Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Η αναγκαία «μεταστροφή» της οικονομικής πολιτικής σε έναν αβέβαιο κόσμο που δεν σταματά να αλλάζει


* Μανόλης Μανιούδης, επίκουρος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πατρών-Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 29o Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ

Είναι κοινός τόπος πως η διεθνής οικονομία αντιμετωπίζει, μετά την πανδημική κρίση του COVID-19, μια σειρά από σοκ και κρίσεις. Μερικά δηλωτικά παραδείγματα είναι οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η ανάδυση περισσότερο εσωστρεφών καθεστώτων–ενίοτε με αυταρχικού τύπου προσεγγίσεις–, η στασιμότητα της πραγματικής αγοραστικής δύναμης, η αύξηση της φτώχειας και η πιθανότητα ενός παρατεταμένου εμπορικού πολέμου. Μάλιστα, οι συγκεκριμένες κρίσεις αλληλεπιδρούν με μια σειρά απόμεγατάσεις(megatrends), που μετασχηματίζουν την κανονικότητα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, η κλιματική αλλαγή, η πρωτοφανής τεχνολογική αλλαγή, οι σωρευτικές δημογραφικές αλλαγές και η εγγενής, όπως πλέον διαφαίνεται, τάση προς μια χωρικά κατακερματισμένη οικονομική και πολιτική διεθνή τάξηεπιτείνουν τις ανισότητες τόσο μεταξύ όσο και εντός των οικονομιών. Η διατομή των σοκ και των μετασχηματιστικών δυνάμεων κλιμακώνει τις ανισότητες, επιβεβαιώνοντας τον όρο «πολυκρίση» (polycrisis) που εισήγαγε ο Γάλλος φιλόσοφος της πολυπλοκότητας EdgarMarin και σήμερα έχει καταστεί δημοφιλής χάρηστον ιστορικό AdamTooze.

Παράλληλα, η επίδραση της πολυκρίσης συνδέεται με την αναντίρρητη κλιμάκωση της αβεβαιότητας. Η επίδραση της αβεβαιότητας στη μεγέθυνση αποτυπώνεται με ρητό τρόπο στη σχετική βιβλιογραφία. Η αβεβαιότητα καθιστά τις επιχειρήσεις περισσότερο διστακτικές στο να προχωρήσουν σε επενδύσεις και προσλήψεις (πλευρά της προσφοράς –supplyside), ενώ η αβεβαιότητα σε επίπεδο ζήτησης εξωθεί τα νοικοκυριά να αναβάλλουν την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών (πλευρά της ζήτησης –demandside). Τέλος, όπως δείχνουν οι Fernandez-Viillaverdeetal(2011), η αβεβαιότητα αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης, επηρεάζοντας αρνητικά τις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τον πυλώνα της αναπτυξιακής διαδικασίας τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες.Σύμφωνα με τον World UncertaintyIndex (WUI), τόσο ο WorldPolicyUncertaintyIndex (WPUI)όσο και ο WorldTradeUncertaintyIndex (WTUI) βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδό τους μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αντανακλώντας την επίδραση των διατομών, των κρίσεων και των μεγατάσεωνπου αναφέρθηκαν παραπάνω. Όπως επισημαίνουν οι Londono, Ma&Wilson (2025), μια αύξηση της αβεβαιότητας σε επίπεδο πολιτικής οδηγεί σε μια συρρίκνωση των επενδύσεων κατά (περίπου) δύο ποσοστιαίες μονάδες. Η αρνητική επίδραση της αβεβαιότητας αποτυπώνεται και στις προοπτικές της διεθνούς οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με το World Economic Outlook (WEO) που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της διεθνούς οικονομίας αναμένεται να απομειωθεί από 3,3% το 2024 στο 3,2% το 2025 και στο 3,1% το 2026.

Στη βάση αυτή, η αβεβαιότητα σε επίπεδο πολιτικής αλλά και η αυταπόδεικτη όξυνση των ανισοτήτων σε έναν ρευστό κόσμο που συνεχώς μετασχηματίζεται επανοηματοδοτούν τον ρόλο αλλά και τη σημασία της οικονομικής πολιτικής. Το WEO, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει τη μετατόπιση των περιοχών άσκησης πολιτικής. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η απόφαση των ΗΠΑ να ανακοινώσουν την επιβολή δασμών στους περισσότερους από τους εμπορικούς τους εταίρους αποτελεί μια εξαιρετικά κρίσιμη μετατόπιση από την κανονικότητα των κανόνων της μεταπολεμικής εμπορικής πολιτικής. Σύμφωνα με τους συντάκτες του WEO, η μετατόπιση της εμπορικής πολιτικής διαμορφώνει ένα πολύπλοκο περιβάλλον, ωθώντας τις οικονομίες να ανασχεδιάσουν τη βιομηχανική τους πολιτική, ώστε να μετασχηματίσουν τα παραγωγικά τους υποδείγματα. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής στο να απομειώσει τις δημοσιονομικές ευπάθειες. Σημειώνεται πως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών είναι κρίσιμη ώστε να υποστηριχθεί η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων (crowdingin), ενώ υπογραμμίζεται ο κίνδυνος ρευστοποίησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και επένδυσης στην περίπτωση μιας παρατεταμένης αβεβαιότητας αναφορικά με την άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Είναι πρόδηλο πως η σημασία και η επίδραση της οικονομικής πολιτικής αναγνωρίζονται από τους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς ως αναγκαία παράμετρος για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας και της μετατόπισης που επιταχύνουν οι μετασχηματιστικές δυνάμεις της διεθνούς οικονομίας. Το ερώτημα όμως είναι ποια οικονομική πολιτική, με ποια οικονομική φιλοσοφία, με τι εύρος και ποια εργαλεία. Θα είναι μια ουδέτερη (neutral) οικονομική πολιτική, η οποία θα περιορίζεται στο φάσμα της εμπορικής πολιτικής; Θα είναι μια πολιτική που θα στοχεύει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αγορών;Ή θα είναι μια οικονομική πολιτική που θα απαντά με πειστικό τρόπο σε ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα εξασφαλίσει μια νέα πραγματικότητα όπου οι σχεδιαστές πολιτικής, όπως επισημαίνεται και στο WEO, θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη μέσω αξιόπιστων, διάφανων και βιώσιμων πολιτικών. 

Όμως ησυμβατική και κυρίαρχη (mainstream) οικονομική θεωρία και πολιτική, ήδη από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αδυνατεί να ερμηνεύσει τα αίτια και να προτείνει προτάσεις οικονομικής πολιτικής (βλ. μεταξύ άλλων Jacobs 2024; Milonakis 2017). Η χρηματοπιστωτική κατάρρευση, ο εγκλωβισμός της παραγωγικότητας –το λεγόμενο productivitypuzzle–η όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, ο πληθωρισμός, η οικολογική κατάρρευση αλλά και η μετανάστευση αποτελούν συμπτώματα μιας γενικευμένης αδυναμίας της συμβατικής προσέγγισης να συγκροτήσει ένα πλαίσιο οικονομικής πολιτικής ικανό να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις μιας νέας πολυσύνθετης οικονομικής πραγματικότητας. Ειδικότερα, η συγκεντροποίηση των αγορών και η ενίσχυση της «μονοπωλιακής ισχύος» μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων μετατρέπουν τον πληθωρισμό σε μέσο διατήρησης των περιθωρίων κέρδους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η οικονομική μεγέθυνση είναι ασθενική, ο δημοσιονομικός χώρος σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες παρουσιάζεται ως μάλλον στενός. Στη βάση αυτή, απαιτείται «οντολογική» μεταστροφή η οποία θα αντιλαμβάνεται την οικονομική πολιτική ως μια διαδικασία θεσμικού σχεδιασμού και η οποία δεν θα στοχεύει, όπως προτείνει η κυρίαρχη προσέγγιση, στο να καταστήσει απλώς τις αγορές αποτελεσματικότερες, αλλά θα προσφέρει προτάσεις που θα κινούνται από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέχρι και τις μεταλλαγές σε επίπεδο επιχειρηματικών επενδύσεων