Η κα Πέρκα
τοποθετήθηκε αρχικά για το νομοσχέδιο (ν/σ) του Υπουργείου Υγείας που αφορά στη
διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Ειδικότερα ανέφερε πως, ενώ
αναγνωρίζει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ, η λογική της κυβέρνησης
«πονάει κεφάλι, κόβω κεφάλι», η οποία αποτυπώνεται και στο ν/σ, δεν αρμόζει σε
μια σύγχρονη και ευρωπαϊκή χώρα.
«Το ΕΣΥ ήταν η πιο εμβληματική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης, που εξασφάλιζε δημόσια, δωρεάν περίθαλψη, ισότιμα σε όλους τους πολίτες. Αυτό καταλύεται, όταν καταργείται και η αποκλειστική απασχόληση των νοσοκομειακών γιατρών. Η ουσία του ν/σ είναι ότι αυτό που ξέραμε ως δημόσια, δωρεάν περίθαλψη καταλύεται πλήρως. Κι αυτό, διότι οι μεν νοσοκομειακοί γιατροί δύνανται να δουλεύουν και ιδιωτικά, δηλαδή να κάνουν εφημερίες, πρωινό και απογευματινά ιατρεία, να πηγαίνουν σε κλινικές, επομένως να παίρνουν και χρήματα από τους ασθενείς, αφού θα κάνουν και ιδιωτική ιατρική. Αφετέρου, ιδιώτες γιατροί θα συμμετέχουν στο ΕΣΥ, με το αζημίωτο. Το ν/σ λοιπόν μας γυρίζει πίσω στη δεκαετία του ’50, όπου η ιατρική περίθαλψη ήταν προνόμιο, δεν υπήρχε το δικαίωμα για μαζική και ισότιμη περίθαλψη. Έπρεπε ή να έχεις λεφτά ή μέσον.
Αυτό που θα
αλλάξει επομένως με την ψήφιση του ν/σ είναι ότι αν κάποιος πάει σε ένα δημόσιο
νοσοκομείο, δε θα βρει νοσοκομειακό γιατρό πλήρους απασχόλησης, με τις
εφημερίες του και την υποχρεωτικότητά του. Λογικά θα βρει κάποιο γιατρό, ο
οποίος όμως μπορεί να πει «ελάτε και στο ιατρείο μου το απόγευμα», έτσι μεταφέρεται πελατεία και ασθενείς από το
ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα.
Προφανώς και
υπάρχει έλλειψη σε γιατρούς, το γνωρίζω καλά και ως Βουλευτής Φλώρινας, όπου
προκηρύσσονται θέσεις στα νοσοκομεία και δεν καλύπτονται. Το ερώτημα είναι
όμως, γιατί δεν καλύπτονται και αν το ν/σ λύνει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η
απάντηση είναι ότι δεν το λύνει και αυτό φαίνεται και από τις αντιδράσεις
σύσσωμου του ιατρικού κόσμου, που είναι «απέναντι». Έχω λάβει και σχετικά μηνύματα
από το Γενικό Νοσοκομείο Φλώρινας
Ο λόγος που
οι θέσεις μένουν κενές είναι ότι πάρα πολλοί νέοι γιατροί πηγαίνουν στο
εξωτερικό για την ειδικότητά τους, εκεί βρίσκουν έπειτα και δουλειά, μιλάω για
το λεγόμενο ‘brain-drain’. Με το ν/σ λοιπόν αυτό, όχι μόνο δε λύνεται, αντίθετα
επιτείνεται, αν σκεφτούμε ότι ακόμα και στους Πανεπιστημιακούς γιατρούς
αίρονται και τα τελευταία εμπόδια για άσκηση ιδιωτικού επαγγέλματος σε κλινικές
και διαγνωστικά κέντρα. Αναρωτιόμαστε λοιπόν, ποιος θα ασχοληθεί με τους νέους
γιατρούς και με τους φοιτητές;
Πλέον θα
έχουμε μια πολυαπασχόληση όλων των γιατρών από δω κι από κει και τελικά
«πληρώνει το μάρμαρο» ο ασθενής, ο οποίος πρέπει να πληρώσει για την υγεία του.
Οι δωρεάν υπηρεσίες σταδιακά θα συρρικνώνονται και θα αυξάνονται οι υπηρεσίες
επί πληρωμή. Θα μπορεί ένας ασθενής που δεν έχει χρήματα ή μέσον να θεραπευτεί;
Η απάντηση είναι όχι. Αυτό το εξασφάλιζε το δημόσιο σύστημα υγείας, μάλιστα
είναι ένα ζήτημα που άπτεται και της δημοκρατίας μας.
Έχει όμως
ενδιαφέρον να φανταστούμε και το εξής: Αν αυτό το ν/σ είχε έρθει προ πανδημίας
και έβρισκε το ΕΣΥ σ’ αυτό το καθεστώς, ποιοι θα ήταν εκείνοι οι γιατροί και το
νοσηλευτικό προσωπικό που θα πάλευαν τόσα χρόνια την πανδημία, με απίστευτα
ωράρια και πίεση – το ζήσαμε όλοι, τους χειροκροτήσαμε τότε άλλωστε - και δε θα
ήταν καλύτερα στα ιδιωτικά τους ιατρεία, να ασχολούνται και με άλλες ασθένειες
και να πληρώνονται;
Η συζήτηση
συνεχίστηκε σε ό,τι αφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών και στην αναγνώριση της
γλώσσας της Βόρειας Μακεδονίας ως «μακεδονική». Σε σχέση με αυτό, η Βουλευτής
Φλώρινας υπενθύμισε αρχικά ότι η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ανέλαβε την
εξουσία, υπήρχαν ήδη 120 αναγνωρίσεις της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας με την
τότε συνταγματική της ονομασία (Μακεδονία), που εξαλείφθηκε οριστικά με τη
Συμφωνία των Πρεσπών. Υπενθύμισε επίσης ότι, η συγκεκριμένη γλώσσα έχει
αναγνωριστεί ως «μακεδονική» ήδη από το 1977, στην 3η Σύνοδο του
ΟΗΕ που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα για την τυποποίηση των
Γεωγραφικών Ονομάτων. Επίσης, από το 1994 αναφέρεται στην επίσημη
ιστοσελίδα του ΟΗΕ, η μακεδονική γλώσσα, αλλά και από τον Διεθνή Οργανισμό
Τυποποίησης. Στο Πακέτο Πινέιρο δεν υπήρχε κανένα αίτημα από την τότε
Κυβέρνηση της ΝΔ για αλλαγή της ονομασίας «μακεδονική γλώσσα» της ΠΓΔΜ.
Ούτε στη Συμφωνία της Αχρίδας που υπεγράφη το 2001. Ο δε κ. Αβέρωφ
(ΥΠΕΞ) αναφέρεται σε μια «μακεδονική» γλώσσα η οποία δεν έχει όμως καμία
σχέση και δε μιλιέται στην ελληνική Μακεδονία.
«Για
να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τι έκανε η Συμφωνία των Πρεσπών: Είπε ότι
η εν λόγω γλώσσα ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, και
δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική ιστορία, αλλά είναι μιας άλλης προέλευσης
και έδωσε τέλος σε όλον αυτόν τον αλυτρωτισμό της Βόρειας Μακεδονίας», σημείωσε
ολοκληρώνοντας η Βουλευτής Φλώρινας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Δείτε εδώ το
video: https://youtu.be/4wvU8FkbkTg