Το σκουλαρίκι είναι κόσμημα που φοριέται στο αφτί· η αρχαιοελληνική ονομασία του ήταν ενώτιον ενώ η νεότερη είναι βυζαντινής προέλευσης και ετυμολογείται –σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη κ.ά.– από τη φράση «σχολαρίκιον [ενώτιον]», επειδή το φορούσαν οι σχολάριοι της βυζαντινής Αυλής. Τα πρώτα σκουλαρίκια χρονολογούνται στην εποχή του Χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό-θρησκευτικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς, ενώ αρχικά είχαν μορφή μικρών κύκλων, τα σκουλαρίκια απέκτησαν έπειτα διάφορα σχήματα και κατασκευάζονταν από χρυσάφι, ασήμι και ήλεκτρο.Στην Αίγυπτο, όπου μάλλον δεν είχαν μεγάλη διάδοση, ήταν για τους άντρες σύμβολα του αξιώματός τους, ενώ για τις γυναίκες διατηρούσαν τον διακοσμητικό χαρακτήρα τους.
Κατά
κανόνα αποτελούνταν από μια μεταλλική πλάκα σε σχήμα δίσκου, από την οποία
κρέμονταν πολλές μικρές αλυσίδες, που και αυτές κατέληγαν σε διάφορα στολίδια,
συνήθως τριγωνικά. Οι Σουμέριοι στόλιζαν τα σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες,
ενώ οι Ασσύριοι, ιδιαίτερα οι άντρες, χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερα και συμπαγή
σκουλαρίκια.Στην Ελλάδα συνηθίζονταν τα σκουλαρίκια σε σχήμα δίσκου με ένα μόνο
κρεμαστό στολίδι, αλλά από τον 4o αι. π.Χ. πλουτίστηκαν με κρεμαστούς μικρούς
Έρωτες ή άλλους φτερωτούς μικρούς θεούς. Οι Ετρούσκοι χρησιμοποιούσαν πολύ το
κίτρινο χρυσάφι για την κατασκευή σκουλαρικιών σε σχήμα δίσκου, μικρού ρόδακα ή
κρεμαστών. Στη Ρώμη, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας, τα σκουλαρίκια
στολίζονταν συνήθως με πολύτιμες πέτρες, όχι δουλεμένες· πιο απλά ήταν τα
σκουλαρίκια των βαρβαρικών λαών: είχαν σχήμα μισοφέγγαρου ή κρεμαστά στολίδια
από υαλόμαζα ή ίασπη. Πρωτότυπα και ιδιαίτερα περίτεχνα ήταν τα βυζαντινά
σκουλαρίκια, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία τους.Τα αυστηρά έθιμα του Μεσαίωνα
οδήγησαν στη σχεδόν πλήρη κατάργηση των κοσμημάτων στη Δύση· ακόμα και τα
σκουλαρίκια καταργήθηκαν, αλλά επέστρεψαν με την Αναγέννηση, ως συμπλήρωμα
κυρίως των πολυτελών ενδυμασιών της εποχής. Η ιταλική χρυσοχοϊκή δημιούργησε
αληθινά αριστουργήματα τα οποία μιμήθηκε και η υπόλοιπη Ευρώπη: χρυσά
αραβουργήματα, πουλιά και λουλούδια στολισμένα με σμάλτο και πολύτιμες πέτρες
και κρεμαστά σκουλαρίκια σε σχήμα σταγόνας με μαργαριτάρια. Τα τελευταία
έμειναν στη μόδα και κατά τους κατοπινούς αιώνες, στολισμένα με πολύτιμους
λίθους.Τον 18o αι. τα σκουλαρίκια έγιναν μικρότερα και συχνά στολίζονταν με
σμάλτο. Έναν αιώνα αργότερα η μόδα των καμεών και των μικρογραφιών επεκτάθηκε
και στα σκουλαρίκια. Αργότερα, όταν η χρυσοχοϊκή άρχισε να αξιοποιεί τους
πολύτιμους λίθους, τα σκουλαρίκια άλλαξαν πάλι σχήμα για να προσαρμοστούν στη
μόδα και, όταν οι κομμώσεις άφηναν ακάλυπτα τα αφτιά, τα σκουλαρίκια άρχισαν να
παίρνουν πρωτεύοντα ρόλο ανάμεσα στα κοσμήματα. Ιδιαίτερη διάδοση γνώρισαν την
εποχή του Νέου Ρυθμού, οπότε δημιουργήθηκαν σκουλαρίκια με πολύ πρωτότυπα
σχήματα και μοτίβα. Πολλές και πρωτότυπες ήταν οι δημιουργίες των πιο σύγχρονων
κοσμηματοποιών, που κατόρθωσαν να δώσουν ιδιότυπες ερμηνείες στο ανεξάντλητο
υλικό του παρελθόντος. Τα νεότερα όμως δημιουργήματα καθρέφτισαν και τους
προσανατολισμούς και τις τάσεις της μοντέρνας τέχνης, που προκάλεσε και στον
τομέα αυτό ριζική μεταβολή σχημάτων και σχεδίων.Στους πρωτόγονους λαούς τα
σκουλαρίκια συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε σχήματα τα οποία ποικίλλουν από
τους απλούς κρίκους που εμφυτεύονται στους λοβούς έως τα πολύπλοκα σκουλαρίκια
αποτελούμενα από πολυάριθμα κρεμαστά στοιχεία. Το πιο τυπικό σχήμα σκουλαρικιού
των πρωτόγονων λαών είναι κρίκοι ή κύλινδροι καρφωμένοι μέσα στους λοβούς.
Συχνά χρησιμοποιούνται σκουλαρίκια τόσο βαριά, που προκαλούν παραμορφώσεις του
λοβού· μερικές φορές μάλιστα παίρνουν πολύ μεγάλες διαστάσεις και φτάνουν έως
τους ώμους ή και πιο κάτω. Το στρογγυλό αυτό κόσμημα, μπορεί να είναι από ξύλο,
ελεφαντόδοντο ή πήλινο, και στη Νότια Αμερική όπου χρησιμοποιείται κυρίως
ονομάζεται μποτόκο. Συνηθίζεται επίσης στην κεντρική και ανατολική Αφρική, στην
Παπούα-Νέα Γουινέα, στην Ινδονησία κ.α.