Η
ποντιακή είναι μία από τις λίγες διαλέκτους του ελληνικού λαού που σχετίζονται
τόσο άμεσα με την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Με
τη γεωγραφική της έννοια δεν υφίσταται πλέον, όμως ακόμη και τώρα, παρά το ότι
πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τότε που ο Ποντιακός Ελληνισμός εκπατρίστηκε,
εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλές περιοχές τής Ελλάδας και κυρίως στη Μακεδονία
όπου είναι εγκατεστημένοι αμιγείς ποντιακοί πληθυσμοί.
Ο
γλωσσολόγος Άνθιμος Παπαδόπουλος, προβλέπει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα
συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωσή της εξαιτίας της επίδρασης της νεοελληνικής
γλώσσας και θα καταταγεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών.
Η
ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία Ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής
των αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο. Οι επιδράσεις που δέχτηκε στο
πέρασμα των 26 αιώνων ζωής, προέρχονται από την κοινή των Αλεξανδρινών χρόνων,
και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου. Επηρεάστηκε επίσης από τους
Γενουάτες και Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς,
καθώς φυσικά και από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, έγιναν
προσμίξεις με ξένες λέξεις, οι οποίες ωστόσο δεν έμειναν αναφομοίωτες, αλλά
εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, συμμετέχοντας έτσι
στην εξέλιξη της γλώσσας.
Παράδειγμα
το τουρκικό ρήμα aramak έγινε στα ποντιακά αραεύω (αναζητώ), κι έδωσε νέα
παράγωγα, αράεμαν (αναζήτηση-ψάξιμο) και αραευτής (ερευνητής).
Δεν
είναι επίσημη γλώσσα καμίας χώρας και δεν διδάσκεται. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί
Σύλλογοι και οργανώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, διατηρούν και
μεταλαμπαδεύουν την Ποντιακή Διάλεκτο μέσω μαθημάτων, βιβλίων, συνεδρίων και
άλλων δραστηριοτήτων. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος διδασκαλίας σήμερα, είναι η
προφορική.
Μερικά
από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι:
1.
Η διατήρηση της προφοράς του ιωνικού η ως ε (νύφε αvτί νύφη, κλέφτες αντί
κλέφτης, έτον αντί ήτο, κλπ.).
2.
Η διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (κοσσάρα αντί κότα, σεύτελον αντί
τεύτλον, κλπ.).
3.
Η διατήρηση του ω (με έκπτωση σε ο) ακόμη και στις περιπτώσεις που η κοινή
νεοελληνική το έχει μετατρέψει σε ου (ζωμίν αντί ζουμί, ρωθώνι αντί ρουθούνι,
κωδώνι αντί κουδούνι κλπ.).
4.
Η διατήρηση ασυνίζητων των φωνητικών συμπλεγμάτων -ια , -ιο (καρδία αντί καρδιά,
παιδία αντί παιδιά, ποπαδία αντί παπαδιά, κλπ.).
5.
Η διατήρηση του αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (Νίκολα αντί Νικόλα, γάμπρε
αντί γαμπρέ, κλπ.).
6.
Η διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί σε -η ( η άλαλος αντί η άλαλη, η
έμορφος αντί η όμορφη, κλπ.).
7.
Η διατήρηση του αορίστου της προστακτικής σε -ου, αντί -ε (ποίσον-ποίησον αντί
ποίησε, κόψον αντί κόψε, κλπ.).
8.
Η διατήρηση της παθητικής κατάληξης -ουμαι (κοιμούμαι αντί κοιμάμαι, φανερούμαι
αντί φανερώνομαι, κλπ.).
9.
Η διατήρηση της κατάληξης της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε
(ιωνικά) αντί του -θητε (αττικά) (αγαπηθέτε αντί αγαπηθείτε, κοιμεθέτε αντί
κοιμηθείτε, κλπ.).
10.
Η διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του, με
αφαίρεση της πρώτης συλλαβής του ου (“κι θέλω” αντί “δεν θέλω”, “κι τρώγω” αντί
“δεν τρώω” κλπ.). Το αρνητικό μόριο “κι” διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο από
όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν το μόριο δεν, προερχόμενο από το
αρχαίο ουδέν.
Οι
Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε, καθόλου), που προήλθε από το ουδέν. Οι
προσωπικές αντωνυμίες που μπαίνουν ως αντικείμενα των ρημάτων, τοποθετούνται
πάντα μετά από αυτά(λέγωσε αντί σου λέω, κρούωσε αντί σε χτυπώ, φιλώσε αντί σε
φιλώ, κλπ.).