(4 Ιουνίου 470 π.Χ. - 399 π.Χ.) ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μια από τις
σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού.
Ήταν
γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Ο Σωκράτης είχε
έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες,
απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι απ αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών
σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα και ο Φαίδωνας στην Ηλεία.
Οι
πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του
Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι
συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από την ζωή
του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης ασχολήθηκε
αρχικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος.
Στα
17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη
φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά
του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει το Σωκράτη να
θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να
χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως
μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιες πράξεις κι ενασχολήσεις πρέπει
να ακολουθήσει.
Στις
φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν
ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά,
πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που
δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δε δίδαξε συστηματικά, αλλά
διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε
αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε
χρήματα από τους μαθητές του.
Το
406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών, ο Σωκράτης, ως
πρύτανης της Βουλής, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία μια παράνομη πρόταση (να
δικαστούν όλοι μαζί οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν
τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες). Το 404 π.Χ. με
τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να
συλλάβει ένα δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.
Το
399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για
διαφθορά των νέων Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο.
Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε
στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε
ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς
άνδρες της εποχής.
Στη
διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν
κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του
παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την
εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις
γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν
ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν την δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο
Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε
τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο
νόμος.
Ο
Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα
σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της
φιλοσοφίας του. Κατά το Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία,
φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη. Η περίφημη
σωκρατική φράση «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» (ένα ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτα)
φαίνεται ότι ήταν η θεμελιακή πρόταση της φιλοσοφίας του.
Στην
εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές την στροφή της φιλοσοφίας προς τον
άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ πριν το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση.
Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στην μελέτη της
πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος
πρώτος θεώρησε την ψυχή σαν την πραγματική
ουσία του ανθρώπου και την αρετή σαν αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης
φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει
αυτή την στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί
φύσεως έληξε, προς την χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι
φιλοσοφούντες».