Από
τη στιγμή που ένα παιδί γεννιέται, εμείς ως γονείς του -συνήθως περισσότερο η
μητέρα- αναλαμβάνουμε την απόλυτη ευθύνη για την ασφάλεια, την υγεία και τη
σωστή ανάπτυξή του. Στην αρχή ο κόσμος του παιδιού είναι αυτός που εμείς
δημιουργούμε γι’ αυτό, δηλαδή κυρίως το περιβάλλον του σπιτιού μας, ορισμένοι
άνθρωποι που εισχωρούν στον κόσμο αυτό, όψεις του εξωτερικού κόσμου με τις
οποίες εμείς το φέρνουμε σε επαφή, βγάζοντάς το έξω από το σπίτι. Αυτό που
κάνουμε είναι ότι βάζουμε συνεχώς όρια γύρω από το παιδί για να το
προστατέψουμε, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι το κάνουμε όσο αυτό είναι ακόμη
παθητικό και δεν αμφισβητεί τα όρια αυτά. Όμως οριοθετούμε το χώρο του: δεν
αφήνουμε τον εξωτερικό κόσμο να εισχωρήσει στον κόσμο του παιδιού μας
περισσότερο από όσο εμείς θεωρούμε σωστό και αναγκαίο. Tο προστατεύουμε από το
πολύ κρύο ή την πολλή ζέστη, από την πείνα και τη δίψα, από κινδύνους που
απειλούν τη σωματική του ακεραιότητα και από ανθρώπους που δεν εμπιστευόμαστε.
Το
αίσθημα της υπευθυνότητας που πρέπει να μας χαρακτηρίζει ως γονείς σ’ αυτό το
πρώιμο στάδιο είναι αυτονόητο και απολύτως αναγκαίο, όχι μόνο για τη σωματική
ασφάλεια του παιδιού, αλλά και για την υγιή ψυχική και διανοητική του ανάπτυξη.
Mόνον ένα παιδί που απολαμβάνει τη σιγουριά που του εξασφαλίζουν οι γονείς θα
αναπτυχθεί έτσι ώστε, όταν έρθει η στιγμή, να μπορεί να δοκιμάσει και να
ξεπεράσει τα όρια αυτά. Ένα παιδί που δεν γνωρίζει όρια και δεν μαθαίνει να τα
τηρεί είναι ανασφαλές, αποπροσανατολίζεται εύκολα από κάθε είδους ερεθίσματα,
δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στους στόχους του και βιώνει συχνά την απόρριψη
και τις συνεχείς αποτυχίες.
Tα
όρια πρέπει να είναι ευέλικτα και μεταβλητά
Αυτό
το αρχικό αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παιδί παραμένει όσο αυτό είναι ανήλικο
και εξαρτημένο από τους γονείς. Συχνά μάλιστα δεν μας εγκαταλείπει ποτέ
εντελώς. Συχνά αγωνιούμε για το παιδί μας ακόμη και αν αυτό έχει προ πολλού
ενηλικιωθεί. Ταυτόχρονα όμως, καθώς το παιδί μεγαλώνει και διευρύνεται ο κόσμος
του, έρχεται η στιγμή που συγκρούεται με τα όρια αυτά. Υπάρχουν όρια που
καταργούνται αυτόματα επειδή το παιδί δεν είναι πια ένα αβοήθητο βρέφος που
χρειάζεται απόλυτη προστασία, και έτσι, π.χ., το εμπιστευόμαστε πιο εύκολα σε
κάποιον άλλον, το αφήνουμε να μπουσουλίσει ή το κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα.
Υπάρχουν όμως όρια τα οποία διατηρούνται ως τη στιγμή που το παιδί μάς δείχνει
ότι πρέπει να τα καταργήσουμε ή να τα διευρύνουμε, για να ανταποκριθούμε στην
έμφυτη ανάγκη του να γνωρίσει τον κόσμο. Τότε συχνά νιώθουμε αβεβαιότητα,
επειδή από τη μία φοβόμαστε για το παιδί μας και από την άλλη έχουμε τις πρώτες
συγκρούσεις μαζί του όταν του λέμε «όχι». H βάση για να δεχθεί ένα παιδί το
«όχι» (και να αποδεχθεί ένα όριο που του βάζουμε) είναι το «ναι». Τι ακριβώς
σημαίνει αυτό; Tα παιδιά βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αναγνώρισης του
περιβάλλοντος χώρου, ενώ παράλληλα μ’ αυτό δοκιμάζουν και αναπτύσσουν τις δικές
τους ικανότητες. Για να γίνει αυτό, πρέπει βέβαια να τους δοθεί η ευκαιρία. Oι
γονείς έχουν την ευθύνη να τα οδηγήσουν σ’ αυτήν την «εξερεύνηση» προστατεύοντάς
τα, εξηγώντας τους -ανάλογα με την ηλικία τους- τους κινδύνους και αφήνοντάς τα
να παίρνουν κάποια ρίσκα όταν ξέρουν ότι δεν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο. Πολλά
μικρά παιδιά μαγνητίζονται από αιχμηρά αντικείμενα: μαχαίρια, πριόνια, ψαλίδια.
Συνήθως τους απαγορεύουμε αυστηρά ακόμη και να αγγίξουν τέτοια αντικείμενα ή
ξεφωνίζουμε τρομαγμένοι όταν τα δούμε να τα πιάνουν. Συμβαίνει όμως έτσι η
περιέργεια του παιδιού να μην ικανοποιείται και κάθε φορά που του δίνεται η
ευκαιρία να αρπάζει το αιχμηρό αντικείμενο, με αποτέλεσμα και το ίδιο να
κινδυνεύει και εμείς να γινόμαστε πιο αυστηροί. Μία άλλη δυνατότητα θα ήταν να
δώσουμε στο παιδί ένα όχι πολύ κοφτερό, αλλά όχι και ψεύτικο μαχαίρι και να το
αφήσουμε, επιβλέποντάς το φυσικά, να κόψει κάτι, π.χ. να μας βοηθήσει όταν
εμείς κόβουμε κάτι στην κουζίνα. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί ικανοποιεί την
περιέργειά του, αποκτά τη δεξιότητα να χρησιμοποιεί προσεκτικά ένα αιχμηρό
αντικείμενο και είναι πολύ πιο έτοιμο να δεχθεί ένα όριο: Ότι δηλαδή κάποια
μαχαίρια είναι πολύ κοφτερά, με αυτά και οι μεγάλοι μπορεί εύκολα να κοπούν,
γι’ αυτό δεν θέλουμε να τα πιάνει. Ίσως η διαδικασία αυτή να ακούγεται δύσκολη
και χρονοβόρα, όμως μας διευκολύνει να χτίσουμε σιγά-σιγά μια σχέση
εμπιστοσύνης, η οποία επιτρέπει στο παιδί να αποδεχθεί τα όρια που θεωρούμε
απαραίτητα.
Συμβουλευτική
ψυχολόγος
Λουίζα Βογιατζή