Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Διεκδίκηση και εκδίκηση για την πατρική στοργή

Της Παρθένας Τσοκτουρίδου.
-Θυμάμαι, τον πατέρα μου, πενήντα χρόνους πίσω
που γύρευα το χέρι του σφιχτά να το κρατήσω
μικρό παιδί με σήκωνε, με πέταγε ψηλά του
και' γω γελώντας κούρνιαζα μέσα στην αγκαλιά του.
(Γιάννης Π. Τζήκας)          
-Θυμάμαι πως ήταν στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας όταν διαμόρφωνα την ταυτότητα του φύλου μου. Είχα αρχίσει ν' αναπτύσσω μια κάπως διαφορετική σχέση με τον πατέρα. Σε στυλ «ειδυλλίου» θα έλεγα. Σαγηνευόμουν από την προσωπικότητά του.

-Καθάριο πρόσωπο, αδρό, στο λιόπυρο ψημένο
απ' τη δουλειά, απ' τον κάματο, το χέρι ροζιασμένο
σαν όργωνε τη γη σε τούτη τη μονάκριβη πατρίδα
βαθιές, βαθιές οι αυλακιές και φύτευε ελπίδα.
(Γιάννης Π. Τζήκας)          
-Είχα προσκολληθεί πάνω του και ένιωθα πως τον υπεραγαπούσα. Περισσότερο από τη μητέρα, την οποία έβλεπα ανταγωνιστικά. Ήξερα πως ο πατέρας την αγαπούσε υπερβολικά και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Κι αυτό μ' ενοχλούσε αφάνταστα. Ειδικά, όταν καταλάβαινα πως και η μητέρα έτρεφε τα ίδια συναισθήματα με τον πατέρα.
-Είχα μια κτητική διάθεση για εκείνον, που όμως την κρατούσα καλά μέσα μου κρυφά. Ήταν σαν να τον «φλέρταρα» κανονικά. Ξάπλωνα στο πλάι του κι αποζητούσα την αγκαλιά του με λαχτάρα. Βλέπαμε μαζί τηλεόραση, τρώγαμε παρέα, συζητούσαμε ώρες.
-Ακόμα ακούω τη φωνή, την πατρική τη συμβουλή
κοίτα να μάθεις γράμματα να φύγεις απ' τη λάσπη
ειν' η αγροτιά σκληρή, με πίκρα θα βγάζεις το ψωμί σου
άνοιξε τα φτερά γι' αλλού να φτιάξεις τη ζωή σου.
(Γιάννης Π. Τζήκας)   
-Κι όταν εκείνος κοιμόταν, εγώ τον κοιτούσα ασταμάτητα έως ότου ξυπνήσει. Καταλάβαινε κι εκείνος την αδυναμία που του είχα και με χάιδευε συνεχώς συνιστώντας και στην μητέρα να κάνει το ίδιο. Καμιά φορά, καθώς ξυπνούσα, έπιανα τη ματιά του να με κοιτάζει με στοργή και λατρεία.
-Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.
-Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου. 
-Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου
να σου ξορκίσουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.
(Γιάννης Ρίτσος)
-Μα, εγώ αντιδρούσα στις θετικές κινήσεις της μητέρας και ήθελα να την βασανίζω δίχως έλεος. Μου τηγάνιζε εκείνη πατάτες κι εγώ δεν τις έτρωγα βρίσκοντας διάφορες προφάσεις.
-Την έβαζα να τηγανίζει ξανά και ξανά. Και πάλι δεν έτρωγα. Το ευχαριστιόμουν να τη βασανίζω. Εκδικιόμουν μ' αυτό τον τρόπο την κτητική της συμπεριφορά απέναντι του.
-Χάρη στον πατέρα είχα μεγάλη αυτοεκτίμηση και ήμουν ενθαρρυμένη σε όλες τις λειτουργίες μου. Ένιωθα πως βίωνα ένα ζεστό και δεκτικό γονιό, ο οποίος με θαύμαζε, δίχως να μ' απομακρύνει ή να μου επιτίθεται λεκτικά ή χειρονακτικά.
-Πως πέρασαν τα χρόνια - νεράκι που κυλά και πίσω δε γυρνά-
τώρα μονάχα θύμησες στη μέσα ξενιτιά
πόσες οι ελπίδες π' ανθίσανε λουλούδια
πόσες χαρές πόσοι καημοί που γίνανε τραγούδια.
(Γιάννης Π. Τζήκας)   
-Ανήκα σε μια παραδοσιακή οικογένεια, στην οποία επικρατούσε η χαρά, η διασκέδαση, το κέφι, η αρμονία, η υγιής σχέση. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τότε, γιατί ο αδερφός μου έβλεπε τον πατέρα ως ανταγωνιστή και απειλή για τη σχέση του με τη μητέρα. Ασφαλώς αισθανόταν κάπως ανάλογα μ' εμένα για τον πατέρα. Αυτό το κατάλαβα στα μετέπειτα χρόνια της ενηλικίωσής μου.
-Εγώ πάντως θύμωνα τότε μαζί του και μάλιστα πολύ. Ένιωθα γι' αυτό, υπερβολικό άγχος και θυμό. Ειδικά, όταν ο πατέρας ερχόταν αντιμέτωπος μ' ένα πλήθος ζητημάτων και συγκρούσεων με τον αδερφό μου, ο οποίος διένυε την εφηβική του ηλικία.
-Έχω ένα κοριτσάκι
Έχω ένα κοριτσάκι.
Είμαι ένα δέντρο μες στη μέση τ' ουρανού.
(Γιάννης Ρίτσος)
-Καμιά φορά εκνευριζόμουν με την κατανόηση του πατέρα στο γιο. Ζήλευα. Ήθελα να είχα μόνο εγώ τον έλεγχο της καρδιάς του. Να ήμουν η μοναδική κυρίαρχη στις σκέψεις του.
-Όταν μεγάλωσα και παντρεύτηκα, τότε ένιωσα πως αποδεσμεύομαι από την καθημερινή ζωή που βίωνα μαζί του. Η απουσία της πατρικής συμμετοχής στα βιωματικά μου δρώμενα εκδηλώθηκε δυσλειτουργικά με κατάθλιψη.
-Κοριτσάκι μου,
μες το βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου' πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
(Γιάννης Ρίτσος)
-Αντιδρούσα ακόμη πιο επίμονα στην επιβολή της μητέρας πάνω μου. Της έδειχνα πεισματικά και με επιμονή την απεριόριστη αγάπη μου στον πατέρα. Εκείνη είχε αρχίσει να γίνεται αρνητική και να έχει απότομη συμπεριφορά. Πότε μου φώναζε, πότε μ' έβριζε, πότε μ' απειλούσε.
-Φρόντιζε όμως πάντα να υποβάλλει στον «ήρωα» μου τέτοιες ερωτήσεις ώστε να καθηλώνομαι συναισθηματικά και να αισθάνομαι ράκος από τις απαντήσεις του πατέρα, οι οποίες εκδήλωναν συναισθήματα αγάπης και στήριξης στο πρόσωπό της.
-Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.
Κράτησέ με.
(Γιάννης Ρίτσος)
-Πολλές φορές ήταν κι επιθετική μαζί μου. Του έβαζε λόγια κι εκείνος μου δήλωνε πως πιο πάνω απ' τα παιδιά του, στεκόταν ψηλά στην υπόστασή του η μητέρα, την οποία υπεραγαπούσε.
-Η σχέση μου μαζί της μεταμορφώθηκε στη συνέχεια σε μια καλυμμένη συμμαχία. Ήταν όμως πάντα δυσλειτουργική και προβληματική. Αυτή η σχέση συνεχίστηκε για όλη μου τη ζωή. Μέχρι το θάνατο του πατέρα. Τότε που δέχτηκε τις οπτασίες του αποχωρισμού από τη γη κι απέμεινα μόνη ν' αναζητώ την απέραντη αγάπη του, τα χάδια του και την απέραντη αγκαλιά του.
-Οπτασιάστηκε οράματα θεία σε αειχείμαστες ανεμοθύελλες.
Οραματίστηκε ταλαντεύσεις αειφεγγών δαχτύλων,
κουνήματα αειφανών ματιών .
Διαταράχτηκε η επιστήμη των αισθήσεων του
από πικρά χαμόγελα.
Ταράχτηκε από μεγαλειώδεις ύμνους
που ακροάζονταν  τ' άθυρα αυτιά του.
Δέχτηκε το μοιρολόι του νυκτόβιου πουλιού,
τον προάγγελο του ερχομού του Ψυχοβγάλτη του.
Μα πριν νιώσει την ανάγλυφη ψυχή του
να αποχωρίζεται από το αγιόρταστο σώμα του,
έμεινε ασάλευτος να κοιτάει το πουλί
να γρυλίζει λυπητερά κι απαρηγόρητα.
Θολά ποτάμια τα δάκρυα στα μάτια του
έγιναν θάλασσα βαθιοκοίμητη και άδυτη
στον κόσμο του ουρανού
κι εγώ πλέον θα απέμενα μόνη
μετά το ξεψύχισμα του ν' αναζητώ το χάδι του,
την ζεστή του αγκαλιά, την απέραντη αγάπη του.
να πονάω μέρα - νύχτα στην απουσία του
με λυγμούς και θρήνους της νοσταλγίας του.
(Παρθένα Τσοκτουρίδου)
-Τότε ένιωσα πως κάτι αποκόπηκε από μέσα μου. Δεν μιλούσα σε κανέναν για περισσότερο από έξι μήνες. Ένιωθα μια παγωνιά στην ψυχή μου και ήμουν σωστό ψυχικό ράκος.
-Άκλωστη η ματιά!.
Βουνά τα θολωμένα δάκρυα στη στέψη του αποχωρισμού.
Κραυγές αποψιλωμένες από αθέατους  λυγμούς.
Αδιέκβατη  η διείσδυση στα ακλάδωτα μονοπάτια του νου.
Ανεμοδαρμένη η ψυχή στους βοριάδες της απελπισίας.
Απερίφρακτη στα λιβάδια της αποσκιάς.
Αποσβολωμένη από τους σεισμούς των πονεμένων αγκομαχητών.
Υποταγμένη στους ασκούς των λυπητερών ασμάτων.
Ρυτιδωμένη η ασοφία!.
Απροστάτευτη από τις ασπίδες της ορθοφροσύνης.
Ευκολοτσάκιστη στις οξύνσεις των εντυπώσεων.
Συλλογισμένη στην ψευδοσοφία των κυττάρων της.
Τρυγήσιμη από τους τροχούς του βασανισμού.
Σποροκαρπωμένη από τη γένεση ενός νέου διαλογέα
για κάθαρση και στρατοπεύδευση της
στα οδοιπορικά  νέου αγώνα στο κατάλυμα
μιας Αρτεμίσιας ή Δρακόντειας επιστασίας.
(Παρθένα Τσοκτουρίδου)
-Μου έλειπε η αγάπη του. Η αγκαλιά του. Οι συμβουλές του. Η τρυφερότητά του. Η βοήθειά του. Το είναι του. Η σημαντικότητά του. Ένιωθα πως δεν τα χόρτασα όλα αυτά.
-Τρέχει ο τροχός, φεύγει η ζωή, περνά
τα χρόνια σκόνη κάθισαν στα άσπρα τους μαλλιά
όμως τα χρόνια κι αν περνούν και φεύγουνε μακριά
τούτο τον τόπο η καρδιά ποτέ δεν τον ξεχνά.
(Γιάννης Π. Τζήκας)           
-Ως κύρια αιτία θεώρησα τη μητέρα. Δεν στάθηκα στο πλευρό της, επειδή έδειχνε ιδιαίτερες προτιμήσεις στο γιο της. Την εκδικιόμουν συνεπώς συνέχεια και θα την εκδικούμαι εσαεί.μέχρι το τέλος της ζωής μου...
-Ποίημα στον νεκρό πατέρα (του Γιώργου Χρήστου Κωνσταντόπουλου):
-Σ' ευχαριστώ γιατί εσύ
μου' μαθες πώς να ζήσω
και μου' πες δε χρειάζεται
τη γη να κατακτήσω.
 Μου' μαθες τιμιότητα
πίστη, δουλειά κι ανδρεία
χρειάζεται στον κόσμο αυτό
για να' χει η ζωή αξία.
Θα μείνεις πάντα στην καρδιά
και μέσα στο μυαλό μου
ένα μεγάλο ιδανικό
μεγάλος δάσκαλός μου.
Θα μείνεις ανεξίτηλο
σημάδι στη ζωή μου
πατέρα μου πανέμορφε
δάσκαλε οδηγητή μου.