-Είναι το δάκρυ των ανθρώπων που δε πρόλαβαν
ν’ αγγίξουν μιαν αχτίδα φως μες τον χειμώνα
-Μονάχα για μία στιγμή κι αυτό κλεφτά
απ’ τη σχισμή της ρημαγμένης πόρτας
και η σχισμή σιγά-σιγά να κλείνει…
και η ηλιαχτίδα σιγά-σιγά να σβήνει…
-Μαζί με τη λαχτάρα των ματιών τους
που σαν πεφτάστρο με ορμή πέφτει στο πάτωμα
τρυπώντας με οργή το σάπιο ξύλο
κι αυτό το ξύλο μέχρι χθες δεν ήταν σάπιο
γέρασε μες σε μια στιγμή- σε μία μέρα
γιατί βήματα οικεία κι αγαπημένα δε
θα περάσουν σήμερα από εδώ…
και η πόρτα κοίτα πώς κλειδώθηκε μονάχη της
δε θέλει τώρα πια να δει κανέναν.
-Γνώριμα χέρια που την άγγιζαν ν’ ανοίξει
δε θα περάσουν σήμερα από εδώ…
-Τώρα πια καμία ηλιαχτίδα
δε θα μπορέσει να γεννήσει τη λαχτάρα
όποια θελήσει τώρα να μας έρθει
να μην περάσει πια, ξανά από’ δω…