ο
οποίος παρουσιάζει τάσεις απομονωτισμού και ατομικισμού. Στα 18 έργα που
σώζονται περιλαμβάνει το σατυρικό δράμα. Έγραψε περίπου 92 έργα και πέθανε την
ίδια χρονιά με τον Σοφοκλή. Κάποια από τα έργα του Μήδεια και Ιππόλυτο.
Στην συνέχεια συναντάμε τον
Αριστοφάνη (448-380 π.χ) ο μόνος κωμικός δραματουργός της Αθήνας. Από τα 40
έργα που έγραψε ο Αριστοφάνης σώζονται 11, μερικά από αυτά Ιππείς, Σφήκες,
Όρνηθες, Νεφέλες, Βατράχους. Ένας σύγχρονος συγγραφέας θα δυσκολευόταν να
ανακαλύψει ή να έχει ως προσόν την ευρηματικότητα και το ταλέντο του Αριστοφάνη
να αποτελείτε από πολλούς χαρακτήρες. Επίσης πολύ δύσκολο θα ήταν να
δημιουργήσει την κοινωνική σάτιρα, την πολιτική κρίση, το μπουφονικό και το
αυθόρμητο βάρος της Αριστοφάνειας κωμωδίας.
Τώρα όσο αφορά τις θεατρικές
παραστάσεις οι πληροφορίες που έχουμε είναι από αγγειογραφία που εκεί
απεικονίζονταν οι ηθοποιοί της τραγωδίας, φορούσαν περίτεχνα μακριά ρούχα,
συχνά έντονα χρωματισμένα και βαριά διακοσμημένα. Στην συνέχεια προστέθηκε
ύφασμα όπως για να δίνουν όγκο σους ηθοποιούς πρόσθεσαν χοντρές σόλες στα
παπούτσια τους. Φορούσαν μάσκες οι οποίες ήταν επινόηση του Θέσπη, ήταν
κατασκευασμένες από ξύλο, σκοπός τους ήταν οι τρείς ηθοποιοί της τραγωδίας να
μπορούν να ερμηνεύουν πολλούς ρόλους, αλλά και γυναικείους. Η κάθε μάσκα δήλωνε
το φύλλο την ηλικία και τα συναισθήματα που είχε εκείνη την στιγμή ο ρόλος.
Τώρα όσο για το κουστούμι της κωμωδίας ήταν αρκετά διαφορετικό. Ήταν λιγότερο
άβολο και εμποδιστικό αφού ο κωμικός ηθοποιός έπρεπε να είναι και λίγο
ακροβάτης. Φορούσαν μαλακιές παντούφλες, σφιχτά παντελόνια στο χρώμα του
δέρματος ένα κοντό χιτώνα γελοία παραγεμισμένο, ένα φαλλό σε κόκκινο δέρμα, ενώ
οι μάσκες τους ήταν υπερβολικές και έδειχναν το κωμικό στοιχείο.
Όσο αφορά την κατασκευή των
θεάτρων αν και σώζονται ελάχιστες πληροφορίες η βασική τους κατασκευή ήταν
μεταγενέστερα οικοδομήματα, η καρδιά του θεάτρου ήταν το πλατύ κυκλικό τμήμα
που αρχικά περιείχε το βωμό του θεού Διονύσου στο κέντρο και αποτελούσε την
έδρα του χορού. Οι μουσικοί κατά πάσα πιθανότητα ήταν καθισμένοι ή όρθιοι στα
σκαλοπάτια του βωμού. Σε σχήμα οπλής αλόγου γύρω από την ορχήστρα και σε
υπερυψωμένο έδαφος καθόταν το κοινό, αρχικά στην γυμνή λοφοπλαγιά στην συνέχεια
σε ξύλινα έδρανα και αργότερα σε πέτρινα ή μαρμάρινα καθίσματα. Στο κέντρο της
πρώτης σειράς υπήρχαν θέσεις για τους Ιερείς του Διονύσου, τους ανώτερους
αξιωματούχους και τους επίσημους ξένους επισκέπτες. Πίσω από την ορχήστρα
υπήρχε ένα είδος σκηνής που την χρησιμοποιούσαν ως φόντο και από την άλλη
πλευρά ήταν τα παρασκήνια. Τέλος υπήρχε μία δίφυλλη πόρτα στο κέντρο και άλλες
δυο στα πλαϊνά που μπαινοέβγαιναν οι ηθοποιοί στην σκηνή. Η πιο σημαντική «
μηχανή» που αξίζει να αναφερθούμε είναι εκείνη που ο από «μηχανής θεός»
μπορούσε να κατέβει από τον ουρανό. Όπως άλλη μία ήταν η πλατφόρμα η οποία ήταν
έτοιμη με ροδάκια ώστε να μπορούν να δημιουργούν κεραυνούς. Η σκηνή ήταν
πλούσια στολισμένη είχε αρχιτεκτονικό φόντο και για να βοηθιέται το κοινό πότε
αλλάζει η σκηνή υπήρχαν οι «περίακτοι» ήταν τρία τριγωνικά πρίσματα που
περιστρέφονταν και έτσι άλλαζε το σκηνικό.
Αυτά ήταν τα ελάχιστα που
μπορούσαμε εμείς να σας περιγράψουμε για το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, αν
προσέξετε οι Έλληνες με πολύ απλό τρόπο και πάνω απ όλα το μυαλό τους κατάφεραν
πρώτοι να κάνουν την διαφορά και να μάθουν πράγματα τα οποία άλλοι λαοί τα
μαθαίνουν σήμερα. Να αναφέρουμε πηγή μας για όλες αυτές τις λεπτομέρειες ήταν
το βιβλίο Ιστορία του θεάτρου.