ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ
Η βεζελιά της έκρηξη στο
βεβαιωτήριο του έρωτα
γοήτευσε τον όλεθρο των
αχάιδευτων του
κι εκείνος ο ορεγόμενος
γυαλάκιας
με την κυρτή ωμοπλάτη και
τα χιονισμένα μαλλιά
γούρλωσε τους
γλιδιάρικους βολβούς των ομματιών του
γλυκοματιάζοντάς την στο
όνειρο του θηλασμού της.
Στην ακατάσχετη φλυαρία
των λόγων του
εκείνη ολίσθησε στη
σαρκώδη μάζα του μηρού της.
-«Φέξε μου και
γλίστρησα», του μήνυσε μ' ανακούφιση.
Η νοστιμάδα της αγκάλιασε
το αίμα του τρυφερά
αρμενίζοντας στης
γλυσσωνείου την κάψα
έγλειψε τα κόκαλά του
γλαφυρά και στο δεινοπάθημα
της δειλής επιθυμίας του
άχαρου κυνηγού της
σ' εκείνο το γκάρντεν
πάρτυ «το γεροντικόν»
του ψιθύρισε: -«Γκρεμοτσακίσου».