Όταν γεννήθηκε ο γιος μου Κωνσταντίνος, είπα να του κάνω ένα
εικόνισμα του Αγίου του, να τον έχει προστάτη και φύλακά του. Αντιμετωπίζοντας
το ζήτημα με προσωπικό ενδιαφέρον, διαπίστωσα ότι οι εικόνες του Αγίου
Κωνσταντίνου, όπως επικράτησαν μεταβυζαντινά, τον ιστορούν ως αυτοκράτορα της
ύστερης Βυζαντινής περιόδου γενειοφόρο, ενδεδυμένο με αυτοκρατορικό σάκο και
μίτρα στο κεφάλι και κατά κανόνα εικονίζεται με την μητέρα του Αγία Ελένη να
αναδεικνύουν τον Τίμιο Σταυρό ανάμεσά τους.
Εντούτοις μας είναι γνωστή η μορφή του ρωμαίου αυτοκράτορα Φλάβιου Βαλέριου Κωνσταντίνου, του Αγίου και ισαποστόλου της εκκλησίας μας και γενάρχη της Ρωμιοσύνης, από πολλά ευρήματα σύγχρονα της εποχής του, με χαρακτηριστικό την σωζόμενη κολοσσιαία κεφαλή από γλυπτό ύψους δώδεκα μέτρων που τον παρουσίαζε ένθρονο, και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο του Βατικανού (ή ακόμη σε μεταγενέστερο αντίγραφο προτομής του, που φυλάσσεται στο Μουσείο Λούβρου, χαρακτηριστικής ομοιότητας φυσιογνωμικά με την πρώτη περίπτωση). Το πραγματολογικό αυτό στοιχείο, της διάσωσης αυτούσιας της μορφής του Αγίου, με οδήγησε σε ένα δίλημμα, να εικονίσω τον Άγιο όπως διασώζεται η μορφή του μέσω της παράδοσης, ή να επιχειρήσω ένα ας πούμε ξαναζωντάνεμα της μορφής του με βάση τα χαρακτηριστικά του στα προαναφερθέντα γλυπτά. Δεδομένου ότι θα επιχειρούσα μια εικόνα ιδιωτική, διακατεχόμουν από έντονο το ενδιαφέρον να δω πώς θα ήταν η πραγματική μορφή του Μεγάλου Αγίου.
Είναι γνωστό ότι εκτός από προτομές του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα υπήρχαν και εικόνες του, αναρτημένες σε δημόσιο χώρο στις πόλεις της αυτοκρατορίας. Οι τιμές προς τις εικόνες αυτές από τους υπηκόους ήταν αντίστοιχες προς το ίδιο το πρόσωπο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, οπότε και κάθε προσβολή προς αυτές αποτελούσε ευθέως προσβολή προς τον αυτοκράτορα, ως σύμβολα της ισχύος και της εξουσίας του.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα παρόμοιων προσβολών περιγράφονται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου (εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992, βιβλίο όγδοο, κεφ. τρίτο, σσ. 339, 341). Το 387 επί Θεοδοσίου του Μεγάλου ξεσπά εξέγερση στην Αντιόχεια της Συρίας, πολυπληθή και σημαντική πόλη της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης το εξεγερμένο πλήθος καθαιρεί τις εικόνες του Θεοδοσίου από την πόλη. Το γεγονός μας παραδίδει ο ίδιος ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σύγχρονος των γεγονότων και νεαρός τότε πρεσβύτερος της Αντιόχειας. Ο επίσκοπος της πόλης Φλαβιανός αναλαμβάνει να μεταβεί στην πρωτεύουσα για να εξευμενίσει τον αυτοκράτορα για τις επαπειλούμενες ποινές κατά του ποιμνίου του. Στο λόγο που εκφωνεί κατά την ακρόαση ενώπιον του αυτοκράτορα λέγει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων: «…Καθαίρεσαν τις εικόνες σου, αλλά μπορείς να φτιάξεις άλλες εικόνες λαμπρότερες. Συγχώρησε τους ενόχους, μπορεί να μη στήσουν προς τιμή σου στις αγορές είδωλα χάλκινα, χρυσά ή στολισμένα με πολύτιμους λίθους, αλλά θα σου αφιερώσουν στις καρδιές τους πολύτιμο μνημείο, το μνημείο της αρετής σου. Θα αποκτήσεις έτσι τόσες ζωντανές εικόνες όσοι οι άνθρωποι πάνω στη γη και όσοι θα υπάρξουν ως το τέλους του κόσμου…». Ο Φλαβιανός, ζητώντας τη συγγνώμη του βασιλιά, «Θύμισε το παράδειγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που όταν τον προέτρεπαν να τιμωρήσει εκείνους που είχαν ακρωτηριάσει μια εικόνα του, έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό του και απάντησε χαμογελώντας ότι δεν αισθάνεται κανένα χτύπημα πάνω του. …». Διαπιστώνουμε λοιπόν στο λόγο του επισκόπου Φλαβιανού δύο πρώιμες χαρακτηριστικές στάσεις ενός ιερωμένου του 4ου αι. στο πως αντιλαμβανόταν την σχέση εικόνας και εικονιζόμενου, οι οποίες θα λέγαμε πως παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε σχέση με το πνεύμα της μετέπειτα Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, που διευθέτησε τα ζητήματα της εικονομαχίας. Εν προκειμένω η προσβολή κατά της εικόνας δεν αποτελεί προσβολή και του εικονιζόμενου σ’ αυτήν, δεν μεταβαίνει, με άλλα λόγια, στο πρωτότυπο!
Ένα άλλο ζήτημα αφορά στο γεγονός του τρόπου απεικόνισης του αυτοκράτορα στις συγκεκριμένες εικόνες, δεδομένου ότι δεν μας είναι γνωστές παρόμοιες εικόνες οι οποίες να έχουν διασωθεί. [Έχομε μια αρκετά ικανοποιητική σειρά πορτραίτων σε γλυπτά ή ελεφαντοστά!] Αν θεωρήσουμε ότι η πλέον διαδεδομένη τεχνική που εφάρμοζαν οι ζωγράφοι μέχρι και τον 6ο αι. ήταν η εγκαυστική (βλ. σωζόμενες εικόνες αυτής της περιόδου στη Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης, Όρους Σινά) κι ότι κατά την εποχή του Θεοδοσίου δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ένα ιδιαίτερο χριστιανικό ιδίωμα απεικόνισης, που να διαφέρει δραστικά από το προϋφιστάμενο της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, το οποίο συνεχίζεται και κατά την ρωμαϊκή περίοδο, οι εν λόγω απεικονίσεις των αυτοκρατόρων λογικά θα ήταν πολύ κοντά στον φυσιοκρατικό τρόπο απεικόνισης των πορτρέτων Φαγιούμ.
Με τις σκέψεις αυτές ξεκίνησα την ιστόρηση της μορφής του Αγίου, που οδήγησε στην εικόνα που δημοσιεύεται, σαν μια συγκαιρινή του προσωπογραφία…
Να σημειωθεί ως επίλογος ότι τα εικονίσματα της ορθόδοξης εκκλησίας εικονίζουν το πρόσωπο του Αγίου, όπως αναγνωρίζεται αυτό από το πλήρωμα της Εκκλησίας μέσα από την παράδοσή της. Η μορφή του Αγίου ανήκει στην Εκκλησία και εναπόκειται στον ζωγράφο, να ιστορίσει την εικόνα των Αγίων κατά την όγδοη ανέσπερη ημέρα, την κατά χάριν θεωμένη εικόνα δηλ. που θα συναντήσουμε στο μέλλον, στα έσχατα. Άλλωστε, σύμφωνα με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο η εξεικόνιση των αγίων «διαφέρει κατά τι του πρωτοτύπου», ενδεχομένως για να τονιστεί ο εσχατολογικός και ιεροπρεπής χαρακτήρας των εικόνων. Εν προκειμένω ο Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος εικονίζεται περίπου όπως ήταν η ιστορική του μορφή, ως εκ τούτου αποτελεί μια εικόνα θα λέγαμε ιδιωτικής ευλάβειας (Andachtsbild). Παρ’όλ΄ αυτά «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει» και η πρωτότυπη κατά κόσμον μορφή του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν με βάση τα σωζόμενα γλυπτά περίπου αυτή.
Δημοσθένης Αβραμίδης