Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Στενοχώρια

Της Παρθένας Τσοκτουρίδου.
Τιτίβιζαν τα πουλιά της θλίψης
στον μαυρισμένο ορίζοντα της καρδιάς της.
Μηνύματα λύπης, νοσταλγίας, καημού έσπερναν
με τις ασθενημένες λαλιές τους.
Άνθισαν οι άσπρες μαργαρίτες στα πόδια της
κι εκείνη ακίνητη τις κοιτούσε μαρμαρωμένη
ανίκανη να σκύψει να τις μαδήσει.
Σφήνωσε στην τραμπάλα της ζωής
γερμένη στη δύση της
μα οι πεταλούδες πέταξαν μπρος της
κάθισαν στο πλάι της
στροβίλισαν στο είναι της
πετώντας την ανάλαφρα στα κύματα
της ανήσυχης θάλασσας.
Οι μαργαρίτες κάθισαν στα μαλλιά της
πετώντας απ' τ' άγριο φύσημα της ψυχής της
σημάδι της μελλούμενης ευτυχίας
στη μεταθανάτια μετάβαση της.
Τα φτερά των αγγέλων την οδήγησαν
στη δίνη του απείρου.
Τα χέρια της υψώθηκαν στον ουρανό
αναζητώντας τη σκιά της αγάπης της.
Το παγκάκι του έρωτα αδειανό
η λυχνία του μισόσβηστη, τεμουλιαστή
κι εκείνος σκυφτός με βήματα συρτά, βαριά
αιωρούμενος ανάμεσα στα χέρια της
να κλαίει στο μονοπάτι του λησμονημένου πόθου.
Σε λίγο θα' βγαινε δειλά ο ήλιος
μέσα απ' τα σύννεφα της ανατολής του
τα στάχια θα φύτρωναν εκ νέου
και η ζωή θ' ακολουθούσε τον συνήθη της ρυθμό.
Η στενοχώρια της θα κοιμόταν αιώνια
πεσμένη στα φυλλώματα της γης.