Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το γονίδιο της συζυγικής απιστίας

Οι αιτίες της συζυγικής απιστίας είναι πολλές και το πρόβλημα είναι πολύπλοκο. Υποθέσεις συζυγικής απιστίας μπορούν να συμβούν σε ζευγάρια που έχουν προβλήματα αλλά και σε ζευγάρια που είναι ευτυχισμένα.
Γενικά η συζυγική απιστία είναι μια συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από την κοινωνία. Σε δημοσκοπήσεις που έγιναν σε ανεπτυγμένες χώρες, φάνηκε ότι το 90% των ερωτηθέντων, αποδοκιμάζουν την απιστία.
Παρά τη φραστική αυτή αποδοκιμασία, άλλες έρευνες έδειξαν ότι 15% των
γυναικών και 25% των ανδρών είχαν εμπειρίες εξωσυζυγικού σεξ που συμπεριλάμβαναν και συνουσία.
Όταν στις εξωσυζυγικές σχέσεις συμπεριληφθούν οι περιπτώσεις με συναισθηματικές στενές σχέσεις οικειότητας με σεξουαλική συνιστώσα χωρίς όμως συνουσία, τότε το ποσοστό συζυγικής απιστίας φαίνεται να είναι πολύ ψηλότερο. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι όταν συμπεριλαμβάνονται και αυτές οι περιπτώσεις τότε τα ποσοστά απιστίας ανέρχονται στο 35% των γυναικών και στο 45% των ανδρών.
Ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν και οδηγούν σε συζυγική απιστία και που εξετάζεται διεξοδικά κατά τα τελευταία χρόνια, είναι η κληρονομικότητα. Πράγματι υπάρχει η υποψία ότι τουλάχιστο ένα ποσοστό των περιπτώσεων συζυγικής απιστίας μπορεί να οφείλεται σε ένα ή περισσότερα γονίδια.
Οι υποψίες των ερευνητών αναφορικά με την εμπλοκή της κληρονομικότητας ή και των γονιδίων στη συμπεριφορά της συζυγικής απιστίας, βασίζονται σε παρατηρήσεις που έγιναν τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα.
Πρόσφατα Άγγλοι επιστήμονες δημοσιοποίησαν τα ευρήματα τους όσον αφορά
δίδυμες αδελφές. Οι δίδυμες που είναι πανομοιότυπες, που έχουν δηλαδή κληρονομήσει ακριβώς τα ίδια χρωμοσώματα, προσφέρονται για μια αρχική γενετική, γονιδιακή προσέγγιση του ζητήματος.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όταν η μία από τις δύο ταυτόσημες δίδυμες
αδελφές παρουσιάζει συμπεριφορά συζυγικής απιστίας τότε οι πιθανότητες και ή άλλη αδελφή να έχει εξωσυζυγικές σχέσεις ανέρχονται στο 55%.
Η τάση και των δύο διδύμων να είναι ή να μην είναι πιστές στο σύντροφο τους, είναι εντονότερη σε ταυτόσημες δίδυμες παρά σε αυτές που δεν έχουν πανομοιότυπο γενετικό υλικό.