Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Το πικρό ευρωπαϊκό θέρος και το τέλος των ψευδαισθήσεων για την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ |ΤΟ ΒΗΜΑ το blog των αποκαλύψεων!


* Γιάννης Γούναρης, δικηγόρος, LLM London School of Economics, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο νέο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Iνστιτούτου ΕΝΑ

Ένας Συνασπισμός των Ηττημένων

Υπό το φως όσων είχαν προηγηθεί, η εσπευσμένη σύγκληση του «Συνασπισμού των Προθύμων» στο Παρίσι στις 5 Σεπτεμβρίου, με πρωτοβουλία του πανταχόθεν βαλλόμενου Εμανουέλ Μακρόν, αναπόδραστα φάνηκε σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκρυβεί η αποκαρδιωτική πραγματικότητα. Εναλλακτικά, σαν ομαδική ψυχοθεραπεία ή σανκίνηση περισσότερο θεατρική παρά ουσιαστική, μιας Ευρώπης που αδυνατεί να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία, ούτε έχει ιδιαίτερη διάθεση να το κάνει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, επιθυμεί να διατηρεί την ψευδαίσθηση –που πείθει όλο και λιγότερους– ότι παραμένει ισχυρή και σχετική στο διεθνές γίγνεσθαι. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι δεν κατέληξε σε κάτι χειροπιαστό, αλλά σε μια επανάληψη αοριστολογιών περί «εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία» και ασκήσεων επί χάρτου, με χάρτινους ευρωπαϊκούς στρατούς που θα αναπτυχθούν στην πολύπαθη χώραμετά την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας αλλά, με κάποιον μαγικό τρόπο, ανεξάρτητα από την κάθετη άρνηση της Ρωσίας να τους ανεχθεί– και που είναι καθαρά θεωρητικές κατασκευές, δίχως την έμπρακτη υποστήριξη και προστασία των ΗΠΑ.

Και αυτό που είχε προηγηθεί ήταν, το πρώτον, μια αποικιοκρατικού τύπου εμπορική συμφωνία που συνήψε ο Ντόναλντ Τραμπ με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στις 27 Ιουλίου 2025, σε ένα γήπεδο γκολφ στη Σκωτία (κάθε συμβολισμός έχει τη σημασία του). Η συμφωνία επιβάλλει 15% δασμούς στα ευρωπαϊκά εξαγώγιμα προϊόντα προς τις ΗΠΑ, ενώ η ΕΕ δεσμεύεται για μηδενικούς δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές, αδιευκρίνιστες επενδύσεις 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αμερικανική οικονομία, αγορές 750 δισεκατομμυρίων σε αμερικανικό LNGγια τα επόμενα τρία έτη και τουλάχιστον 100 δισεκατομμυρίων σε στρατιωτικό εξοπλισμό με προορισμό την Ουκρανία – χωρίς να γίνει καν λόγος για τα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα γεμίσουν τα θησαυροφυλάκια των αμερικανικών πολεμικών βιομηχανιών στο πλαίσιο του επανεξοπλισμού της ίδιας της Ευρώπης.

Σε άλλες εποχές, όπως, κατά ιστορική ειρωνεία, την εποχή της Ευρωπαϊκής Αποικιοκρατίας, θα γινόταν λόγος για έναναυτοκρατορικό φόρο υποτέλειας χωρίς ανταλλάγματα. Στη σημερινή, σαφώς πιο «πολιτισμένη» εποχή, η φον ντερ Λάιεν μπορεί μεν να αποκάλεσε τη συμφωνία «θεμέλιο σταθερότητας», αλλά η πραγματικότητα είναι ανελέητη: η Ευρώπη μετατρέπεται σε οικονομικό προτεκτοράτο των ΗΠΑ, κάτι που όσοι Ευρωπαίοιηγέτες δεν θέλουν να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους παραδέχονται με έντονο προβληματισμό, αλλά χωρίς να προσφέρουν πολλές εναλλακτικές προτάσεις.

Το πικρό θέρος της Ευρώπης συνεχίστηκε την επαύριο της συνάντησης Τραμπ – Πούτιν στο Άνκορατζ της Αλάσκα στις 15 Αυγούστου, η οποία συνδυάστηκε με στρατιωτική επίδειξη F-22 και B-2της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, κατά το γνωστό πλέον στυλ του Τραμπ. Διαισθανόμενοι ότι ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο Αμερικανός επικυρίαρχος δεν είναι καν αυτός του κομπάρσου, αλλά του απαθούς θεατή, οι Ευρωπαίοι ηγετίσκοι έσπευσαν να αυτοπροσκληθούν στον Λευκό Οίκο για να αποτρέψουν ακόμα μία ντροπιαστική επίδειξη ισχύος του Τραμπ εις βάρος του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι και για να ανακουφίσουν την πίεση του πρώτου προς τον δεύτερο να αποδεχθεί τους ρωσικούς όρους κατάπαυσης του πυρός, μόνο και μόνο για να υπομείνουντελικά τις νουθεσίες του Τραμπ, καθήμενοι σε μια σειρά μπροστά από το Οβάλ Γραφείο και με έναν χάρτη της defacto τεμαχισμένης Ουκρανίας στον τοίχο– μια γκροτέσκα καρικατούρα μαθήματος κυνικής γεωγραφίας.

Ο Ευρωπαϊκός Αιώνας της Ταπείνωσης δεν ξεκίνησε εδώ

Αυτό που πολλοί αναλυτές, κατ’ αναλογία με την αντίστοιχη περίοδο της κινεζικής Ιστορίας μετά τους Πολέμους του Οπίου, ονομάζουν«Ευρωπαϊκός Αιώνας της Ταπείνωσης», δεν είναι παρά τοαναπόδραστο αποτέλεσμα δεκαετιών σταδιακής παρακμής και υποτέλειας στις ΗΠΑ, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Ευρώπη, αντί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για στρατηγική αυτονομία, αφέθηκε να γίνει εξάρτημα της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, με το ΝΑΤΟ να λειτουργεί ως εργαλείο ελέγχου. Στην πραγματικότητα, η δεκαετία του 1990 ήταν που σφράγισε αυτή την εξάρτηση, με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να αντικατοπτρίζει –και μάλιστα να προηγείται– της διεύρυνσης της ΕΕ, με την τελευταία να μετατρέπεται σε δέσμια της αμερικανικής ομπρέλας ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, στον πολιτικό βραχίονα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Η σημερινή κατάσταση απλώς επισφραγίζει αυτή τη σταδιακή και παρατεταμένη απώλεια ανεξαρτησίας. Είναι η φυσική κατάληξη μιας πορείας που ξεκίνησε με την αδυναμία της Ευρώπης να οικοδομήσει μια αυτόνομη στρατιωτική, διπλωματική, οικονομική και ενεργειακή πολιτική. Η κληρονομιά μιας ηπείρου, τα κράτη της οποίας πρόθυμα και με ενθουσιασμό παραιτήθηκαν από την κυριαρχία τους–που για αιώνες αποτελούσε το θεμέλιο της αυθυπαρξίας τους– υπέρ μιας νεφελώδους και ουτοπικής υπερεθνικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας, η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι σπασμωδικές κινήσεις επανεξοπλισμού της ηπείρου και η πολεμοχαρής ρητορική που τις συνοδεύει δεν είναι βήματα χειραφέτησης, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι αφελώς, αλλά ευθυγραμμίζονται στενά με τη στρατηγική της διοίκησης Τραμπ, η οποία δίνει προτεραιότητα στην αμερικανική στροφή προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, ενώ μεταθέτει το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία και της ανάσχεσης της Ρωσίας στους Ευρωπαίους συμμάχους της. Ελλείψει ενός συνεκτικούευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδίου που θα βασίζεται στα θεμελιώδη συμφέροντα της Ευρώπης, πρωτοβουλίες όπως το ReArmEurope ή ο Συνασπισμός των Προθύμων (αλήθεια, θυμάται κανείς ότι ο πρώτος «Συνασπισμός των Προθύμων» ήταν αυτός που στήριξε τον ανεκδιήγητο Τζωρτζ Μπους τον Νεότερο στην παράνομη και καταστροφική εισβολή του Ιράκ;) ενισχύουν ακούσια την αμερικανική επικυριαρχία, περιορίζοντας έτι περαιτέρω την ικανότητα της Ευρώπης να διεκδικήσει έναν ανεξάρτητο ρόλο στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο. Λειτουργούν, ουσιαστικά, ως κανάλι για τη διοχέτευση κονδυλίων μακριά από τις πραγματικά κρίσιμες επενδύσεις σε τεχνολογία, βιομηχανία, έρευνα και κοινωνική συνοχή και προς τα ταμεία ευρωπαϊκών και αμερικανικών πολεμικών εταιριών.

Μέσα σε όλα αυτά, η Κίνα, η οποία, ακριβώς στο κλείσιμο του Πικρού Ευρωπαϊκού Θέρους, παρουσίασε το δικό της σχέδιο για την οργάνωση του μετα-μεταψυχροπολεμικού κόσμου στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, αποτελεί τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Η Ευρώπη, έχοντας ήδη αποδεσμευθεί από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο που για δεκαετίες καθιστούσε την οικονομία της ανταγωνιστική, πιέζεται τώρα από τις ΗΠΑ να αποδεσμευθεί και από την Κίνα, χάνοντας έναν κρίσιμο εμπορικό εταίρο και αποξενώνοντας τον εαυτό της από τον Παγκόσμιο Νότο.Προφανώς, από τη δική τους πλευρά, οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται να εδραιώσουν τη δική τους σφαίρα επιρροής στον νέο πολυπολικό κόσμο, και αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση της Ευρώπης ως στρατηγικού και οικονομικού υποτελούς, πλήρως εξαρτημένης από την Αμερική και ανίκανης να δημιουργήσει εναλλακτικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις που θα ήταν πιο επωφελείς για τους Ευρωπαίους. Και οι ολίγιστες ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες σπεύδουν να συμμορφωθούν.

Απρόθυμη να δει τη μεγάλη εικόνα, η Ευρώπη προτιμά να βλέπει τη Ρωσίασαν το παροιμιώδες απόλυτο Κακό. Ωστόσο, παρά τους εξορκισμούς, η Ρωσία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Θα παραμένει εκεί, δίπλα στην Ευρώπη, θέτοντας για την τελευταία τις ίδιες προκλήσεις, έστω και μόνο λόγω του τεράστιου μεγέθους της και της βούλησής της να διεκδικήσει τη δική της ισχύ. Αποκλείοντας, όπως και πρέπει, έναν καταστροφικό πόλεμο, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της –υπαρκτής, το δίχως άλλο–πρόκλησης που θέτει ο μεγάλος και όντως προβληματικός γείτονάς της είναι να εμπλακεί η Ευρώπη σε πολυμερή διπλωματία, προτείνοντας το δικό της όραμα για μια νέα αρχιτεκτονική ειρήνης και ασφάλειας στην Ευρώπη, που θα πρέπει να περιλαμβάνει και τη Μόσχα, ως ζήτημα ρεαλιστικής αναγκαιότητας.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, ούτε σημαίνει ότι αυτή η νέα αρχιτεκτονική θα ακολουθούσε τις επιθυμίες του Κρεμλίνου ή ότι δεν μπορεί να συνδυαστεί κάλλιστα με μια ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη αποτροπής, μέσω του Ευρω-ΝΑΤΟ: πρέπει να θυμηθούμε ότι, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, ανοίχτηκαν κανάλια διαλόγου, επικοινωνίας, ακόμη και συνεργασίας με την ΕΣΣΔ μέσω της Διαδικασίας του Ελσίνκι, που οδήγησε στην ίδρυση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη.

Αυτός θα ήταν ένας τρόπος για την Ευρώπη να επανεφεύρει έναν ανεξάρτητο ρόλο για τον εαυτό της στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον και να διεκδικήσει τη στρατηγική της αυτονομία: αναλαμβάνοντας τη θέση του υπέρμαχου της αποκατάστασης του τρωθέντος Διεθνούς Δικαίου, προωθώντας τη ριζική μεταρρύθμιση του ΟΗΕ και περιφερειακών πολυμερών οργανισμών, όπως ο ΟΑΣΕ, και εμπλεκόμενη εποικοδομητικά με όλους τους υφιστάμενους και αναδυόμενους παγκόσμιους παίκτες.